Φοίβος Πιομπίνος

Ένα βουδιστικό αφήγημα

today10 Νοεμβρίου, 2014

Background
share close
Στην Πηγή Ζαχαρία

ΕΒΛΕΠΕ ΑΝΗΜΠΟΡΗ ΤΟ ΜΟΝΑΚΡΙΒΟ ΒΛΑΣΤΑΡΙ ΤΗΣ να φεύγει μέσ’ από τα χέρια της και συγχρόνως τη ζωή της ν’ αδειάζει από μέσα της, όπως όταν το κύμα που καβαλάει το πλοίο σαρώνει το κατάστρωμα και χύνεται από τα μπούνια πάλι πίσω στη θάλασσα. Τα δάκρυα είχαν στερέψει στα σβησμένα και ρουφηγμένα στις κόγχες τους μάτια της, που άλλοτε φώτιζαν το σταρένιο και τώρα άσπρο σαν πανί πρόσωπό της με τα τραβηγμένα χαρακτηριστικά. Δεν μπορούσε πια ούτε να κλάψει, όμως έσυρε γοερή κραυγή όταν ξεψύχησε το παιδί της, κι έπεσε πάνω του και το καταφιλούσε απελπισμένα, ματαιοπονώντας να το ξαναφέρει πίσω.

Από συγχωριανούς της είχε ακούσει για έναν άγιο ερημίτη από βασιλική γενιά, που ζούσε πίσω από τους καταπράσινους λόφους, πέρα μακριά, στο βάθος του ορίζοντα, όπου είχε αποτραβηχτεί, έχοντας εγκαταλείψει οικογένεια, πλούτη και βασιλικά αξιώματα. Ο κόσμος τον προσφωνούσε Φωτισμένο, Βούδα, κι έλεγαν γι’ αυτόν πως έκανε θαύματα. Σαν παραλοϊσμένη πήρε η μάνα το νεκρό παιδί της στην αγκαλιά και περπάτησε μέρες ολόκληρες, μες στο λιοπύρι και τον κουρνιαχτό, για να τον συναντήσει, αποφασισμένη να ξυπνήσει τη συμπόνια του, ικετεύοντάς τον να τη σπλαχνιστεί και να επαναφέρει το παιδί της στη ζωή. Κι όταν ξεπνοημένη τον βρήκε επιτέλους εκεί όπου καθόταν, κάτω από ένα βαθύσκιο δέντρο, σαν άγαλμα σε στάση λωτού, έπεσε στα πόδια του και, φιλώντας τη σκόνη τους, τού πρότεινε το άψυχο σώμα του παιδιού της, ενώ σπασμοί την τράνταζαν σύγκορμη.

«Σώσε το!» του είπε τσιρίζοντας και μαδώντας τα μαλλιά της. «Ξέρω πως στο χέρι σου είναι να το κάνεις, φτάνει να το θελήσεις». Η απάθεια του Βούδα ορθωνόταν τείχος απροσπέλαστο μπροστά της. «Σώσε το!» του επανάλαβε απαιτητικά, φορτικά.

Ο Βούδας μόλις που σάλεψε και της είπε: «Βρες μου πρώτα ένα σπιτικό όπου ο θάνατος δεν χτύπησε ποτέ την πόρτα του και, αφού το βρεις, ζήτησε να σου δώσουν μια φούχτα σπόρους σιναπιού. Όταν τους πάρεις στα χέρια σου, το παιδί σου θα ξαναζήσει».

Γεμάτη ελπίδες, έτρεξε η χαροκαμένη μάνα ώς το κοντινότερο χωριό. Πήγε από σπίτι σε σπίτι, χτύπησε όλες τις πόρτες, αλλά κάθε φορά, από κάθε σπίτι, κάποια γυναίκα, κάποιος άντρας ή κάποιο παιδί είχε αναχωρήσει για το μεγάλο ταξίδι, το χωρίς επιστροφή. Και το ίδιο συνέβη σε όλα τα χωριά της περιοχής, αλλά και πιο πέρα από εκεί. Παντού ο Χάρος είχε προηγηθεί του ερχομού της. Παντού κάποιοι χαροκαμένοι γονείς, κάποια χήρα, κάποια ορφανά τής άνοιγαν την πόρτα για να τη δεχτούν. ΄Ετσι, αποκαμωμένη, αποθαρρημένη, φαρμακωμένη από την απόγνωση, ξαναγύρισε στον Βούδα και του ομολόγησε: «΄Ο,τι έρχεται παρέρχεται. Τώρα πια το γνωρίζω αυτό καλά. Πίστευα ωστόσο πως η ευτυχία είναι εξίσου φυσική με τη ζωή».

Ο Βούδας όμως δεν αποκρίθηκε στην κουβέντα της, ούτε σάλεψε διόλου, και θυμός κυρίευσε την τρικυμισμένη της ψυχή. «΄Ο,τι έρχεται βέβαια παρέρχεται», του είπε οργισμένη, «αλλά γιατί τόσο νωρίς;. Γιατί στέρησαν στο παιδί μου λίγο παραπάνω χρόνο ζωής; Δεν το δικαιούνταν; Σε τι είχε φταίξει;» Σιώπησε για λίγο, έχοντας μείνει άναυδη από τη γαλήνη που απλωνόταν στο πετρωμένο πρόσωπο του αναχωρητή. «Κι ο πόνος μου;» σκλήρισε έπειτα οργώνοντας  τα μάγουλά της με τα νύχια της. «Ο πόνος μου δεν μετράει διόλου; Βούδα, δώσε μου το παιδί μου πίσω, το μπορείς!»

Ανεπαίσθητα σάλεψαν τα χείλη του Βούδα, και της είπε απαλά: «Πρέπει λοιπόν να το ξυπνήσω; Πρέπει να του πω να επιστρέψει για να καταπραΰνει τον πόνο της μάνας του; Ε τότε, ας γίνει».

Τη στιγμή εκείνη, το παιδί σαν να ξύπνησε από βαθύ ύπνο, τεντώθηκε, άνοιξε το στόμα του και είπε: «Να γυρίσω, λέει, για τη μάνα μου; Και ποια είναι η μάνα μου; Από την απαρχή του κόσμου, πολλές υπήρξαν οι μάνες μου, κι έζησα σε πάμπολλες οικογένειες. Για ποια, λοιπόν, μάνα μού μιλάς, σεβάσμιε Βούδα; Σε ποιαν απ’ όλες τις μάνες πρέπει να επιστρέψω για να την παρηγορήσω; Και γιατί σ’ ετούτη και όχι σε κάποιαν άλλη που περιμένει την επόμενη γέννησή μου;»

Σιωπή απλώθηκε αντί για απάντηση. Η μητέρα χλώμιασε, αλλά κατόπιν ένα αδιόρατο χαμόγελο ήρθε και χαλάρωσε τα σφιγμένα χαρακτηριστικά του προσώπου της, και βαθιά τρυφερότητα και παραδοχή απάλυναν την έκφρασή της. Είχε εννοήσει.

 

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Την ιστορία αυτή τη βρήκα μια μέρα στα λεγόμενα του θιβετανού διδασκάλου Ντάγκπο Ρινποτσέ. Και στο βαθμό που τη θυμόμουν, προσπάθησα εδώ να την αφηγηθώ με τον δικό μου τρόπο, στη γλώσσα μου, επειδή τη θεώρησα εξαιρετικά εποικοδομητική, ψυχωφελή. Πιο πολύ όμως θέλησα να την αφηγηθώ επειδή μού θύμισε εκείνη τη Χριστική  ρήση: «Τις εστιν η μήτηρ μου καί  τινες οι αδελφοί μου;» ΄Ετσι αναφέρεται στο κατά Ματθαίον (ιβ’, 48) αλλά και στο κατά Μάρκον (γ’, 34) Ευαγγέλιο πως αποκρίθηκε οι Ιησούς σε κάποιον που ήρθε να Του πει ότι η μητέρα Του και οι αδελφοί Του έστεκαν έξω, ζητώντας Του να μιλήσει στον κόσμο. Παραλληλίζοντας εξάλλου τις δύο ιστορίες, τη θιβετανική και τη χριστιανική, εντύπωση μού προξενεί το ότι ο Βούδας ζήτησε από τη χαροκαμένη μάνα να τού φέρει μια φούχτα σπόρους σιναπιού, ενώ θα μπορούσε να της είχε πει να τού φέρει μια φούχτα τόσων άλλων κόκκων, όπως λόγου χάριν ρυζιού, ή ακόμα και μια φούχτα χαλικιών. Δεν θυμίζει αυτό τη Χριστική εκείνη παραβολή, στην οποία ο Ιησούς κάνει λόγο για το σινάπι «ο μικρότερον μέν εστι πάντων των σπερμάτων, όταν δε αυξηθή, μείζον των λαχάνων εστί και γίνεται δένδρον…»; (Ματθ. ιγ’, 32, Λουκ. ιγ’, 19 και Μάρκ. δ’, 31-32) Και δεν θυμίζει επίσης την αναφορά του Ιησού στον «κόκκον σινάπεως», όταν μίλησε για την πίστη; (Ματθ. ιζ’, 20 και Λουκ. ιζ’, 6)

F-1-00663-siddhartha

Φοίβος Ι. Πιομπίνος    piombinos.com

Συντάκτης: Φοίβος Πιομπίνος

Rate it

Σχολιάστε το άρθρο (0)

Αφήστε το σχόλιό σας

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *


[wpens_easy_newsletter firstname="no" lastname="no" button_text="Εγγραφή"]

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

0%