Φοίβος Πιομπίνος

Γλωσσικά τινα (ΡΔ’): η σημασία των λέξεων «διάλεκτος», «ιδίωμα» και «ιδιόλεκτος»

today2 Αυγούστου, 2013

Background
share close

Κάθε εθνική γλώσσα υπόκειται σε ευρεία διαφοροποίηση:
1)ατομική ή υφολογική (κάθε ομιλητής μιας γλώσσας διαφορετικά χρησιμοποιεί τη γλώσσα)
2)κοινωνική (οι ομιλητές συχνά διαφοροποιούνται κατά ηλικιακές, κοινωνικές, επαγγελματικές, ιδεολογικές, συντεχνιακές κ.ά. ομάδες) και
3)γεωγραφική (οι ομιλητές διαφοροποιούνται κατά περιοχές της χώρας)
Με τον όρο διάλεκτος οι γλωσσολόγοι χαρακτηρίζουν τη γεωγραφική διαφοροποίηση ευρύτερων περιοχών μιας χώρας, ιδίως αυτή που εμφανίζει έντονες αποκλίσεις από την κοινή γλώσσα σε όλα τα επίπεδα: προφορά, γραμματικοσυντακτική δομή, λεξιλόγιο, και σε βαθμό που οι ομιλητές της διαλέκτου να μη γίνονται εύκολα κατανοητοί από τους ομιλητές της κοινής γλώσσας. Διάλεκτοι της Αρχαίας Ελληνικής είναι: η δωρική, η αχαϊκή, η ιωνική και η αττική. Στη νεότερη Ελληνική διακρίνονται οι εξής τέσσερις διάλεκτοι: η τσακωνική, η ποντιακή, η καππαδοκική και η κατωιταλική (τα γκρεκάνικα). Καταχρηστικώς μπορούμε να συμπεριλάβουμε στις διαλέκτους την κυπριακή και την κρητική. ΄Ολες οι λοιπές γλωσσικές διαφοροποιήσεις της κοινής αποτελούν τα ιδιώματα.
Ο όρος ιδίωμα δηλώνει μικρότερη γλωσσική διαφοροποίηση, που δεν εμποδίζει την κατανόηση από τους ομιλητές της κοινής γλώσσας. Μια διάλεκτος μπορεί να έχει περισσότερα από ένα ιδιώματα. Τα ελληνικά ιδιώματα, ανάλογα με τις ομοιότητες και τις διαφορές τους, ομαδοποιούνται στα λεγόμενα βόρεια ιδιώματα ( Στερεά Ελλάδα, εκτός Αττικής, Β. Εύβοια, ΄Ηπειρος, Θεσσαλία, Μακεδονία, Θράκη, νησιά του Β. Αιγαίου) και στα νότια ιδιώματα (τα υπόλοιπα). Ως ιδιώματα που διαφέρουν μεταξύ τους θεωρούνται: τα δωδεκανησιακά, τα κυκλαδίτικα, τα επτανησιακά, τα πελοποννησιακά, τα βορειοελλαδικά, τα ημιβόρεια(Σκύρου, Μυκόνου, Καστοριάς, Λευκάδας κ.ά.), τα δυτικά μικρασιατικά,της Χίου, της Ικαρίας, της Μάνης, των Κυθήρων, καθώς και της ομάδας Κύμης, Μεγάρων, Αίγινας και παλαιάς Αθήνας.
Για τη δήλωση των γλωσσικών ιδιωμάτων πλάστηκε, τα νεότερα χρόνια, στη δημοτική ο όρος ντοπολαλιά.
Αντίθετη προς τις διαλέκτους και τα ιδιώματα είναι η κοινόλεκτος (ενν. γλώσσα), δηλαδή η κοινή γλώσσα που μιλιέται σε μια χώρα από όλους και διδάσκεται επίσημα στα σχολεία της χώρας.
Ως ιδιόλεκτος χαρακτηρίζεται από τους γλωσσολόγους ο τρόπος (γνώση και πράξη) με τον οποίο χρησιμοποιεί ο καθένας τη γλώσσα.
Ως κοινωνιόλεκτος χαρακτηρίζεται η διαφοροποιημένη χρήση της γλώσσας κατά κοινωνικές ομάδες (ομιλία των νέων, των στρατιωτών, των φοιτητών, των πολιτικών νεολαιών, των τοξικομανών, των κακοποιών, των πορνών, των ομοφυλόφιλων κ.τ.ό.). Συχνά για τις κοινωνιολέκτους χρησιμοποιείται ο όρος συνθηματική γλώσσα ή αργκό (από τη γαλλική λέξη argot), προκειμένου να χαρακτηριστεί κάθε μορφής φτιαχτό ιδίωμα. Ο ιδιαίτερος γλωσσικός συνθηματικός κώδικας που χρησιμοποιούν πολλοί ομοφυλόφιλοι και τραβεστί στις μεταξύ τους συνεννοήσεις, ώστε να μη γίνονται κατανοητοί από τους άλλους καλείται καλιαρντά.

 

Φοίβος Ι.Πιομπίνος  piombinos.blogspot.gr

Συντάκτης: Φοίβος Πιομπίνος

Rate it

Σχολιάστε το άρθρο (0)

Αφήστε το σχόλιό σας

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *


[wpens_easy_newsletter firstname="no" lastname="no" button_text="Εγγραφή"]

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

0%