Στέλιος Νικολαΐδης

Ε. ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ

today24 Δεκεμβρίου, 2013

Background
share close

Ο Χριστιανισμός, όπως προαναφέρθηκε, είχε πολλά κοινά με τις αρχαίες θρησκείες όπως σύμβολα και αρχέτυπα, αλλά και γνώσεις που δεν προσφέρονταν σε όλους, κατά το πρότυπο των αρχαίων μυστηρίων. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρέυς, χρησιμοποιώντας όρους και πρακτικές των παγανιστικών μυστηρίων, μιλά συχνά για «την εποπτεία Θεού», η οποία όπως και στα αρχαία μυστήρια δεν προσφέρονταν σε όλους:

«Δεν αποκάλυψε (ο κύριος) στους πολλούς αυτό που δεν ανήκε στους πολλούς, αλλά το αποκάλυψε μονάχα στους λίγους, για τους οποίους έκρινε ότι ταιριάζει, σε εκείνους που ήταν ικανοί να ο συλλάβουν και να διαπλαστούν με αυτό. Γιατί ο Θεός εμπιστεύτηκε το άφατο μυστήριό Του στον Λόγο, όχι στη γραπτή λέξη. Ο Θεός τοποθέτησε την Εκκλησία ως αποστόλους, άλλους ως προφήτες, άλλους ως ευαγγελιστές, για την τελειοποίηση των αγίων, για το έργο της ιεροσύνης, για την εποικοδόμηση του σώματος του Χριστού». (Στρωμματείς 7.11)

Ο Ωριγένης αναφέρει:

«Συχνά, μάρτυς μου ο Θεός, αισθάνθηκα τον Νυμφίο να με πλησιάζει και να βρίσκεται μαζί μου, όσο μπορεί να συμβεί αυτό, ύστερα εξαφανιζόταν ξανά και δεν μπορούσα να βρω εκείνο που ζητούσα». (Hom. In Cant., 1.7)

Αλλά και ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης περιγράφει τη μυστική εμπειρία ως ξύπνημα από το σώμα ή ανάβαση σε παρατηρητήριο, ως συνείδηση της θείας παρουσίας, απόκτηση της ιδιότητας του θεϊκού φωτός και ταύτιση με αυτό το οποίο αντιλαμβάνεται. Ας δούμε πως περιγράφει την μυστική αυτή εμπειρία :

«Φαντάσου έναν κατακόρυφο απόκρημνο βράχο, με μιαν άκρη να προεξέχει στην κορφή. Τώρα φαντάσου τι θα αισθανόταν ίσως ένα πρόσωπο, αν έβαζε το πόδι του στην άκρη αυτού του γκρεμού και, κοιτάζοντας κάτω προς το χάος, δεν έβλεπε ούτε στέρεο πάτημα ούτε κάτι για να πιαστεί. Αυτό είναι, νομίζω, η εμπειρία της ψυχής όταν πηγαίνει περ’ από το πάτημα στα υλικά πράγματα, στην αναζήτησή της γι’ αυτό που δεν έχει διάσταση και υπάρχει προαιώνια. Γιατί δεν υπάρχει τίποτε απ’ όπου να μπορεί να κρατηθεί, ούτε χώρος, ούτε χρόνος, ούτε μέτρο, ούτε τίποτε άλλο, το μυαλό μας δεν μπορεί να το προσεγγίσει. Κι έτσι η ψυχή, γλιστρώντας σε κάθε σημείο απ’ όπου δεν μπορεί να πιαστεί, ζαλίζεται και παθαίνει σύγχυση και ξαναγυρίζει γι’ άλλη μια φορά σ’ αυτό που της είναι σύμφυτο, ευχαριστημένη τώρα που ξέρει απλώς αυτό για το Υπέρτατο, ότι είναι τελείως διαφορετικό από τη φύση των πραγμάτων που η ψυχή γνωρίζει»

Όσο βέβαια αυξάνονταν οι πιστοί του Χριστιανισμού, τόσο μειώνονταν ο μυστηριακός του χαρακτήρας. Έτσι δημιουργήθηκαν δύο χριστιανικοί ατραποί. Ο ένας, ο επίσημος φορέας της διδασκαλίας η Εκκλησία, και ο άλλος, το «εσωτερικό» μονοπάτι του Ιησού, η μυστικιστική πλευρά που απευθύνεται στην ανάγκη για ένωση με το Θείον, ο πρώτος συλλογικός, ο δεύτερος προσωπικός. Από τον τρίτο κιόλας αιώνα άρχισε η πρακτική του ασκητισμού, από ανθρώπους που αναζητούσαν την πνευματική τελείωσή τους, σε καθαρά προσωπικό βιωματικό επίπεδο, πέρα από τα συλλογικά δόγματα της Εκκλησίας. Ως πατέρας και ιδρυτής του κοινοβιακού μοναχισμού θεωρείται ο όσιος Παχώμιος, που ἰδρυσε περί το 323 μ.Χ.  την πρώτη μεγάλη πρότυπη κοινοβιακή κοινότητα στην Αίγυπτο. Ο Χριστιανικός μυστικισμός έχει τις ρίζες του στον μοναχισμό και στην ασκητική ζωή.Η ουσιώδης διάφορα σε σχέση με τις άλλες μυστηριακές θρησκείες είναι πως η γέφυρα προς τη θέωση είναι ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος διά της ενανθρωπήσεως και του έργου Του, συνυψώνει μαζί του την ανθρώπινη φύση και τη μεταμορφώνει συνεχώς.

«Αναχωρώ» σημαίνει “αποχωρίζομαι από τα εγκόσμια και δένομαι αδιάσπαστα μόνο με τον Θεό”. Με την αποχώρηση και τη «φώτιση» αποκαλύπτεται το ΟΝ που αληθινά υπάρχει. Έτσι φτάνει  κανείς στην απάθεια που είναι «θάνατος της ψυχής και θάνατος του νου, πριν από το θάνατο του σώματος». Το να γίνεις «απαθής» -με την πατερική και όχι τη στωική έννοια του όρου – εξηγεί ο π. Θεόκλητος Διονυσιάτης, παίρνει καιρό και θέλει σκληρή δουλειά, με αυστηρή ζωή, νηστεία και αγρυπνία, προσευχή, ιδρώτα αίματος, ταπείνωση, την καταφρόνια του κόσμου, σταύρωση, τα καρφιά, τη λόγχη στην πλευρά, το ξύδι και τη χολή, εγκατάλειψη απ’ τον καθένα, προσβολές από τρελούς αδελφούς συσταυρωμένους, βλαστήμιες απ’ τους περαστικούς: και μετά -ανάσταση εν Κυρίω, την αθάνατη αγιότητα του Πάσχα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο ασκητής απομονώνει τα ανθρώπινα πάθη και ενδύεται ένα άλλο αναγεννημένο «εγώ» . Ο ιστορικός Προκόπιος είχε ονομάσει τη ζωή του μοναχού «τέλεια μελέτη του θανάτου». Τι είναι όμως ο θάνατος για τον ασκητή; Θάνατος είναι ο χωρισμός από τον Θεό. Κάτι που μας θυμίζει σαφώς τα λόγια του Πλάτωνα στον Φαίδωνα: «Είναι πιθανόν οι άνθρωποι να μην αντιλαμβάνονται ότι όλοι όσοι προσφεύγουν στην ενασχόληση με τη φιλοσοφία εκπαιδεύονται για ένα πράγμα μόνο το θάνατο..», εννοώντας ο Πλάτωνας το θάνατο της αμαθείας και την αναγέννηση ενός πνευματικού ανθρώπου. Όπως χαρακτηριστικά παραδέχεται και ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Παράξενο, ότι και οι Έλληνες είπαν κάτι ανάλογο, γιατί ορίζουν τη φιλοσοφία ως μελέτη του θανάτου».

Υπάρχει βέβαια μία διαφορά προσέγγισης. Ο χριστιανικός μυστικισμός δεν θεωρεί απαραίτητη τη γνώση ή τη σοφία όπως για παράδειγμα ο Πλάτωνας. (Υπάρχει επίσης και η άποψη πως η στάση του Πλάτωνα είναι περισσότερο διαλεκτική, κάτι που είναι σαφές πως δεν ισχύει. Ο Πλάτωνας ήταν πάνω από όλα μύστης). Υπάρχουν και άλλες διαφορές βέβαια όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια. Για τον χριστιανικό λ.χ. μυστικισμό ο κόσμος οι ψυχές και η ύλη είναι δημιουργήματα και όχι απορροές του Θεού. Απορρίπτεται επίσης η πλήρης ένωση της ανθρώπινης ψυχής με τον Θεό υπό μια πανθεϊστική έννοια. Τέλος αντιλαμβάνεται τον μυστικισμό όχι ως ένωση με τη «Θεία ουσία» αλλά ως θέα της θείας Δόξας, ως ένωση αγάπης, ως μετοχή στις άκτιστες ενέργειες του θεού, με τις οποίες ο άνθρωπος φτάνει στη «θέωση», γίνεται «κατά χάριν» Θεός.

Ο χριστιανικός μυστικισμός αποσκοπεί σε μια τελειότητα ζωής, είναι κανόνας ηθικής και φιλοσοφίας, αλλά αρνείται πως η γνώση μπορεί να οδηγήσει στη θέωση του ανθρώπου, καθώς δίνει τα πρωτεία στην καρδιά. Ο ησυχασμός, όπως κάθε μυστικισμός, επιδιώκει το «βύθισμα» σε μιαν ατμόσφαιρα ενορατική για να γνωρίσουμε τον Θεό.

Θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως ο ησυχασμός είναι η ελληνική ορθόδοξη ατραπός προς την εσωτερική μύηση, κάτι αντίστοιχο με τις εσωτερικές μεθόδους της ανατολής που οδηγούν στη νιρβάνα. Με τη διαφορά πως για τον Ορθόδοξο ο Θεός δεν είναι μεταφυσικός αλλά υπερβατικός και παρών στη φύση δια των άκτιστων ενεργειών του. Ο Θεός στην Ορθοδοξία παραμένει Θεός, και ο άνθρωπος παραμένει άνθρωπος. Ο άνθρωπος γίνεται Θεός κατά χάριν, αλλ’ όχι Θεός ως προς την ουσία. Αυτή η διάκριση μεταξύ Δημιουργού και δημιουργήματος συνεχίζεται ακόμη• γεφυρώνεται με την αμοιβαία αγάπη, αλλά δεν εξαφανίζεται. Ο Θεός, όσο κοντά κι αν έρθει στον άνθρωπο, πάντοτε παραμένει ο «Όλως Έτερος».

Υπάρχει επίσης διαφορά ανάμεσα στο διαλογισμό και στη χριστιανική προσευχή. Η χριστιανική προσευχή δεν είναι απλώς μία «στροφή προς τα έσω», ως  υπερβατική ενέργεια που προέρχεται από τον ίδιο τον άνθρωπο μέσω τεχνικών διαλογισμού, αλλά απευθύνεται πάντοτε προς τον «απέναντι του ανθρώπου», που είναι ο Θεός και επικαλείται την αγάπη Του, το έλεός Του και τη «θεία Χάρη», για να το επιτύχει αυτό. Η προσευχή είναι ένα «άνοιγμα» τού ανθρώπου στη θεία Αγάπη, τού ανθρώπου που είναι αδύναμος να υψωθεί πέρα από την κτιστή πραγματικότητα. Ετσι επικαλείται την αγάπη και την δωρεά τού Θεού. Η απάντηση στην προσευχή δεν προέρχεται από τον ίδιο τον άνθρωπο αλλά από τον Θεό. Η ησυχαστική παράδοση βασίζεται σε τρία στάδια τελείωσης: 1. στην κάθαρση της καρδιάς, 2. στο φωτισμό του νου και 3. στη θέωση.

 

Οι τεχνικές της ησυχαστικής μεθόδου (που ομοιάζουν με τεχνικές τόσο του Βουδισμού όσο και τoυ  Σουφισμού ) είναι τρεις:

Α) Εξωτερική στάση. Ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναίτης συνιστά το κάθισμα σε ένα κοντό σκαμνί, περίπου είκοσι πέντε πόντους ύψος. Το κεφάλι και οι ώμοι θα πρέπει να είναι κυρτωμένοι, και τα μάτια προσηλωμένα προς το μέρος της καρδιάς. Δέχεται ότι αυτή η στάση θα αποδειχθεί εξαιρετικά άβολη μετά από ένα διάστημα.

Β) Έλεγχος της αναπνοής. Η αναπνοή πρέπει να γίνει βραδύτερη και συγχρόνως να συντονιστεί με το ρυθμό της προσευχής. Συχνά το πρώτο μέρος «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού» λέγεται όταν εισπνέουμε και το δεύτερο μέρος «ελέησόν με τον αμαρτωλό» όταν εκπνέουμε.

Γ) Εσωτερική εξερεύνηση. Όπως στη γιόγκα διδάσκεται η συγκέντρωση της σκέψης σε συγκεκριμένα σημεία του σώματος, έτσι και ο ησυχαστής συγκεντρώνει τη σκέψη του στο καρδιακό κέντρο. Αναπνέει διαμέσου της μύτης και προωθεί την αναπνοή του στους πνεύμονες του, κάνει τον νου του να κατέρχεται με την αναπνοή του και ερευνά εσωτερικά για τη θέση της καρδία. Η προσευχή αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη της εσωτερικής ηρεμίας και της προσέγγισης του Θεού. O Oσιος Θεόγνωστος περιγράφει ως εξής αυτή την εμπειρία:

«Κι αν με την καθαρή προσευχή που ενώνει άυλα με τον Θεό τον άυλο νου έφτασες να δεις σαν σε καθρέφτη τη ζωή που θα διαδεχθεί το τέλος της εδώ ζωής σου, επειδή δέχτηκες τον αρραβώνα του Πνεύματος και απέκτησες μέσα σου τη βασιλεία των ουρανών με όλες τις αισθήσεις και τις σκέψεις σου, κι αν το κατόρθωσες αυτό, μην ανεχθείς όμως να απολυθείς από τη σάρκα σου χωρίς να έχεις προβλέψει τον θάνατο σου, αλλά και να προσεύχεσαι θερμά για αυτό και να ελπίζεις ότι θα το πετύχεις, κοντά στην έξοδο σου αν σε συμφέρει. Και να προετοιμάζεις τον εαυτό σου γι’ αυτή την έξοδο, αποβάλλοντας κάθε δειλία, ώστε να μπορέσεις να διαπεράσεις τον αέρα, να ξεφύγεις από τα πονηρά πνεύματα και να περάσεις θαρραλέα και άφοβα τις ουράνιες αψίδες, να ενωθείς με τις αγγελικές τάξεις, να προστεθείς στους εκλεκτούς και τους δίκαιους όλων των αιώνων, και να βλέπεις τον Θεό όσο αυτό είναι δυνατόν. Θα χαίρεσαι τα αγαθά που χαρίζει ο Θεός και θα νιώθεις τον Λόγο του Θεού να ακτινοβολεί τα υπερουράνια και να Τον λατρεύουν με την άχραντη σάρκα Του, σε κοινή προσκύνηση μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα, ολόκληρη η επουράνια στρατιά και όλοι οι άγιοι » (Περί ιεροσύνης, 75).

 

Η προσευχή διακρίνεται σε τρεις κατηγορίες : 1. η προφορική προσευχή, 2. η νοητική προσευχή και 3. η καρδιακή προσευχή.

Στην προσευχή, λέει ο επίσκοπος Θεοφάνης ο Ερημίτης (1815-94), το πρωταρχικό είναι να συνεχίζεις να στέκεσαι μπροστά Του ακατάπαυστα μέρα και νύκτα μέχρι το τέλος της ζωής σου. Να προσεύχεσαι σημαίνει να στέκεσαι μπροστά στον Θεό, να έρχεσαι σε άμεση και προσωπική σχέση με Αυτόν.

Είναι να γνωρίζεις σε κάθε επίπεδο της ύπαρξής σου, από το ενστικτώδες έως το διανοητικό, από το υποσυνείδητο έως το υπερσυνείδητο, ότι υπάρχεις ΜΕΣΑ στον Θεό, και Αυτός είναι εντός σου. Προσευχή είναι ο Θεός, όχι δηλαδή κάτι που εμείς αρχίζουμε, αλλά κάτι στο οποίο συμμετέχουμε. Πρώτιστα δεν είναι κάτι που εμείς κάνουμε, αλλά κάτι που ο Θεός κάνει μέσα μας. Κατά τη ρήση του αγίου Παύλου, «ζω δε ουκέτι εγώ, ζει δε εν εμοί Χριστός (Γαλ. Β’ 210).

Ο σκοπός της προσευχής είναι, «γίνε ό,τι είσαι». Γίνε συνειδητά και ενεργά αυτό που ήδη είσαι εν δύναμει και μυστικά, επειδή έχεις πλαστεί σύμφωνα με την ιερή εικόνα και έχεις ξαναγεννηθεί με το βάπτισμα. Γίνε ό,τι είσαι, ακριβέστερα ξαναγύρισε στον εαυτό σου. Ανακάλυψε Αυτόν που είναι ήδη δικός σου. Άκουσε Αυτόν που δεν παύει ποτέ να μιλάει μέσα σου. Κάνε κτήμα σου Αυτόν που ακόμη και τώρα σε έχει για δικό του τούτο. Αυτό είναι το μήνυμα του Θεού σε όποιον θέλει να προσευχηθεί: «Δεν θα με αναζητούσες ποτέ, αν δεν με είχες ήδη βρει». Ο επίσκοπος Θεοφάνης περιγράφει την κατάσταση που βιώνει  εκείνος που προσεύχεται :

«…Η ουσία είναι να ενοικείς στο Θεό, και αυτή η παρουσία σου μπρος στον Θεό σημαίνει ότι ζεις με τη συνεχή διαβεβαίωση της συνείδησής σου πως ο Θεός υπάρχει εντός σου και σε όλα. Ζεις με τη σταθερή πεποίθηση ότι βλέπει κάθε τι που είναι μέσα σου, γνωρίζοντάς σε καλύτερα από ό,τι εσύ γνωρίζεις τον εαυτό σου. Αυτή η επίγνωση ότι το μάτι του Θεού βλέπει βαθιά μέσα σου δεν πρέπει να συνοδεύεται από καμία οπτική αντίληψη, αλλά πρέπει να περιορίζεται σε μία απλή πεποίθηση ή αίσθηση».

 

Ο τελικός σκοπός της προσευχής είναι η «θέωση». Όπως αναφέρει ο αρχιμανδρίτης Σέργιος Μπουλγκάνοφ, «το όνομα του Ιησού, παρόν στην ανθρώπινη καρδιά, φέρνει μαζί του τη δύναμη της θεοποίησης».

“Ο Λόγος έγινε άνθρωπος”, λέει ο άγιος Αθανάσιος, “για να γίνει ο άνθρωπος Θεός. Αυτός που είναι από τη φύση Θεός πήρε την ανθρώπινη υπόσταση μας, ώστε εμείς οι άνθρωποι, με τη χάρη Του, να μπορέσουμε να μοιραστούμε τη θεότητά Του «γινόμενοι κοινωνοί θείας φύσεως» (Β’ Πετρ. α’4). Ο άνθρωπος μεταμορφώνεται δια τής «θείας Χάρητος». Η κατάσταση τής «θείας Χάρητος» είναι η φανέρωση και η κυριαρχία της άφατου αγάπης του θεανθρώπου Ιησού, Αυτού πού «έτι αμαρτωλών όντων ημών υπέρ ημών απέθανεν»” (Ρωμ. 5, 8).

Στην ησυχαστική παράδοση, το μυστήριο της θέωσης λαμβάνει τη μορφή της θέας φωτός, όχι όμως το κτιστό φως που γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις.

Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να γίνει μία σημαντική διευκρίνιση στους όρους “κτιστό” και “άκτιστο”. Στην Ορθοδοξία υπάρχει διάκριση μεταξύ “κτιστού” και “άκτιστου”.

Άκτιστος είναι ο Θεός και οι ενέργειές Του, ενώ κτιστός είναι ο κόσμος. Υπάρχει μία σαφώς διαφορετική οντολογία μεταξύ των δύο, αφού το άκτιστο δεν έχει αρχή, φθορά και τέλος, ενώ το κτιστό έχει συγκεκριμένη αρχή, διακρίνεται για τη φθορά και δεν έχει τέλος, όχι γιατί αυτό οφείλεται στη φύση του, αλλά γιατί έτσι το θέλησε ο Δημιουργός του. Συνεπώς οντολογικά υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ κτιστού και ακτίστου, εντούτοις η άκτιστη ενέργεια, χωρίς να μετατρέπεται σε κτίσμα, εισέρχεται μέσα σε όλα τα κτιστά, οπότε έτσι αποφεύγεται ο αγνωστικισμός και ο πανθεϊσμός.

Για τους ησυχαστές υπάρχει σαφής διάκριση του Νου («πνεύματος» του ανθρώπου) και του Λόγου (διανοίας). O Νους είναι ο «οφθαλμός» της ψυχής και όργανο θεογνωσίας. Σκοπός του ησυχασμού είναι η κάθαρση της καρδίας και του Νου, αντίστοιχα, από τα πάθη και από τους λογισμούς. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται πατερικά «θεραπεία», διότι μέσω αυτής θεραπεύεται ο νους και ανακτά τη φυσική λειτουργία του. Με την έλευση του Αγίου Πνεύματος, που ακολουθεί τη «θεραπεία», ο Νους γίνεται «ναός» του (Α’ Κορ. 6, 19) και ο άνθρωπος μέλος του σώματος του Χριστού (Α’ Κορ. 12, 27• Ρωμ. 8, 9). Το πνευματικό αυτό στάδιο ονομάζεται στην Ορθοδοξία  «φωτισμός» και είναι η προϋπόθεση της θέωσης, του δοξασμού μέσα στην άκτιστη φυσική Χάρη (ενέργεια) της Αγίας Τριάδος. Κατ’ αυτό τον τρόπο:

Οι άγιοι φτάνουν να γίνουν κάτι που ποτέ δεν θα μπορούσε να ανήκει αποκλειστικά στη φυσική δύναμη, αφού η φύση δεν κατέχει καμία ικανότητα που θα ήταν ικανή να αποκτήσει αυτό που ξεπερνάει τη φύση. Κανένα είδος θεοποίησης δεν είναι πραγματικά παράγωγο της φύσης, αφού η φύση δεν μπορεί να κατανοήσει τον Θεό» (Πατρολογία, τόμ. 90, 321 Α).

Πηγή: www.neoastro.gr

Συντάκτης: Στέλιος Νικολαΐδης

Rate it

Σχολιάστε το άρθρο (0)

Αφήστε το σχόλιό σας

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *


[wpens_easy_newsletter firstname="no" lastname="no" button_text="Εγγραφή"]

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

0%