Στέλιος Νικολαΐδης

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ (ΜΕΡΟΣ 2ο)

today19 Ιουλίου, 2014

Background
share close

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο

ΤΟ ΕΠΙΘΕΤΟ
1. Τι είναι τα επίθετα

Επίθετα λέγονται οι τριγενείς κλιτές λέξεις που προσδιορίζουν την ποιότητα ή ιδιότητα των ουσιαστικών, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, όπως π.χ. τα: καλός (μαθητής), κακός (μαθητής), πέτρινο (σπίτι)
_Έχει πέτρινο σπίτι = κυριολεξία (= Έχει σπίτι από/ με πέτρα)
_Έχει πέτρινη καρδιά = μεταφορά (= Έχει καρδιά σαν πέτρα)
Δηλαδή τα επίθετα φανερώνουν ορισμένα χαρακτηριστικά των ουσιαστικών δια των οποίων διακρίνεται από κάποιο άλλο όμοιό του: πέτρινο σπίτι, ξύλινο σπίτι, καλό παιδί, κακό παιδί..

Τα επίθετα από ουσιαστικά αναλύονται:
α) σε εμπρόθετο προσδιορισμό (προθετικό σύνολο) στην κυριολεξία ή με επιρρηματικό προσδιορισμό (επιρρηματικό σύνολο) στην παρομοίωση (μεταφορά).
πέτρινο σπίτι = σπίτι από/ με πέτρα = κυριολεξία
πέτρινη καρδιά = καρδιά σαν την πέρα/ όπως η πέτρα = μεταφορά
σιδερένιος,α,ο = από/ με σίδερο, ετήσιος,α,ο = ανά/ με το έτος,
κρητικός,ή,ό = από Κρήτη, έμπειρος,η.ο = με πείρα ,
άτιμος,η,ο = χωρίς τιμή, τίμιος/ έντιμος = με/ εν τιμή,
ραφτός,ή,ό = με ραφή, άραφτος, η,ο = χωρίς ραφή,
ανατολικός = από ανατολή, δυτικός = από δύση…..
β) Σε εμπρόθετο προσδιορισμό (προθετικό σύνολο) ή γενική προσδιοριστική, όταν έχουμε καταγωγή ή προέλευση: θαλασσινά πουλιά = πουλιά της θάλασσας, κρητικό παιδί/ φρούτο.. = παιδί/ φρούτο … από την Κρήτη

Σημειώνεται ότι:

1) Τα επίθετα πηγαίνουν πάντα μαζί με ένα ουσιαστικό: Ο καλός μαθητής. Η ωραία (μαθήτρια) είναι η Μαρία

2) Τα επίθετα δε στέκονται μόνα τους στο λόγο, εκτός και αν το ουσιαστικό που προσδιορίζουν εννοείται. Στην περίπτωση αυτή λέμε ότι τα επίθετα κατέχουν θέση ουσιαστικού, π.χ.: άρρωστος (άνθρωπος/ μαθητής/..) είναι καλά.

3) Τα επίθετα παίρνουν το γένος του ουσιαστικού που προσδιορίζουν και γ’ αυτό έχουν τρία γένη: μεγάλ-ος κήπ-ος, μεγάλ-η νίκ-η, μεγάλ-ο σίδερ-ο

4) Τα περισσότερα επίθετα είναι τρικατάληκτα: καλ-ός,ή,ό, πέτρ-ινος,η,ο.. Μερικά είναι δικατάληκτα: επιμελ-ής, ής,ές, ευγεν-ής, ής,ές

5) Τα περισσότερα αρχαία τριγενή και δικατάληκτα επίθετα σήμερα έχουν γίνει τριγενή και τρικατάληκτα, όπως τα:
α) σε -ος: άκαρπ-ος,ος,ο > άκαρπος,η,ο. Ομοίως: άμεμπτος,η,ο, διάδοχος,η,ο, ανώριμος,η,ο, άγνωστος,η,ο,….
Όμως: Ιόνιος σχολή. Μαράσλειος Ακαδημία. Μπενάκειος Βιβλιοθήκη
β) σε -αίος: ο η αβέβαιος το αβέβαιον > – αβέβαιος,η,ο, παμπάλαιος,η,ο
γ) σε -φορος: ο η εύφορος, το εύφορο > εύφορος,η,ο, ο η θανατηφόρος, το θανατηφόρον > θανατηφόρος,α,ο, κερδοφόρος, λαχειοφόρος, νικηφόρος..
6) Πολλές φορές ένα ουσιαστικό προσδιορίζεται από δυο ή περισσότερα επίθετα.
περιοριστικά: η γνωστή ναυτιλιακή εταιρεία, η εύφορη θεσσαλική πεδιάδα, η βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική, ο νέος ποινικός κώδικας, η πρώιμη αρχαϊκή Αττική αγγειογραφία,..
προσθετικά: η ναυτιλιακή και εμπορική εταιρεία, η εύφορη και ωραία πεδιάδα, η αρχαϊκή και η νεότερη ελληνική γραφή…

7) Πολλά επίθετα λέγονται και ως ονόματα (ουσιαστικά), αυτούσια ή με μετάθεση του τόνου + άρθρο: αγαθός,ή,ό & Η κ. Αγαθή, λαμπρός,ή,ό > ο Λάμπρος, η Λαμπρή, θερμή > θέρμη, παράγωγος > παραγωγός,…….

2. Είδη επιθέτων

Τα επίθετα διακρίνονται σε πάρα πολλά είδη, κυριότερα των οποίων είναι:

1) αίσθησης
όσφρηση: μυρωδάτος, δύσοσμος, άοσμος,..
γεύση: γλυκός, πικρός, κρασάτος, ξιδάτος..
αφή: λείος, μαλακός, ζεστός, αφράτος, κρύος,..
ακοή: άηχος, ηχηρός, βροντώδης, υπόκωφος, η,ο….
όραση:
χρώμα: άσπρος, κόκκινος, κίτρινος, σκούρος,
μορφή: όμορφος, άσχημος, ωραίος, τρίγωνος..
θέσης: όρθιος, πλάγιος, καθιστός,….,…………….

2) προσδιορισμού:
χρόνου ενέργειας: ετήσιος, ημερήσιος, μηνιαίος, φετινός, σημερινός..
ηλικίας: νέος, γέρος, ανήλικος, υπέργηρος,..
καταγωγής: κρητικός, ελληνικός, ιταλικός, γαλλικός.
διεύθυνσης: ανατολικός, δυτικός, δεξιός, αριστερός,..
πολ/σμού ή συνοχής: απλός, μονός, διπλός, τριπλός…
διάταξης: πρώτος, δεύτερος, τρίτος,…η,ο..
αξίας: φτηνός, ακριβός, προσιτός, πανάκριβος…
διάστασης (όγκος, πλάτος, ύψος, μήκος): πλατύς, φαρδύς, εύσωμος, κοντός, ψηλός.. μικρός, μεγάλος, τεράστιος, άπειρος, μέτριος..
αντοχής: σκληρός, αδύνατος, δυνατός, αδύναμος…
χαρακτήρα-συμπεριφοράς: καλός, κακός, σοβαρός, επιπόλαιος ανάγωγος, άτιμος, άδικος, δίκαιος, σωστός, άγριος, αγενής, ής,ές, ευγενής, ευχάριστος, δυσάρεστος..
ευφυΐας: έξυπνος, πανούργος, ανόητος..
α’ ύλης: πέτρινος, ξύλινος, μάλλινος, πήλινος, γήινος,..
καθεστώτος: δημόσιος, κρατικός, ιδιωτικός………..

3. Κλίση επιθέτων

Τα επίθετα κλίνονται όπως ακριβώς και τα ουσιαστικά που έχουν τις ίδιες καταλήξεις. Μόνο τα επίθετα με αρσενικό σε -υς, -ής (βαθύς – βαθιά, βαθύ θαλασσής – θαλασσιά – θαλασσί) ακολουθούν δική τους κλίση. Τα επίθετα όλα φυλάγουν τον τόνο στη συλλαβή που τονίζεται η ονομαστική τους: πλούσιος, πλούσιου, πλούσιοι, πλούσιων,…. πλούσια.. Μερικά προπαροξύτονα επίθετα σε -ος χρησιμοποιούνται και ως ουσιαστικά. Ως ουσιαστικά τονίζονται στην παραλήγουσα στην γενική του ενικού και στην αιτιατική πληθυντικού, ενώ ως επίθετα κρατούν τον τόνο σε όλες τις πτώσεις στην ίδια συλλαβή: ο άρρωστος (ουσ.), ο κύριος (ουσ.), ο βάρβαρος (ουσ.)… η καρδιά του αρρώστου (ουσ.)….. & το κρεβάτι του άρρωστου παιδιού, τους άρρωστους στρατιώτες, οι επιδομές των βαρβάρων….. (= επίθετα)

1) Επίθετα σε -ος,η,ο & -oς,α,ο

ενικός αριθμός
ονομαστική ο καλός ωραίος η καλή ωραία το καλό ωραίο
γενική του καλού ωραίου της καλής ωραίας του καλού ωραίο
αιτιατική τον καλό ωραίο την καλή ωραία το καλό ωραίο
κλητική καλέ ωραίε καλή ωραία καλό ωραίο
πληθυντικός αριθμός
ονομαστ. οι καλοί ωραίοι οι καλές ωραίες τα καλά ωραία
γενική των καλών ωραίων των καλών ωραίων των καλών ωραίων
αιτιατική τους καλούς ωραίους τις καλές ωραίες τα καλά ωραία
κλητική καλοί ωραίοι καλές ωραίες καλά ωραία

Κατά το καλ-ός,ή,ό κλίνονται, τα: δίκαιος, κερδοφόρος κακός, πλούσιος πονηρός, έμπειρος, παράγωγος, άκαρπος, άμεπτος, σταρένιος, τιποτένιος… Κατά το ωραί-ος,α,ο κλίνονται, τα: αθώος, αρχαίος, αστείος, κρύος, νέος…. γκρίζος, πλούσιος, καινούργιος..

2) Επίθετα σε -ός,ιά,ό

ενικός αριθμός
ονομαστική ο γλυκός η γλυκιά το γλυκό
γενική του γλυκού της γλυκιά του γλυκού
αιτιατική το(ν) γλυκός τη(ν) γλυκιά το γλυκό
κλητική γλυκέ γλυκιά γλυκό

πληθυντικός αριθμός
ονομαστική οι γλυκοί οι γλυκ(ι)ές τα γλυκά
γενική των γλυκών των γλυκ(ι)ών των γλυκών
αιτιατική τους γλυκούς τις γλυκ(ι)ές τα γλυκά
κλητική γλυκοί γλυκ(ι)ές γλυκά

Όμοια κλίνονται τα: γνωστικός, θηλυκός, κακός, κρητικός, μαλακός, φτωχός, φρέσκος, ξανθός…

3) Επίθετα σε -ύς,ιά,ί & -ής,ιά,ί

ενικός αριθμός
ονομαστική ο βαθύς η βαθιά το βαθύ
γενική του (βαθύ) της βαθιάς του (βαθιού)
αιτιατική το(ν) βαθύ τη(ν) βαθιά το βαθύ
κλητική βαθύ βαθιά βαθύ

πληθυντικός αριθμός
ονομαστική οι βαθιοί οι βαθιές τα βαθιά
γενική των βαθιών των βαθιών των βαθιών
αιτιατική τους βαθιούς τις βαθιές τα βαθιά
κλητική βαθιοί βαθιές βαθιά

ενικός αριθμός
ονομαστική ο σταχτής η σταχτιά το σταχτί
γενική του σταχτή της σταχτιάς του σταχτιού
αιτιατική το(ν) σταχτή τη(ν) σταχτιά το σταχτί
κλητική σταχτή σταχτιά σταχτί

πληθυντικός αριθμός
ονομαστική οι σταχτιοί οι σταχτιές τα σταχτιά
γενική των σταχτιών των σταχτιών των σταχτιών
αιτιατική τους σταχτιούς τις σταχτιές τα σταχτιά
κλητική σταχτιοί σταχτιές σταχτιά

Κατά το σταχτής κλίνονται, τα επίθετα που δηλώνουν χρώμα: βυσσινής,, θαλασσής, κανελής, καφετής, χρυσαφής.. Κατά το βαθύς κλίνονται τα: αδρύς (ή αδρός), ελαφρύς (ή ελαφρός) αψύς, βαρύς, δασύς, μακρύς, παχύς, πλατύς, τραχύς.. Το υ της κατάληξης των αρσενικών και των ουδετέρων, καθώς και το η των αρσενικών διατηρείται μόνο στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική του ενικού, στις άλλες πτώσεις γράφεται με ι: βαθύς, βαθύ – βαθιού, βαθιά, βαθιών.. σταχτή – σταχτιού, σταχτιοί, σταχτιών..

4) Επίθετα σε -ης,α,ικο

ενικός αριθμός
ονομαστική ο ζηλιάρης η ζηλιάρα το ζηλιάρικο
γενική του ζηλιάρη της ζηλιάρας του ζηλιάρικου
αιτιατική το(ν) ζηλιάρη τη(ν) ζηλιάρα το ζηλιάρικο
κλητική ζηλιάρη ζηλιάρα ζηλιάρικο

πληθυντικός αριθμός
ονομαστική οι ζηλιάρηδες οι ζηλιάρες τα ζηλιάρικα
γενική των ζηλιάρηδων – των ζηλιάρικων
αιτιατική τους ζηλιάρηδες τις ζηλιάρες τα ζηλιάρικα
κλητική ζηλιάρηδες ζηλιάρες ζηλιάρικα

Όμοια κλίνονται τα: ακαμάτης, κατσούφης και τα:

α) Tα παράγωγα σε -άρης, -ιάρης: ερωτιάρης, πεισματάρης, αρρωστιάρης, γκρινιάρης, ζημιάρης..

β) Τα επίθετα με β ‘ συνθετικό το λαιμός, μαλλί, μάτι, μύτη, πόδι, φρύδι, χείλι, χέρι: μακρολαίμης, σγουρομάλλης, ανοιχτομάτης, ψηλομύτης, στραβοπόδης, απλοχέρης κ.α.

Τα υποκοριστικά σε -ουλης σχηματίζουν συχνά ουδέτερο και σε -ούλι: μικρούλης – μικρούλι, φτωχούλης – φτωχούλ…. Κάποτε τα θηλυκά παίρνουν και την κατάληξη -ούσα ή -ού: ξανθομάλλης – ξανθομαλλούσα & ξανθομαλλού, μαυρομάτης – μαυροματούσα & μαυρομάτα & μαυροματού.. Μερικά ανισοσύλλαβα επίθετα σχηματίζονται σε -ας,ού,-άδικο: υπναράς – υπναρού – υπναράδικο

ΑΝΩΜΑΛΑ ΕΠΙΘΕΤΑ

α) Τα επίθετα (τριγενή & δικατάληκτα) σε -ης,ης,ες

ενικός αριθμός
ονομαστική ο η συνεχής το συνεχές
γενική (του της συνεχ-ή/ούς) του συνεχούς)
αιτιατική το(ν) τη(ν) συνεχή το συνεχές
κλητική συνεχή(ς) συνεχές

πληθυντικός αριθμός
ονομαστική οι οι συνεχείς τα συνεχή
γενική των των συνεχών των συνεχών
αιτιατική τους τις συνεχείς τα συνεχή
κλητική συνεχείς συνεχή

Όμοια κλίνονται, τα: αμαθής, διαρκής, επιεικής, ακριβής, διεθνής, ελώδης, συγγενής, ατυχής, δυστυχής…. Τα παροξύτονα τονίζονται και αυτά στην γεν. πληθυντικού στην λήγουσα: ο ελώδης – των ελωδών. Τα επίθετα συγγενής, ευγενής, όταν χρησιμοποιούνται ως ουσιαστικά (στο αρσενικό γένος), σχηματίζουν την γενική: του συγγενή, του ευγενή

β) Το επίθετο: ο πολύς, η πολλή, το πολύ

ενικός αριθμός
ονομαστική ο πολύς η πολλή το πολύ
γενική του — της πολλής του —
αιτιατική τον πολύ την πολλή το πολύ
κλητική — — —

πληθυντικός αριθμός
ονομαστική οι πολλοί, οι πολλές τα πολλά
γενική των πολλών των πολλών των πολλών
αιτιατική τους πολλούς τις πολλές, τα πολλά
κλητική (πολλοί) (πολλές) (πολλά)

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο

Η ΜΕΤΟΧΗ
1. Τι είναι οι μετοχές

Μετοχές λέγονται οι τριγενείς κλιτές λέξεις που παράγονται από ρήματα και φανερώνουν κάτι ή κάποιον που ενεργεί ή παθαίνει ή βρίσκεται σε μια κατάσταση, όπως π.χ. οι λέξεις: κρατώ – κρατούμαι > κρατ-ημένος,η,ο, κρατ-ούμενος,η,ο, κρατ-ών,ούσα,όν..
Οι μετοχές συνήθως ισοδυναμούν:
α) με αναφορική πράξη ή με ρηματικό ουσιαστικό, πρβλ π.χ.: γράφ-ων,ουσα,ον = αυτός,ή,ό που γράφει, ο γραφέας, γραφ-όμενος,η,ο = αυτός,ή,ό που γράφεται, γραμ-μένος,η,ο = αυτός,ή,ό που έχει γραφεί (ήδη)
β) με εμπρόθετο ουσιαστικό (προθετικό σύνολο), πρβλ π.χ.: Ήρθε εκνευρισμένος = με εκνευρισμό, Ήρθε κλαίγοντας/ γελώντας.. = με κλάματα/ γέλια..

2. Είδη μετοχών

Ενεργητικές μετοχές λέγονται αυτές που παράγονται από την ενεργητική φωνή των ρημάτων. Σχηματίζονται από το θέμα του ενεστώτα και τις καταλήξεις:
α’ συζυγία -ων,ουσα,ον: λέγω > λέγ-ων,ουσα,ον = αυτός,ή,ό που λέει τώρα.
β’ συζυγία -ών,ούσα,ο(ύ)ν: κρατώ > κρατών,ούσα,ο(ύ)ν = αυτός,ή,ό που κρατεί τώρα
Σήμερα δεν πολυχρησιμοποιούνται. Αντί αυτών χρησιμοποιούμε αναφορική φράση (o oμιλών = αυτός που μιλεί) ή αντίστοιχο ρηματικό ουσιαστικό (ο ομιλών > ο ομιλητής). Σώζονται μόνο όσες έχουν ουσιαστικοποιηθεί: ο ενάγων > ο ενάγοντας, η ενάγουσα. Ομοίως: ο άρχοντας, το μέλλον, η καθαρεύουσα, οι επιλαχόντες, η επιλαχούσα, το παρελθόν, το παρόν..

Παθητικές μετοχές λέγονται αυτές που παράγονται από την παθητική φωνή των ρημάτων, χρόνου ενεστώτα ή παρακειμένου. Σχηματίζονται με τις καταλήξεις:
Ι. Μετοχές χρόνου ενεστώτα:
α’ συζυγία -όμενος,η,ο: λογίζ-ομαι > λογιζ-όμενος,η,ο λέγ-ομαι > λεγ-όμενος, πορευόμενος, αναγκαζόμενος ανερχόμενος, αναφερόμενος …. γραφ-όμενος,όμενη,όμενο = αυτός,ή,ό που γράφεται, ο λογιζόμενος (χρόνος), η λογιζόμενη φθορά, το λογιζόμενο ποσό,…
β’ συζυγία: -ούμενος ή -ώμενος,η,ο (συνηρημένες): δηλώνομαι > δηλ-ούμενος, ποιούμαι > ποιούμενος, ποθούμενος, αρνούμενος,….. τιμούμαι (τιμάομαι) > τιμαόμενος > τιμούμενος ή τιμώμενος = αυτός που τιμάται. Ομοίως: περισπώμενος ή περισπούμενος,
_Ο κρατούμενος (στρατιώτης), το κρατούμενο (ποσό), η κρατούμενη (γυναίκα),…

ΙΙ. Μετοχές χρόνου παρακειμένου
α’ συζυγίας -μένος,η,ο: λογισμένος, γρα(φ)-μένος > γραμμένος,η,ο. ανοιγμένος, ζαλισμένος, βλαμμένος,… Ο γραμμένος (μαθητής) = αυτός που έχει γραφεί.
β’ συζυγία -ημένος,η,ο: τιμημένος, αγαπημένος, η,ο….. Ο τιμημένος άνθρωπος. = αυτός που έχει τιμηθεί. Το αγαπημένο μου τραγούδι.

Σημειώνεται ότι:

1. Οι κλιτές μετοχές έχουν γένος, αριθμό και πτώση, όπως τα πτωτικά, αλλά και φωνή, διάθεση και χρόνο, όπως τα ρήματα, απ’ όπου παράγονται ( ο λόγος που καλούνται έτσι, δηλ. μετοχές = μετέχουν στην φύση ρήματος και πτωτικού).
κρατ-ούμενος,η,ο, κρατούμεν-ου,οι… = πτώσεις μετοχής σε χρόνο ενεστώτα = αυτός που κρατείται τώρα & κρατ-ημένος,η,ο, κρατημέν-ου,ων….. = πτώσεις μετοχής σε χρόνο παρακείμενο = αυτός που έχει κρατηθεί.
γράφω > γράφ-ων,ουσα,ον = αυτός που ενεργεί (γράφει) τώρα & γράφομαι > γραφ-όμενος,η,ο = αυτός που παθαίνει(γράφεται) τώρα & γρα(φ)μμένος,η,ο = αυτός που έπαθε/ γράφτηκε πριν.

2. Οι μετοχές παρακειμένου των συμφωνοαρκτικών ρημάτων στην αρχαία ελληνική σχηματίζονται με αναδιπλασιασμό (= επανάληψη του αρκτικού συμφώνου με ένα -ε), κάτι που αποβάλλουν σήμερα.
(κε)κομμένος, δια(κε)κομμένος,η,ο, (βε)βλημμένος, κατα(βε)βλημμένος,η,ο
(γε)γραμμένος, δια(γε)γραμμένος,η,ο, (λε)λυμένος, δια(λε)λυμένος,η,ο
Διατηρείται μόνο σε φράσεις με την έννοια του “υπέρ, πολλές φορές, πάρα πολύ κ.τ.λ.” : τεθωρακισμένο όχημα = το «υπερθωρακισμένο» όχημα.
Ομοίως: σεσημασμένος κλέφτης, διακεκομμένη υπηρεσία, βεβαρημένο παρελθόν, συντετμημένος λόγος, συγκεκριμένος,η,ο, πεπειραμένος οδηγός, τεταμένα νεύρα..
Όμως και: τα δεδομένα, εκτεθειμένος,η,ο, εκτεταμένος,η,ο, ταγμένος & συντεταγμένος,η,ο …

Επιθετικές, κατηγορηματικές & επιρρηματικές μετοχές

Οι μετοχές άλλοτε λέγονται μόνες τους στο λόγο ως κατηγορούμενο, άλλοτε πριν από τα ουσιαστικά, όπως τα επίθετα, για να τα χαρακτηρίσουν σε ενέργεια, πάθηση ή κατάσταση και άλλοτε μετά από τα ρήματα, ως τα επιρρήματα, για να τα χαρακτηρίσουν σε τρόπο, χρόνο, αιτία ή σκοπό. Ειδικότερα:

1) Οι παθητικές μετοχές λέγονται ως κατηγορούμενο ή επιθετικά: Ο ουρανός είναι συννεφιασμένος. Ο συννεφιασμένος ουρανός δε μου αρέσει.

2) Οι ενεργητικές μετοχές:

α) σώζονται επιθετικά μόνο σε φράσεις: το φλέγον ζήτημα, τα επείγοντα περιστατικά, επείγουσα ανάγκη, τρέχοντα έξοδα, διάττοντες αστέρες,…

β) λέγονται επιρρηματικά με την άκλιτη κατάληξη -οντας/ώντα:
Απαντώντας στο έγγραφό σας (για να απαντήσω..) = σκοπό. Πήγα θέλοντας να το δω (γιατί ήθελα να..) = αιτία. Πήγα ξημερώνοντας Χριστούγεννα (όταν ξημέρωνε..) = χρόνο. Μπήκε γελώντας και κλαίγοντας (με γέλια και κλάματα) = τρόπος

Συνημμένη μετοχή λέγεται αυτή που έχει υποκείμενο ίδιο με το υποκείμενο του όρου ρήματος της πρότασης: Η Μαρία έλεγε παραμύθια πλέκοντας
Απόλυτη μετοχή λέγεται αυτή που έχει υποκείμενοι διαφορετικό από αυτό του ρήματος: Ήλθαν (αυτοί) βγαίνοντας ο ήλιος. Κουράστηκαν (αυτοί) βγαίνοντας (αυτοί) την ανηφόρα (= συνημμένη).

Κλίση μετοχών

Οι κλιτές μετοχές κλίνονται, όπως ακριβώς και με τα επίθετα, που έχουν τις ίδιες καταλήξεις. Διατηρούν τον τόνο στην ίδια συλλαβή σε όλες τις πτώσεις.
αρσενικό γένος
ενικός : μαγεμένος, μαγεμένου, μαγεμένο, μαγεμένε
πληθυντικός: μαγεμένοι, μαγεμένων, μαγεμένους, μαγεμένοι
θηλυκό γένος
ενικός: μαγεμένη, μαγεμένης … κ.τ.λ.

 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο

Η ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ

 

1. Τι είναι οι αντωνυμίες

Αντωνυμίες λέγονται οι κλιτές λέξεις που τις χρησιμοποιούμε στο λόγο αντί των ονομάτων (απ’ όπου και αντωνυμίες = αντί + ονόματα) των προσώπων του λόγου είτε για να μην τα επαναλαμβάνουμε και να αποφεύγονται έτσι οι μακροσκελείς λεξικά προτάσεις είτε γιατί δεν τα γνωρίζουμε, όπως π.χ. οι εξής λέξεις: εγώ, εσύ, αυτός,ή,ό, άλλος,η,…

_«Εγώ πήγα εκδρομή.Αντί: «Ο Μάκης Κρασανάκης πήγε εκδρομή».

Σημειώνεται ότι:

1) Οι αντωνυμίες έχουν πρόσωπο και πτώση. Το πρόσωπό τους υποδείχνει το τι πρόσωπο του λόγου είναι το σημαινόμενο, δηλ. αν είναι ο ομιλητής ή ο ακροατής ή τρίτος. Η πτώση τους υποδείχνει το τι συντακτικός όρος (υποκείμενο, κτήτορας ή αντικείμενο κ.τ.λ.) χρησιμοποιούνται σε μια πρόταση, π.χ.: Εγώ (= ομιλητής = υποκ.) κτύπησα αυτόν (= τρίτος = αντικ.).

2) Οι αντωνυμίες α’ και β’ προσώπου είναι κοινού γένους, δηλ. λέξεις και για τα τρία γένη (το γένος που υπονοούν το διαπιστώνει προσωπικά ο ακροατής). Οι αντωνυμίες γ’ προσώπου είναι λέξεις τριγενείς, επειδή φανερώνουν πρόσωπο λόγου που είναι απών στην συζήτηση, άρα πρέπει να δηλωθεί το γένος του: εγώ (= ο Μάκης/ η Μαρία..), αυτός (= ο Γιάννης/ ο Νίκος..), αυτή (= η Μαρία/ η Γιάννα..), αυτό (= το παιδί/ το κουτί..)

3) Oι αντωνυμίες γ’ προσώπου στην κλίση διατηρούν το -ν στην αιτιατική ενικού στον προφορικό και γραπτό λόγο, για να διακρίνεται το γένος τους: αυτόν, εκείνον, όποιον,.. & αυτό, εκείνο, όποιο,… εκείνοι, αυτοί, άλλοι… & εκείνην, αυτήν, άλλην..

4) Οι λέξεις “με/σε” είναι και αντωνυμίες και προθέσεις, όμως οι αντωνυμίες συντάσσονται με ρήμα και οι προθέσεις με όνομα: με (το) ξίφος/ ασπίδα/ μαχαίρι…. = πρόθεση. με θέλει/φωνάζει/καλεί/ποθεί…. = αντωνυμία, φώναξέ με, κάλεσέ με… = αντωνυμία Με φώναξε. = (Ο Γιάννης) φώναξε (ε)μέ(να). Σε θέλει. = (Ο Γιάννης) θέλει (ε)σε(να).

5) Οι προσωπικές αντωνυμίες (εγώ, εσύ, αυτός,ή,ό), οι κτητικές (μου, σου, του) και οι αόριστες (κάποιος,α,ο, άλλος,η,ο…….) δε συντάσσονται με άρθρο: Εσύ να βγεις έξω. Εγώ δηλώνω… Πήγε άλλος. Μερικοί θέλουν…
Όταν συντάσσονται με άρθρο ουσιαστικοποιούνται – οριστικοποιούνται: κάποιος > ο κάποιος, εγώ > το εγώ, άλλος & ο άλλος

2. Είδη αντωνυμιών

1) Οι π ρ ο σ ω π ι κ έ ς

Προσωπικές αντωνυμίες λέγονται αυτές που συντάσσονται με τα ρήματα, για να φανερώσουμε το πρόσωπο του λόγου (= ο ομιλητής, ο ακροατής και συζητούμενος,η,ο) που γίνεται λόγος ως υποκείμενό ή αντικείμενο, οι λέξεις: εγώ, εσύ, αυτός,ή,ό.
_Πήγα εγώ (ενν.. ο ομιλητής = υποκείμενο), Πήγες εσύ (ενν.. ο ακροατής = υποκείμενο ). Πήγε αυτός,ή,ό (ενν. ο συζητούμενος = υποκείμενο). (Εσύ = υποκείμενο) φώναξε εμένα (= αντικ.) > Φώναξέ με..

Κλίση προσωπικών αντωνυμιών

Ενικός
αριθμός

Α΄ πρόσωπο
Β΄ πρόσωπο
Ονομ.
εγώ
εσύ
Γεν.
εμένα ή μου
εσένα ή σου
Αιτ.
εμένα ή με
εσένα ή σε
Κλητ.

εσύ

Πληθυντικός
αριθμός
Ονομ.
εμείς
εσείς
Γεν.
εμάς ή μας
εσάς ή σας
Αιτ.
εμάς ή μας
εσάς η σας
Κλητ.

εσείς

 

Ενικός αριθμός

 

Γ΄ πρόσωπο

Ονομ.
αυτός ή τος
αυτή ή τη
αυτό ή το
Γεν.
αυτού ή του
αυτής ή της
αυτού ή του
Αιτ.
αυτόν ή τον
αυτή(ν) ή τη(ν)
αυτό ή το
Κλητ.



Πληθυντικός αριθμός

Ονομ.
αυτοί ή τοι
αυτές ή τες
αυτά ή τα
Γεν.
αυτών ή τους
αυτών ή τους
αυτών ή τους
Αιτ.
αυτούς ή τους
αυτές ή τις
αυτά ή τα
Κλητ.


Δεν πρέπει να μπερδεύουμε τους αδύνατους τύπους των προσωπικών αντωνυμιών του τρίτου προσώπου (τη, της, τη(ν), τις, τους, του, τα κλπ) με τα άρθρα.
Τα άρθρα συνοδεύουν ονόματα (ουσιαστικά ή επίθετα) τον ορειβάτη, τη ζωή, το μήλο
Οι αντωνυμίες συνοδεύουν ρήματα Της μίλησα. Πες του κάτι. Τους μίλησε χθες.
2) Οι κ τ η τ ι κ έ ς

Κτητικές αντωνυμίες λέγονται αυτές που φανερώνουν σε ποιο από τα πρόσωπα του λόγου (ομιλητή, ακροατή, τρίτο) ανήκει αυτό για το οποίο γίνεται λόγος από τον ομιλητή. Αυτές που τις χρησιμοποιούμε αντί του ονόματος του κτήτορα, οι εξής λέξεις:
α’ πρόσωπο β’ πρόσωπο γ’ πρόσωπο
ενικός αριθμός: μου σου του, της, του
πληθ. αριθμός : μας σας τους,

Όταν θέλουμε να τονίσουμε (να δώσουμε έμφαση) την κτητικότητα, προτάσσουμε την λέξη “δικ-ός,ή,ό (μου/ σου/ του )”:
α’ πρόσωπο ενικός: δικός μου, δική μου, δικό μου
πληθυντικός: δικός μας, δική μας, δικό μας
β’ πρόσωπο ενικός: δικός σου, δική σου, δικό σου
πληθυντικός: δικός σας, δική σας, δικό σας
γ’ πρόσωπο ενικός: δικός του (της), δική του (της), δικό του(της)
πληθυντικός: δικός τους, δική τους, δικό τους

_Ο δικός μου αδελφός ( αντί : ο αδελφός μου).
_Των δικών μου φίλων ( αντί: των φίλων μου).
_Τα δικά σου βιβλία ( αντί : τα βιβλία σου).

Οι κτητικές αντωνυμίες: μου, σου, του… στην πραγματικότητα είναι οι πλάγιες πτώσεις των αδύνατων τύπων των προσωπικών αντωνυμιών, καθώς και οι πλάγιοι τύποι του άρθρου, πρβλ: Είναι αδελφός μου /σου. = Είναι αδελφός εμένα/ εσένα. Είναι αδελφός του. = Είναι αδελφός του (Μανώλη). Είδα την αδελφή της. = Είδα την αδελφή της (Μαρίας)

3) Οι α υ τ ο π α θ ε ί ς

Αυτοπαθείς αντωνυμίες λέγονται αυτές που φανερώνουν ότι το αυτό πρόσωπο ενεργεί και συγχρόνως δέχεται την ενέργεια, η λέξη “ο εαυτός μου,σου,του”, που λέγεται συνήθως μόνο στις πλάγιες πτώσεις:
_Φροντίζω τον εαυτόν μου. (αντί: φροντίζομαι)
_Ο εαυτός μου φταίει (αντί: φταίω από μόνος μου)

Κλίση αυτοπαθών αντωνυμιών
α’ προσώπου
ενικός αριθμός πληθυντικός αριθμός
γενική του εαυτού μου του εαυτού μας & των εαυτών μας
αιτιατική τον εαυτόν μου τον εαυτό μας & τους εαυτούς μας

β’ προσώπου
γενική του εαυτού σου του εαυτού σας & των εαυτών σας
αιτιατική τον εαυτόν σου τον εαυτόν σας & τους εαυτούς σας

γ’ προσώπου
γενική του εαυτού του/της του εαυτού τους/των & των εαυτών τους
αιτιατ. τον εαυτόν του/της τον εαυτόν τους/των & τους εαυτούς τους/των

4) Οι ο ρ ι σ τ ι κ έ ς

Οριστικές αντωνυμίες λέγονται αυτές που λαμβάνονται στο λόγο, όταν θέλουμε να κάνουμε έμφαση ή αντιδιαστολή σε κάποιο πρόσωπο λόγου, οι εξής λέξεις:

α) ο,η,το ίδιος,α,ο: Ήρθε ο ίδιος ο πατέρας του. Πάει η ίδια (η Νίκη).
αντί απλά:Ήρθε ο πατέρας του. Πάει η Νίκη.

β) ο,η,το μόνος,η,ο: Είναι η μόνη καλή γυναίκα.

Λέγεται και με την γενική των αδυνάτων τύπων: μου, σου, του, της ή του, μας, σας, τους… : Κάνει τις δουλειές του μόνος του. Κάνε το από μόνη σου. Πήγε μόνητης. Πήγαν μόνοι τους.

5) Οι δ ε ι κ τ ι κ έ ς

Δεικτικές αντωνυμίες λέγονται αυτές που τις χρησιμοποιούμε, όταν δείχνουμε, οι εξής λέξεις:

α) για πρόσωπο: αυτός,ή,ό, εκείνος,η,ο, ετούτος,η,ο: Αυτός ο κύριος είναι φίλος μου. Εκείνο το βουνό λέγεται Αφέντης.
Ετούτο το βιβλίο είναι δικό μου.

β) για ποσότητα – μέγεθος ή ποιότητα: τόσος,η,ο, τέτοιος,α,ο: Τέτοιος ήσουν τέτοιος έμεινες. Πέρασαν τόσα χρόνια από τότε. Τόσο μεγάλο θέλω. Τέτοιο (σχήμα/ εργαλείο..) θέλω.

6) Οι ε ρ ω τ η μ α τ ι κ έ ς

Ερωτηματικές αντωνυμίες λέγονται αυτές που τις μεταχειριζόμαστε, όταν ρωτούμε, δηλ. αυτές με τις οποίες εισάγουμε μια ερώτηση, οι εξής λέξεις:

α) για πρόσωπο λόγου: το άκλιτο τι και η κλιτή ποιος,α,ο
_Ποιος θα πάει εκδρομή; Ποιοι έρχονται; Ποιον θα καλέσουμε; Ποιαν πήρες; Ποιον μήνα; Ποιο ποσό; Τι θα κάνουμε; Τι παιδιά ήσαν;
Στην γενική (όταν ρωτούμαι για κτήτορα) λέμε ποιανού,ής αντί ποιου,ας ή κάνουμε ερώτηση με το «τίνος» (από την αρχαία «τις, τίνος»): Τίνος είναι το βιβλίο; Ποιανού/ Ποιανής είναι το βιβλίο. Τίνος είναι το βιβλίο; Ποι(αν)ού είναι το βιβλίο; Ποιά(νή)ς είναι το φόρεμα.

β) για ποσό: πόσος,η,ο: Πόσοι μήνες έμειναν; Πόσες μέρες έμειναν; Πόσο καιρό;

Τα αντίστοιχα ερωτηματικά επιρρήματα είναι τα εξής: “πού, πώς, πότε, γιατί, πόσο”. Λέγονται έτσι, επειδή ρωτούν για: τόπο, τρόπο, χρόνο, αιτία και ποσόρήματος και όχι για πρόσωπο λόγου, πρβλ: Πώς/ πόσο/ πότε/ πού/ γιατί πήγες;
Τα ερωτηματικά «πώς, πού» παίρνουν τονικό σημάδι, για να διακρίνονται από τους ομόηχους συνδέσμους «που, πως», καθώς και από το αναφορικό «που» = ο,η,το οποίος,α,ο».
Είπε πως/ ότι θα φύγουμε = επαναλαμβανόμενος λόγος = τα λόγια που είπε πριν άλλος. Πώς θα πάμε = ερώτηση. Πού θα πάμε = ερώτηση. Έμαθα που/ ότι ήσουν άρρωστος. Θα πάω που να σκάσεις (και αν θα..).Ο άνθρωπος που σου έλεγα (για τον οποίον…)

7) Οι α ν α φ ο ρ ι κ έ ς

Αναφορικές αντωνυμίες λέγονται αυτές που τις χρησιμοποιούμε, όταν κάνουμε αναφορά, δηλ. όταν μια ολόκληρη πρόταση αναφέρεται σε κάποια λέξη (Δε συνάντησα το φίλο, το οποίον μου είπες χθες), οι εξής λέξεις:

Ι. Κλιτές
α) για πρόσωπο: όποιος,α,ο, οποιοσδήποτε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε
Όποιος θέλει ας έρθει. Βάλε όποιον δίσκο σου αρέσει. Οποιαδήποτε και να είναι η γνώμη σου δε με αφορά.
β) για ποσό: όσος,η,ο, οσοσδήποτε, οσηδήποτε, οσοδήποτε
Οσοιδήποτε να είναι δεν τους θέλω. Πήγαν όσοι μπόρεσαν. Οσοιδήποτε μπορούν να πάνε.

ΙΙ. Άκλιτες:. ό,τι, οτιδήποτε, που = ο,η,το οποίος,α,ο
Οτιδήποτε πεις το σημειώνω. Έφαγαν ό,τι βρήκαν … Ο άνθρωπος ο οποίος (που) είδα. Οι μέρες που πέρασαν.

Η αναφορική αντωνυμία “ό,τι” ( = κάθε τι, εκείνο που) γράφεται με υποδιαστολή, για να ξεχωρίζει από τον ειδικό (πλάγιου και επαναλαμβανόμενου λόγου) σύνδεσμο”ότι = πως” Πάρε ό,τι μπορείς. ενώ: Είπε ότι/ πως θα έρθει. Οι ερωτηματικές αντωνυμίες και επιρρήματα τρέπονται σε αναφορικές αντωνυμίες και επιρρήματα με την πρόταξη του ο-: ποιος > όποιος, τι; > ό,τι, πότε; > όποτε, πώς; > όπως, που; > όπου, ποιανού > οποιανού

8) Οι α ό ρ ι σ τ ε ς

Αόριστες αντωνυμίες λέγονται αυτές που τις χρησιμοποιούμε, όταν μιλούμε αόριστα, δηλ. για κάποιο ή κάτι που δεν το ξέρουμε ή που δε θέλουμε να το ονομάσουμε (μαρτυρήσουμε), οι εξής λέξεις:

Ι. Κλιτές
κάποιος,α,ο: Ήλθε κάποιος. Θέλω κάποια άλλη. Πάρε κάποιο άλλο.
κάμποσος,η,ο: Θέλω κάμποση ώρα. Πήρε κάμποσους στρατιώτες
ένας, μία ή μια, ένα: θέλω έναν μηχανικό. Είδα μια γυναίκα.
κανένας (κανείς), καμιά ή καμία, κανένα: Δεν ήταν κανείς.
καθένας, καθεμιά, καθένα: Με τον καθένα πάει. Πάρε τον καθένα χωριστά.
άλλος,η,ο (άναρθρη): Άλλος ήταν. Άλλος σπάει και άλλος πληρώνει.
μερικοί,ές,ά (μόνο στον πληθυντικό): Μερικοί τον είδαν. Μερικές γυναίκες.

ΙΙ. Άκλιτες (ο,η,το ) τάδε (την λέμε όταν δε θέλουμε να πούμε το όνομα κάποιου): Ήρθε ο τάδε, η τάδε, το τάδε κάτι, κατιτί, κάθε, καθετί, τίποτε/ τίποτα: Κάτι κάναμε. Κάτι θα του συνέβηκε. Ήταν κάτι βουνά! Ξέρω καθετί. Θ’ ακούσω καθετί που θα μου πεις. Κάνε κάτι/ τίποτα. Καλά, τίποτα δεν πρόσεξες; Πες τίποτα.

Οι αντωνυμίες «ένας, μια, ένα, κανένας (κανείς), καμιά, κανένα» έχουν δυο σημασίες: Του “κάποιος,α,ο” όταν η φράση δεν έχει άρνηση: Αν με ζητήσει κανείς πες ότι λείπω. Αν δεις κανένα ή καμιά να έρχεται, σφύρα μου. Μου έλεγε ένας. Του “μηδέν”, όταν η φράση είναι αρνητική: Δεν το είδε κανείς. Δεν πήρα ένα.
Τα αντίστοιχα αόριστα επιρρήματα είναι: χρόνου: κάποτε, άλλοτε, ποτέ: Πήγα κάποτε/ άλλοτε. Ποτέ δεν πήγα. τόπου: κάπου, αλλού, πουθενά: Πήγα κάπου. Πουθενά δεν είναι.
ποσού: ποσώς, κάμποσο : Ποσώς μ’ ενδιαφέρει. Έφερα κάμποσο.τρόπου: κάπως, αλλιώς: Πήγαμε κάπως καλά. Πήγα αλλιώς

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο

ΤΟ ΡΗΜΑ

 

1. Έννοια και υποκείμενο ρήματος

Ρήματα λέγονται οι κλιτές λέξεις που φανερώνουν ενέργεια, πάθηση ή κατάσταση ενός των προσώπων του λόγου ( = ο ομιλητής, ο ακροατής ή ο συζητούμενός τους), όπως π.χ. οι λέξεις-ρήματα: λύνω, λύνομαι, αγαπώ – αγαπιέμαι, δένω – δένομαι, διψώ….
λύνω (= το τι κάνω εγώ, ο ομιλητής),
λύνεις (το τι κάνεις εσύ, ο ακροατής)…
λύνομαι (το τι παθαίνω εγώ, ο ομιλητής),
λύνεσαι (το τι παθαίνεις εσύ, ο ακροατής)…

Υποκείμενο ρήματος λέγεται το συγκεκριμένο από τα πρόσωπα του λόγου που φανερώνει η κατάληξη του ρήματος ότι ενεργεί ή παθαίνει ή βρίσκεται στην κατάσταση που φανερώνεται από το θέμα του ρήματος.
_Ο Νίκος/η Μαρία/ο Γεωργιάδης.. (= υποκείμενο) λύνει την άσκηση.
_(Εγώ) λύνω την άσκηση.
_(Εγώ) λύνομαι από το Μανώλη.
λύν-ω – λύν-ομαι (ενν. εγώ, ο ομιλητής = υποκείμενο = αυτός που ενεργεί /παθαίνει)
λύν-εις – λύν-εσαι (ενν. εσύ, ο ακροατής = υποκείμενο = αυτός που ενεργεί/ παθαίνει)
λύν-ει – λύνεται (ενν. αυτός,ή,ό, = ο τρίτος = υποκείμενο)
( Περισ. βλέπε “Συντακτικό Ελληνικής Γλώσσας”, Α. Κρασανάκη)
2. Συστατικά μέρη ρήματος

Το θέμα
Θέμα ρήματος λέγονται οι αρχικοί του φθόγγοι, αυτοί που μένουν αμετάβλητοι στην κλίση και φανερώνουν την ρηματική του έννοια: λύν-ω,εις.. (θέμα «λυν-» )
Τα θέματα του ρήματος είναι δυο, το ενεστωτικό και το αοριστικό (το του ενεργητικού & του παθητικού αορίστου): πληρών-ω (θέμα πληρών-) -πλήρωσ-α (θέμα πλήρωσ-) – πληρώθ-ηκα (θέμα πληρώθ-). Τα διαφορετικά αυτά θέματα προκύπτουν λόγω των φθογγικών παθών: πληρών-ω – πλήρων-σα > πλήρωσα,… ενώ: δύ-ω, λύω & λύ(ν)-ω, έδυ-σα, έλυσα..

Χαρακτήρας λέγεται ο τελευταίος φθόγγος του θέματος: λύν-ω (-ν- = χαρακτήρας)

Από το ενεστωτικό θέμα σχηματίζονται οι εξακολουθητικοί χρόνοι, o ενεστώτας, ο παρατατικός και ο εξακολουθητικός μέλλοντας, και των δυο φωνών: λύνω, λύνομαι, έλυνα, λυνόμουν, λύνε, λύνοντας
Από το θέμα του ενεργητικού αόριστου σχηματίζονται οι στιγμιαίοι χρόνοι, ο αόριστος και ο στιγμιαίος μέλλοντας, της ενεργητικής φωνής: έλυσα, θα λύσω, έχω λύσει, είχα λύσει
Από το θέμα του παθητικού αόριστου σχηματίζονται οι στιγμιαίοι χρόνοι της παθητικής φωνής, το παθητικό απαρέμφατο και οι συντελεσμένοι χρόνοι στο άκλιτό τους μέρος: λύθηκα, θα λυθώ, έχω λυθεί είχα λυθεί

2) Η κατάληξη

Κατάληξη (ρήματος) λέγονται οι φθόγγοι στο τέλος του ρήματος που μεταβάλλονται στην κλίση και φανερώνουν αφενός το είδος του υποκείμένου του (αν είναι ο ομιλητής ή ο ακροατής κ.τ.λ.) και αφετέρου την φωνή και το χρόνο της ενέργεια ή πάθησης που φανερώνεται από το θέμα (Περισσότερα βλέπε πιο κάτω): λύν-ω = ενέργεια του ομιλητή τώρα, έ-λυ-σε = ενέργεια τρίτου στο παρελθόν

3) Η συλλαβική αύξηση

(Εξωτερική) συλλαβική αύξηση λέγεται το φωνήεν ε- (σε μερικές περιπτώσεις και το η-) που μπαίνει μπροστά από το θέμα του ρήματος στον παρατατικό και τον αόριστο ενεργητικής φωνής των συμφωνοαρκτικών ρημάτων, π.χ.:
με ε-: λύνω – έ-λυν-α, έ-λυσ-α, κρίνω – έκρινα…
με η-: πίνω > ήπια, θέλω – ήθελα, βρίσκω – ήβρα, ξέρω – ή-ξερ-α
Εσωτερική (συλλαβική) αύξηση λέγεται το φωνήεν ε- ή το η- που αναπτύσσεται σε μερικά σύνθετα ρήματα: πολυ-ή-ξερα, εξ-έ-φρασα
Tα ρήματα που έχουν σχηματισθεί με νόθα σύνθεση ( συνήθως τα σύνθετα ρήματα με τα επιρρήματα: πολύ, καλά, κακά…. και τις προθέσεις: εν, εκ, συν, παρά… και όταν το β’ συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο ) παίρνουν την τονισμένη αύξηση στην αρχή του β’ συνθετικού. Η αύξηση αυτή λέγεται εσωτερική, π.χ.: πολυβλέπω > πολυέβλεπα, παραήξερα, παραήθελα, διαφέρω – διέφερα, εμπνέω – ενέπνεα εγκρίνω > ενέκρινα, συμβαίνει > συνέβηκε.

Παρατήρηση:

1) Η συλλαβική αύξηση ε- παραλείπεται, όταν δεν τονίζεται: (ε)δροσίστηκα > δροσίστηκα, (ε)δρόσιζε > δρόσιζε, καλώ > κάλεσα, νομίζω > νόμισα…Διατηρείται, όταν τονίζεται, καθώς και στα σύνθετα με τα “εκ, εξ”: έλεγα, εξέφρασα, εξέφρασε

2) Αυξημένοι τύποι λέγονται οι τύποι του ρήματος που περιέχουν την συλλαβική αύξηση ε-, η-: έλεγα, ήξερα

3) Όσα ρήματα αρχίζουν από φωνήεν δεν παίρνουν αύξηση: ανάβω – άναβα, άναψα, ευχαριστώ – ευχαρίστησα…

Όμως μερικά τέτοια ρήματα τρέπουν το αρκτικό τους φωνήεν σε [ι] = ορθογραφικά η-, κατάλοιπο από την αρχαία ελληνική: έρχομαι > ήρθα ή ήλθα, υπ-άρχω > υπήρξα, είμαι (εμί) – ήμουν…
Με ει- γράφονται μόνο τα (αόριστος β’): είχα, είπα, είδα•

3. Μονολεκτικοί & περιφραστικοί τύποι ρήματος

Μονολεκτικοί τύποι ρήματος λέγονται αυτοί που σχηματίζονται μόνο με τα συστατικά του στοιχεία (θέμα + κατάληξη, με ή χωρίς συλλαβική αύξηση), π.χ.: γράφω, έγραψα, γράφομαι..
Περιφραστικοί τύποι ρήματος λέγονται αυτοί που σχηματίζονται με τα μόρια: να, θα, ας και τα βοηθητικά ρήματα έχω, είμαι: να λύσω, να έχω λύσει, θα είμαι λυμένος, ας λύσω, δε θα λύσω
Μόριο θα + ρήμα = γεγονός μελλοντικό ή πιθανολογικό (ενδεχόμενο). Δηλαδή γεγονός που θα γίνει στο μέλλον ή που πιθανόν να συμβαίνει κάπου αλλού:
_Θα σε λύσω αύριο. = ενέργεια στο μέλλον
_Ο Γιάννης θα είναι εκεί/ θα εργάζεται τώρα. = ενδεχόμενο
Μόριο να + ρήμα = γεγονός βουλητικό (επιθυμία, διαταγή, συμβουλή, ευχή):
_Κώστα, να προσέχεις το Γιάννη. = συμβουλή
_Να παρουσιαστείς αύριο στο Λοχαγό = διαταγή, εντολή
_(Κώστα, Μαρία), να πας. = εντολή
_(Μακάρι/ εύχομαι) να νικήσετε = ευχή
Μόριο ας + ρήμα = γεγονός προτρεπτικό ή παραχωρητικό ή εναντιωματικό.
_Παιδιά, ας φύγουμε ήσυχα. = προτροπή
_Θα νικήσουμε και ας είναι πιο δυνατός. = εναντίωση
_Ας πουλά φτηνότερα, δεν ψωνίζω απ’ αυτόν = εναντίωση
_Ας πουλά ακριβότερα, ψωνίζω απ’ αυτόν = παραχώρηση
_Ας πάει στο καλό. = ευχή με παραχώρηση.
Με τα μόρια “δεν/ μην + ρήμα” = γεγονός αρνητικό.
_Λύνει/ έλυσε/ έχει λύσει την άσκηση. (= καταφατικό γεγονός)
& Δε λύνει/ έλυσε.. την άσκηση. (= αποφατικό/ αρνητικό γεγονός)
Με το δεν = ευθεία άρνηση ή απαγόρευση: Δεν πας. Δε θα πας.
Με το μην = αποτροπή ή παράκληση: Μην πας. Να μην πας.
_Ο Μανώλης δε θα είναι εκεί τώρα = αρνητικό ενδεχόμενο
_Εγώ δε θα πάω. = άρνηση
_Μηνά, να μην παρουσιαστείς αύριο στο Λοχαγό = αποτροπή, απαγόρευση
_(Μακάρι) να μη ζήσει/ νικήσει = αρνητική ευχή/ κατάρα
ΤΑ ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ «ΕΧΩ & ΕΙΜΑΙ»

Βοηθητικά ρήματα λέγονται τα ρήματα “έχω & είμαι” επειδή μας βοηθούν στο σχηματισμό ορισμένων χρόνων των άλλων ρημάτων.

ενεστώτας παρατατικός
έχω είμαι είχα ήμουν
έχεις είσαι είχες ήσουν
έχει είναι είχε ήταν
έχο(υ)με είμαστε είχαμε ήμαστε
έχετε είστε είχατε ήσαστε
έχουν είναι είχαν ήταν

μετοχή: έχοντας, όντας
προστακτική έχε – έχετε –
υποτακτική: να (ας) έχω,εις… να (ας) είμαι, είσαι….

μέλλοντας: θα έχ-ω,εις.. θα είμαι, είσαι..
4. Τα παρεπόμενα ρήματος

Α. Η ΦΩΝΗ & Η ΔΙΑΘΕΣΗ ΤΟΥ ΡHMATOΣ

Φωνές ρήματος λέγονται τα δυο σύνολα από τύπους που μπορεί να σχηματίσει ένα ρήμα με ανάλογες καταλήξεις, π.χ.: λύν-ω,εις,ει…(= το ένα σύνολο) – λύν-ομαι,εσαι,εται.. (= το άλλο σύνολο)
Ενεργητική φωνή ρήματος λέγεται το ένα σύνολο των ρηματικών τύπων (μορφών) του που αρχίζουν στον ενεστώτα οριστικής με τις καταλήξεις -ω,εις,ει… ή -ω,ας,α….
Παθητική φωνή ρήματος λέγεται το άλλο σύνολο των ρηματικών τύπων του, αυτών που αρχίζουν στον ενεστώτα οριστικής με τις καταλήξεις -ομαι ή -ιεμαι ή -ουμαι.
λύν-ω,εις,ει…, κτυπ-ώ,άς,ά.. = ενεργητική φωνή
λύν-ομαι,εσαι.. κτυπ-ιέμαι,ιεσαι.. θυμ-ούμαι.. = παθητική φωνή

Τα ρήματα ακολουθούν την ενεργητική φωνή, όταν δηλώνουν ότι η δηλούμενη ρηματική έννοια είναι ενέργεια, δηλ κάτι που γίνεται από το υποκείμενο του ρήματος και την οποία δεν υφίσταται ή δέχεται, αλλά ή την μεταβιβάζει σε κάποιο άλλο πρόσωπο (στο αντικείμενο) ή την χρησιμοποιεί για να κάνει, δημιουργήσει … κάτι, πρβλ π.χ.: Κτυπώ (εγώ = υποκ.) το Γιώργη (αντικ.). Φεύγει/ τρέχει… (αυτός/ ο Νίκος = υποκ.) για να προφθάσει (= ο λόγος/αιτία).
Τα ρήματα ακολουθούν την παθητική φωνή, όταν δηλώνουν ότι η δηλούμενη έννοια είναι πάθηση, δηλ. κάτι που δε γίνεται από το ίδιο το υποκείμενο, αλλά από κάποιο άλλο πρόσωπο, το καλούμενο ποιητικό αίτιο, και το υποκείμενο την δέχεται ή υφίσταται ή γίνεται από το ίδιο το υποκείμενο και το ίδιο την δέχεται ή υφίσταται: Εγώ (υποκ.) κτυπιέμαι/ λύνομαι… από το Γιάννη (ποιητικό αίτιο). Σκέφτομαι το Γιώργο. ( Περισ. βλέπε πιο κάτω “Διάθεση ρήματος” )

Η ρηματική έννοια μπορεί να ειπωθεί στο λόγο ισότιμα και με τις δυο φωνές, αν τις έχει το ρήμα (βλέπε και «Μονόφωνα & δίφωνα ρήματα»).
Χρησιμοποιούμε ενεργητική ή παθητική φωνή, ανάλογα με το ποιο πρόσωπο της πράξης θα βάλουμε ως συζητούμενο πρόσωπο λόγου (= υποκείμενο πρότασης). Αν βάλουμε αυτό που ενεργεί (= κάνει την πράξη), τότε χρησιμοποιούμε ενεργητική φωνή ρήματος, αν βάλουμε αυτό που παθαίνει (= δέχεται ή υφίσταται την ενέργεια), τότε χρησιμοποιούμε παθητική, π.χ.:
_Ο Μηνάς (υποκ.) κ τ υ π ά το Γιάννη (αντικείμενο).
= Ο Γιάννης (υποκ.) κ τ υ π ι έ τ αι από το Μηνά (ποιητ. αίτιο).

Μονόφωνα & δίφωνα ρήματα

Δίφωνα ρήματα λέγονται αυτά που έχουν και τις δυο φωνές, όπως π.χ. τα:
ενεργ. φωνή: λέγ-ω, κτυπ-ώ, δέν-ω, μυρίζ-ω…
παθ. φωνή: λέγ-ομαι, κτυπ-ιέμαι, δέν-ομαι, μυρίζ-ομαι…
Μονόφωνα ρήματα λέγονται αυτά που έχουν μόνο την μια φωνή, την ενεργητική ή την παθητική, όπως π.χ. τα:
ενεργ. φωνή: τρέχω, φεύγω, διψώ, πεινώ, έχω, ζω, γερνώ, υπάρχω, αντηχώ, ξυπνώ, θέλω, ξέρω, ατυχώ, πεθαίνω…
παθ. φωνή: αισθάνομαι, φαίνομαι, γίνομαι, έρχομαι, παραπονιέμαι, … εύχομαι, δέχομαι, σέβομαι, χαίρομαι, συλλογίζομαι, χειρίζομαι, μάχομαι…

Παρατήρηση:

α) Το ρήμα π.χ. «τρέχω» έχει μόνο ενεργητική φωνή, επειδή αυτό που σημαίνει δεν μπορεί να γίνει από άλλο πρόσωπο (από το ποιητικό αίτιο) παρά μόνο από το ίδιο το υποκείμενο (τρέχουμε οι ίδιοι, από μόνοι μας και όχι από τους άλλους). Κάτι σχετικό ισχύει και για τα: γερνώ, διψώ, πεινώ, βλέπω,….

β) Το ρήμα π.χ. «φαίνομαι» έχει μόνο παθητική φωνή, επειδή αυτό που σημαίνει δεν είναι δυνατόν να γίνει ή να προκληθεί… από το ίδιο το υποκείμενο, πλην μόνο από κάποιον άλλον πρόσωπο και από κάποιο άλλο μέρος (ή μέσω καθρέπτη). Κανείς δε φαίνεται από τον εαυτόν του ή από εκεί που είναι. Φαίνεται από κάποιο άλλο μέρος και από άλλον. Κάτι σχετικό ισχύει και για τα: μάχομαι, εργάζομαι, χαίρομαι….

γ) Τα ρήματα που έχουν την μια μόνο φωνή λέγονται «αποθετικά ρήματα», όπως π.χ. τα: έχω, είμαι, εργάζομαι, αισθάνομαι…. επειδή έχουν αποθέσει, δηλ. έχουν χάσει την μια φωνή.
Η διάθεση ρήματος

Διάθεση ρήματος λέγεται η σχέση με την οποία βρίσκεται η δηλούμενη ρηματική έννοια με το υποκείμενο. Το πως διατίθεται αυτό στην ενέργεια ή την πάθηση που δηλώνεται από το ρήμα ή το πώς και πού την διαθέτει. Διακρίνεται σε ενεργητική, παθητική, μέση και ουδέτερη.

Α. Ενεργητικής διάθεσης ρήματα λέγονται αυτά που φανερώνουν ότι το υποκείμενό τους ενεργεί, δηλ. παράγει ή εκπέμπει μια ενέργεια, χωρίς να την υφίσταται. Τέτοια ρήματα είναι:

1) Στην ενεργητική φωνή τα καλούμενα μεταβατικά και αμετάβατα ρήματα.
Μεταβατικά ρήματα λέγονται αυτά που φανερώνουν ενέργεια του υποκειμένου που πηγαίνει σε άλλο πρόσωπο λόγου, στο καλούμενο αντικείμενο. Αυτά που λέγονται με την λέξη “κάτι/ κάποιον,α,ο”, όπως π.χ. τα:
α’ συζυγία: διορθώνω, κόβω, ψάχνω, ανεβάζω, ντύνω..
β’ συζυγία: κτυπώ, αδικώ, αφαιρώ, κρατώ, οδηγώ,..
_Ο τεχνίτης διορθώνει την βρύση/ κάτι.. (= αντικείμενο)
_Κτύπησα/ είδα.. κάποιον/ το Γιάννη (= αντικείμενο).
Αμετάβατα ρήματα λέγονται αυτά που φανερώνουν ενέργεια του υποκειμένου που δε μεταβαίνει σε άλλο πρόσωπο, αλλά απλώς η ενέργεια αυτή γίνεται από το υποκείμενο, για να εξασφαλιστεί ή δημιουργηθεί.. κάτι. Τα ρήματα που δεν τα λέμε με την λέξη “κάτι/ κάποιον,α,ο”, όπως π.χ. τα:
α’ συζυγία: φεύγω, τρέχω, παίζω, πάω, βαδίζω…
β’ συζυγία: αποχωρώ, αναχωρώ, διαφωνώ, συμφωνώ..
_Ο τεχνίτης φεύγει. Αποχωρώ από την αίθουσα.

2) Στην παθητική φωνή τα αποθετικά ρήματα, όπως π.χ. τα:
α’ συζυγία: σκέφτομαι, χαίρομαι, μάχομαι, σέβομαι, εργάζομαι..
β’ συζυγία: μιμούμαι, λυπούμαι, θυμούμαι, συνεννοούμαι, διηγούμαι,….
_Ο Νίκος σκέφτεται /σέβεται/ λυπάται.. τον Αντώνη.
_Εργάζομαι/ αγωνίζομαι.., για να ζήσω.
Β. Παθητικής διάθεσης ρήματα λέγονται αυτά που φανερώνουν ότι το υποκείμενό τους παθαίνει, δηλ. δέχεται ή υφίσταται μια ενέργεια από κάποιο άλλο πρόσωπο (το ποιητικό αίτιο). Τέτοια ρήματα είναι:

1) Στην παθητική φωνή τα ρήματα που συντάσσονται με ποιητικό αίτιο (= αυτά που λέγονται με τις λέξεις “από κάτι/ κάποιον,α,ο”), όπως π.χ. τα:
α’ συζυγία: κόβομαι, ψάχνομαι, λύνομαι.. από κάτι/ από κάποιον/ από το Γιάννη..
β’ συζυγία: κτυπιέμαι, αδικούμαι, κρατούμαι, κατηγορούμαι, αγαπιέμαι… από κάτι, από κάποιον, από την Μαρία..

2) Στην ενεργητική φωνή τα ρήματα που δεν έχουν παθητική φωνή, όμως λέγονται και με παθητική έννοια, όπως π.χ. τα: ανάβω, παγώνω, λιώνω, σβήνω, μαυρίζω,..
_Τα ξύλα άναψαν από τον κεραυνό.
αντί: Τα ξύλα “ανάφτηκαν” από τον κεραυνό. Ο κεραυνός άναψε τα ξύλα.
_Ο πάγος έλιωσε από τον ήλιο.
αντί: O πάγος λιώθηκε από τον ήλιο. Ο ήλιος έλιωσε τον πάγο
_Το πουκάμισο στέγνωσε από τον αέρα.
αντί: Το πουκάμισο “στεγνώθηκε” από τον αέρα/ Ο αέρας στέγνωσε το πουκάμισο
_Ο Γιάννης μαύρισε από τον ήλιο.
αντί: Ο Γιάννης «μαυρίστηκε» από τον ήλιο./ O ήλιος μαύρισε το Γιάννη

Γ. Μέσης διάθεσης ρήματα λέγονται αυτά που φανερώνουν ότι το υποκείμενό τους ενεργεί και η ενέργεια γυρίζει σ’ αυτό. Τέτοια ρήματα είναι:

1) Στην παθητική φωνή τα αυτοπαθή ρήματα.
Αυτοπαθή ρήματα λέγονται αυτά που, αν ειπωθούν χωρίς ποιητικό αίτιο στην παθητική φωνή, φανερώνουν αυτοπάθεια, δηλ. ενέργεια που γίνεται από το υποκείμενό τους και με κάποιο μέσο ή όργανο και η ενέργεια αυτή γυρίζει σ’ αυτό, όπως τα: λούζομαι, ντύνομαι, γυμνάζομαι, χτενίζομαι
_Γυμνάζομαι/ ασκούμαι.. (από μόνος μου). = αυτοπάθεια
αντί: Γυμνάζω/ ασκώ.. τον εαυτόν/ κορμί μου. = αυτενέργεια
ενώ: Γυμνάζομαι/ ασκούμαι από το γυμναστή μου = πάθηση υποκ. από άλλον
Γυμνάζω/ ασκώ.. έναν νέο παίκτη = ενέργεια του υποκειμένου για άλλον

2) Στην ενεργητική φωνή τα καλούμενα πλάγια ρήματα.
Πλάγια ρήματα λέγονται αυτά που φανερώνουν ενέργεια του υποκειμένου που γίνεται συνάμα με κάποιο άλλο πρόσωπο λόγου και η ενέργεια ή το αποτέλεσμά της επιστρέφει σ’ αυτό εμμέσως και πλαγίως, όπως τα εξής:
_Σπουδάζω τα παιδιά μου (ενν. και μέσω δασκάλων…)
_Ράβω ένα ωραίο κουστούμι (μέσω του ράφτη)
_Κόβω το γρασίδι (με χέρια, δρεπάνι)
_Κτίζει σπίτι (με τον κτίστη, υδραυλικό..). Επισκευάζει το σπίτι του.
_Αγοράζω τρόφιμα.
& τα α λ λ η λ ο π α θ ή
Αλληλοπαθή λέγονται τα ρήματα που στον πληθυντικό αριθμό φανερώνουν ενέργεια που μεταβαίνει από ένα πρόσωπο σε άλλο, όπως τα:
_Φιλιούνται και μισούνται (ενν. μεταξύ τους, ο ένας τον άλλο).
_Ο Γιάννης και ο Κώστας μοιράζουν το χωράφι τους.
_Φιλιόμαστε. Συμφιλιωθήκαμε.

Δ. Ουδέτερης διάθεσης ρήματα λέγονται αυτά που φανερώνουν κατάσταση, δηλ. απραξία (ηρεμώ, ησυχάζω, κάθομαι..) ή ενέργεια που γίνεται από και για την φύση του υποκειμένου (ζω, διψώ..). Τα ρήματα αυτά είναι αμετάβατα και μιας μόνο φωνής, όπως τα:
ενεργητικής φωνής: λάμπω, υπάρχω, ζω, διψώ, νοσώ, πεινώ, δυστυχώ, ευτυχώ..
παθητικής φωνής: είμαι, βρίσκομαι, κάθομαι, στέκομαι, ξεκουράζομαι, κοιμούμαι..
καθίζω = ενεργητικό ρήμα & κάθομαι = ουδέτερο ρήμα (απραξία)
Β. ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΡΗΜΑΤΟΣ

Πρόσωπα ρήματος λέγονται οι τύποι που παίρνει και στις δυο φωνές και σ’ όλους τους χρόνους του, για να φανερώσει ποιο από τα πρόσωπα του λόγου είναι το υποκείμενό του.
Αν αυτό είναι του ομιλητή, τότε λέμε ότι το ρήμα είναι πρώτου (α’) προσώπου.
λύν-ω ενν. εγώ, ο ομιλητής = α’ ενικό πρόσωπο = υποκ.
λύν-ουμε ενν. εμείς, οι ομιλητές = α’ πληθ. πρόσωπο = υποκ.
Αν αυτό είναι του ακροατή, τότε λέμε ότι το ρήμα είναι δεύτερου (β’) προσώπου.
λύν-εις ενν. εσύ, ο ακροατής = β’ εν. πρόσωπο = υποκ.
λύν-ετε ενν. εσείς = οι ακροατές = β’ πληθ. πρόσωπο = υποκ.
Αν αυτό είναι τρίτου, εκείνου που δε λαμβάνει μέρος στην συζήτηση, τότε λέμε ότι το ρήμα είναι τρίτου (γ’) προσώπου.
λύν-ει ενν. αυτός,ή,ό = τρίτος,η,ο = γ’ εν. πρόσ. = υποκ.
λύν-ουν ενν. αυτοί,ές,ά = τρίτοι,ες,α = γ’ πληθ. πρόσ….
Γ. Ο ΑΡΙΘΜΟΣ ΡΗΜΑΤΟΣ

Ενικού αριθμού λέγονται τα πρόσωπα (οι τύποι) ενεργητικής και παθητικής φωνής του ρήματος που φανερώνουν με την κατάληξή τους ότι το υποκείμενό του είναι ένα ουσιαστικό ή ένα σύνολο ή ένα μέρος συνόλου.
_Τρέχ-ω (ενν. εγώ = υποκ. = ένας) στους αγώνες.
_Το ένα τρίτο της τάξης πάει εκδρομή (= το 1 μέρος από τα 3)
Πληθυντικού αριθμού λέγονται τα πρόσωπα ενεργητικής και παθητικής φωνής του ρήματος που φανερώνουν ότι το υποκείμενο είναι στον αριθμό πολλά ή όλο το σύνολο. Κανονικά ο ακριβής αριθμός εκείνου που μιλούμε δηλώνεται με ποσοτικό προσδιορισμό. Αν δε βάλουμε τέτοιο προσδιορισμό, τότε εννοείται το “όλος,η,ο” ή σημαίνει ότι μιλούμε για πολλά, πρβλ π.χ.: Φέρε βιβλία (= πολλά). Οι κουρείς των Αθηνών ( = όλοι των Αθηνών). Οι δέκα κουρείς που έφυγαν ( = δέκα)
Δ. Ο ΧΡΟΝΟΣ ΡΗΜΑΤΟΣ

Χρόνοι ρήματος λέγονται οι μορφές που παίρνει το ρήμα στο λόγο, για να φανερώσει την χρονική βαθμίδα (το πότε) της δηλούμενης ρηματικής έννοιας. Οι χρόνοι είναι οι εξής (στην οριστική):

1. Ο ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα γίνεται από το υποκείμενο τώρα, είναι ή βρίσκεται σε εξέλιξη. Σχηματίζεται με τις καταλήξεις:
α’ συζυγία -ω, -ομαι: γράφ-ω, γράφ-ομαι, λέγ-ω, λέγ-ομαι,..
β’ συζυγία -ώ, -ιέμαι/ούμαι: αγαπ-ώ, αγαπ-ιέμαι, εκτιμ-ώ, εκτιμ-ούμαι,..
_Η Μαρία λύνει/ λύνεται = ενέργεια/ πάθηση που γίνεται τώρα, είναι σε εξέλιξη.

Χρησιμοποιούμε ενεστώτα και:
α) όταν δηλώνουμε γεγονός με επανάληψη: Ο ήλιος βγαίνει (τώρα). = ενέργεια σε εξέλιξη. Ο ήλιος βγαίνει στις οκτώ (κάθε μέρα). = επανάληψη
β) αντί άλλου χρόνου (μέλλοντα, αόριστου …), αν μεταφερθούμε στην εποχή των γεγονότων, όπως π.χ.:
Αντί για μέλλοντα: Φεύγω αύριο (αντί: “Θα φύγω αύριο”). Γράφω εξετάσεις την 1 Απριλίου (αντί: “Θα γράψω”). Μιλώ στο Ηράκλειο την 1/1/1999 (αντί: Θα μιλήσω”)
Αντί για αόριστο: Ρωτώ τον ένα, ρωτώ τον άλλο … και μετά πάω… (αντί: Ρώτησα, πήγα)
Αντί για παρατατικό: Στα σκοτεινά την έλουζε στ’ άφεγγα την χτενίζει.. (αντί: την χτένιζε)
Αντί για παρακείμενο ή υπερσυντέλικο: Στέκομαι και κοιτάζω και βλέπω το Γιώργο να είναι χλωμός, οπότε… (αντί: έχω σταθεί, είχα σταθεί..)

2. Ο ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα έγινε ή γινόταν από το υποκείμενο στο παρελθόν με διάρκεια ή εξακολούθηση (επανάληψη).
Σχηματίζεται με τον τόνο στην προπαραλήγουσα, με την πρόταξη του ε- για τα συμφωνοαρκτικά ρήματα στην ενεργητική φωνή και τις καταλήξεις:
α’ συζυγία ενεργ. φωνή: -α και παθητική φωνή: -όμουν(α)
λύν-ω > έλυν-α λυν-όμουν(α)
ακού(γ)-ω > άκου(γ)-α ακουγ-όμουν(α)
β’ συζυγία ενεργ. φωνή: -αγα/ουσα και παθητική φωνή: -ιομουν(α)
κτυπ-ώ > κτύπ-αγα/κτυπ-ούσα κτυπ-ιόμουν(α)
αγαπ-ώ > αγάπ-αγα/αγαπ-ούσα αγαπ-ιόμουν(α)
_Στις διακοπές ξυπνούσα στις οκτώ. = επανάληψη ή εξακολούθηση
_Μέχρι χθες χιόνιζε/ μίλαγε… = διάρκεια
_Κτύπαγα την πόρτα = διάρκεια & επανάληψη = παρατατικός
ενώ: Κτύπησα την πόρτα = 1 φορά = αόριστος

H συλλαβική αύξηση ε- παραλείπεται, όταν δεν τονίζεται: ε-μίλαγα > μίλαγα,..
Χρησιμοποιούμε παρατατικό και όταν θέλουμε να προσδιορίσουμε μια άλλη πράξη, π.χ.: Έγραφα το γράμμα, όταν μπήκε ο Γιάννης. (“έγραφα” = πράξη παρελθόντος, που τότε/ στην διάρκειά της συνέβηκε μια άλλη = η “όταν μπήκε ο Γιάννης” = η συζητούμενη)

3. Ο ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα έγινε από το υποκείμενο πριν από λίγο στο παρελθόν ή σε συγκεκριμένο χρόνο στο παρελθόν (αυτόν που γίνεται λόγος): Τον κτύπησε/ σκότωσε .. (στο ατύχημα που μόλις έγινε). Έφθασε στην κορυφή (μόλις έγινε). Περάσαμε ωραία (χθες). Χτύπησα την πόρτα δυο φορές (όταν πήγα). Ο Γιάννης πέθανε (πέρυσι). Πήγα στην Αμερική (το 1940).
Χρησιμοποιούμε αόριστο και για να δηλώσουμε ένα γεγονός ή μια πράξη κ.τ.λ. που έγινε μετά την προσταγή ή την παράκληση κ.τ.λ. κάποιου και έτσι είναι σαν να του αναφέρουμε εκτέλεση εντολής κ.τ.λ
_Κώστας (εντολή): Γιάννη, λύσε την άσκηση.
_Γιάννης (μετά την εκτέλεση): Κώστα, έλυσα την άσκηση.
Ο αόριστος σχηματίζεται με τονισμό στην προπαραλήγουσα, την πρόταξη του ε- στα συμφωνοαρκτικά ρήματα στην ενεργητική φωνή και τις καταλήξεις:
α’ συζυγία ενεργ. φωνή: -σα & παθητ. φωνή: -τ/θηκα
(λύν-ω) > έλυ(ν)-σα λύ(ν)-θηκα
(γράφ-ω) > έγραφ-σα/ψα γράφ-τηκα
β’ συζυγία ενεργ. φωνή: -ησα & παθητ. φωνή: -ηθηκα
(αγαπ-ώ) > αγάπ-ησα αγαπ-ήθηκα
(μιλ-ώ) > μίλ-ησα μιλ-ήθηκα
Η συλλαβική αύξηση ε- παραλείπεται, όταν δεν τονίζεται: εμίλησα > μίλησα. Μερικά ρήματα σχηματίζουν τον αόριστο ανώμαλα, βλέπε κατάλογο ανωμάλων ρημάτων. Στο λόγο χρησιμοποιούμε αόριστο αντί μέλλοντα, όταν θέλουμε να δείξουμε γρήγορη εκτέλεση της εντολής.
_Εντολή: Έναν καφέ παρακαλώ;
_Απάντηση: ‘Έφτασε. (αντί: θα το φέρω/ θα φθάσει αμέσως)

4. Ο ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα έγινε από το υποκείμενο προ πολλού στο παρελθόν ή σε ανύποπτο χρόνο στο παρελθόν: έχω πάει/ έχω λύσει την άσκηση (= ενέργεια που έγινε πριν από πολύ χρόνο ή σε ανύποπτο χρόνο)
Χρησιμοποιούμε παρακείμενο και όταν δηλώνουμε ότι το γεγονός έγινε πριν από την προσταγή ή την παράκληση κ.τ.λ. κάποιου και έτσι είναι σαν να του λέμε ότι δε χρειάζεται να ξαναγίνει:
_Κώστας (εντολή): Γιάννη, λύσε την άσκηση.
_Γιάννης (αν την έχει ήδη λύσει): Κώστα, έχω λύσει την άσκηση. = παρακείμενος
ενώ: Γιάννης (μετά την λύση): Κώστα, έλυσα την άσκηση. = αόριστος
Ο παρακείμενος σχηματίζεται περιφραστικά με το ρήμα έχω και το απαρέμφατο αορίστου (= το θέμα αορίστου και τις καταλήξεις):
α’ συζυγία ενεργ. φωνή: -σει & παθητ. φωνή: -τ/θει
έχ-ω,εις.. γράφ-σει/γράψει έχ-ω,εις.. γραφ-τεί
έχ-ω,εις.. λύ-σει έχ-ω,εις.. λυ-θεί
β’ συζυγία ενεργ. φωνή: -ησει & παθητ. φωνή: -ηθει
έχ-ω,εις.. αγαπ-ήσει έχ-ω,εις.. αγαπ-ηθεί
έχ-ω,εις.. κιν-ήσει έχ-ω,εις.. κιν-ηθεί

O αόριστος και ο παρακείμενος μοιάζουν, σημαίνουν και οι δυο γεγονότα του παρελθόντος, όμως διαφέρουν και ριζικά. Ο αόριστος σημαίνει γεγονός που μόλις τέλειωσε ή που έγινε μετά από ένα άλλο του παρελθόντος ή που έγινε σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή του παρελθόντος. Αντίθετα ο παρακείμενος φανερώνει γεγονός που έγινε πριν από πολύ καιρό στο παρελθόν ή σε ανύποπτο χρόνο ή πριν από ένα άλλο του παρελθόντος:
_Έφθασε στην κορυφή/ Έφερα το σάκο. (= κάτι που μόλις έγινε = αόριστος) & Έχει φθάσει στην κορυφή / Έχω φέρει το σάκο ( έγινε προ πολλού = παρακείμενος)
-Έχω λύσει την άσκηση εδώ και δυο ώρες/ πριν από σένα/ προ πολλού = παρακείμενος & Έλυσα την άσκηση, κύριε ( μόλις = αόριστος)
5. Ο ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ

Φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα ήταν τελειωμένο από το υποκείμενο στο παρελθόν και πριν από ένα άλλο, αυτό που γίνεται λόγος. Ο υπερσυντέλικος χρησιμοποιείται, για να προσδιοριστεί κάποιο άλλο γεγονός, αυτό που γίνεται λόγος και σχηματίζεται περιφραστικά με τον παρατατικό του ρήματος έχω και με το απαρέμφατο αορίστου:
α’ συζυγία ενεργ. φωνή: -σει & παθητ. φωνή: -(τ/θ)εί
είχ-α,ες.. γράφ-σει/ψει είχ-α,ες.. γραφ-τεί
είχ-α,ες.. λύ-σει είχ-α,ες.. λυ-θεί
β’ συζυγία ενεργ. φωνή: -ησει & παθητ. φωνή: -ηθεί
είχ-α,ες.. αγαπ-ήσει είχ-α,ες.. αγαπ-ηθεί
_Είχα λύσει την άσκηση, όταν μπήκε ο Γιάννης.
_Ο βοριάς είχε κοπάσει, όταν φτάσαμε.

Στον παρατατικό η πράξη δε θεωρείται τελειωμένη ενώ στον υπερσυντέλικο τελειωμένη: Έγραφα το γράμμα (στην διάρκεια/ την στιγμή αυτή), όταν μπήκε ο Γιάννης. ενώ: Είχα γράψει το γράμμα (πριν), όταν μπήκε ο Γιάννης.

6. Ο ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα θα γίνει στο μέλλον από το υποκείμενο. Διακρίνεται σε εξακολουθητικό, στιγμιαίο και συντελεσμένο.
Ο εξακολουθητικός μέλλοντας σχηματίζεται με το μόριο “θα” και την υποτακτική ενεστώτα. Φανερώνει γεγονός που θα συνεχιστεί ή που θα γίνει στο μέλλον με αδιάκοπη συνέχεια ή επανάληψη: ‘Ολο το βράδυ θα γράφω. Από αύριο θα σηκώνομαι στις επτά.
Ο στιγμιαίος μέλλοντας σχηματίζεται με το μόριο “θα” και την υποτακτική αορίστου. Φανερώνει γεγονός που θα γίνει στο μέλλον συνοπτικά, δηλ. χωρίς επανάληψη και διάρκεια: Αύριο θα γράφ-σω > γράψω την άσκηση. Θα γραφ(τ)ώ του χρόνου.
Ο συντελεσμένος μέλλοντας, σχηματίζεται με το μόριο “θα” και την υποτακτική παρακειμένου. Φανερώνει γεγονός που θα είναι τελειωμένο πριν από κάποιο άλλο ή πριν από μια χρονική στιγμή του μέλλοντος: Θα έχω γράψει/ γραφ(τ)εί, όταν γυρίσεις. Θα έχω γυρίσει πριν από τις έξι.

Σημειώνεται ότι

1) Ο ακριβής χρόνος, όπως και η ακριβής ποσότητα της ρηματικής έννοιας δηλώνεται κανονικά με προσδιορισμό, π.χ.:
_Μίλησα την 1/1/1995/ χθες/ όταν ήμουν εκεί…
_Είχα μιλήσει συνεχώς δέκα ώρες/ όλη μέρα/ ένα μήνα….

2) Αν το γεγονός είναι με διάρκεια, μπορεί να λεχθεί με το ρήμα “είμαι” και μετοχή του ρήματος που εκφράζει το γεγονός ή με ομόριζο ρηματικό ουσιαστικό (στην νέα ελληνική) ως κατηγορούμενο, π.χ.:
δικηγορεύω – είμαι/ ήμουν/ υπήρξα δικηγορεύων > δικηγόρος
διδάσκω – είμαι/ ήμουν/ υπήρξα δάσκαλος
οδηγώ – είμαι/ ήμουν/ υπήρξα οδηγός
Ε. Η ΕΓΚΛΙΣΗ ΡΗΜΑΤΟΣ

Εγκλίσεις λέγονται οι μορφές που παίρνει το ρήμα στο λόγο, για να φανερώσει πώς παρουσιάζεται η δηλούμενη ρηματική έννοια από άποψης ψυχικής διάθεσης του ομιλούντος. Οι εγκλίσεις είναι οι εξής:

α) Η ο ρ ι σ τ ι κ ή

Παρουσιάζει αυτό που σημαίνει το ρήμα σαν κάτι βέβαιο και πραγματικό, π.χ.: Χτες έβρεξε. Γράφω το γράμμα.. Γράφομαι τώρα στον κατάλογο. Θα γραφτώ, όταν μου πεις.

β) Η π ρ ο σ τ α κ τ ι κ ή

Παρουσιάζει αυτό που σημαίνει το ρήμα ως επιθυμία (θέληση, παράκληση, αξίωση…) ή εντολή ή ευχή του ομιλητή, π.χ.: Άκουσε με. Φύγε αμέσως. = άμεση εντολή. Λυπήσου με. Προσκύνα, Λιάκο τον πασά. = παράκληση. Σύρε, παιδί μου, στο καλό. = παρακλητική ευχή.& Λέγε λέγε, τον κατάφερες = έντονη ενέργεια.
Η προστακτική έχει μόνο β’ ενικό και πληθ. πρόσωπο και σχηματίζεται με τις εξής καταλήξεις (στα θέματα ενεστώτα και αορίστου):

α’ συζυγία
ενεργ. φωνή παθητική φωνή
ενεστώτας (εξακολ/ικά): γράφ-ε γράφ-ετε (γράφ-ου γράφ-εστε)
αόριστος (στιγμιαία): γράψ-ε γράψ-ετε γράψ-ου γραφ-τείτε

β’ συζυγία
ενεργ. φωνή παθητική φωνή
ενεστώτας (εξακολ/ικά): κράτ-α κρατ-άτε, κρατ-είτε κρατ-ηθείτε
αόριστος (στιγμιαία): κράτ-ησε κρατ-ήσ(ε)τε κρατ-ήσου –

Ανώμαλα: πίνω > πιες, πιέτε ή πιείτε, πιέστε – έρχομαι > έλα, ελάτε – λέγω > λέγε, λέγετε, είπε – πες, πέστε ή πείτε… (Περισ. βλέπε «Κατάλογο ανωμάλων ρημάτων».)
Η προστακτική αντιστοιχεί με β’ πρόσωπο υποτακτικής με το μόριο “να”.
προστακτικά: έλα/ φύγε/ διάβαζε/ τρέξε…
υποτακτικά: Να έλθεις/ φύγεις/ διαβάζεις/ τρέξεις..
Προστακτική ευθεία: φύγε, φώναξέ με, δώσε μού το,..
Προστακτική δυνητική: φεύγεις;, με φωνάζεις; μου το δίδεις;

γ) Η υ π ο τ α κ τ ι κ ή

Παρουσιάζει αυτό που σημαίνει το ρήμα σαν βούληση (σκέψη ή προσδοκία ..). Λέγεται με τα μόρια “να, ας”, αλλά και με τους συνδέσμους “όταν, για να…” και το απαγορευτικό «μην», π.χ.: Ας πάμε, για να μην πει ότι δεν τον καταδεχόμαστε. Θα μάθουμε πολλά, αν προσέχουμε. Να πάμε αμέσως. Να μην πάμε σήμερα. Πήγαινε, όταν γυρίσεις/ θες/ έλθεις….

δ) Η δ υ ν η τ ι κ ή

Παρουσιάζει αυτό που σημαίνει το ρήμα σαν πιθανότητα, ενδεχόμενο, πιθανόν να υφίσταται. Σχηματίζεται με τα μόρια “να/ θα” + οριστική:
1) παρατατικού ή υπερσυντέλικου = δυνητικό γεγονός, π.χ.: Θα έδινα τα πάντα, για να πετύχω. Θα σου έδινα περισσότερα απ’ αυτόν, αν το ήξερα. Θα είχα λύσει την άσκηση, αν δε μ’ ενοχλούσες. Θα έγραφα/ έλυνα την άσκηση, αν δε με διέκοπτες. Να έγραφα/ να είχα γράψει την άσκηση, να μη με μάλωνε.
2) αορίστου = ενδεχόμενο (πιθανόν) γεγονός: (Δεν) Θα μας ακολουθήσει, πιστεύω. Να το έγραψα και δεν το θυμούμαι? Θα έλυσα την άσκηση και δεν το θυμούμαι.
ΣΤ. ΟΙ ΣΥΖΥΓΙΕΣ & Η ΚΛΙΣΗ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ

Τα ρήματα, ανάλογα με τον τρόπο που κλίνονται στον ενεστώτα και παρατατικό της οριστικής, χωρίζονται σε δυο μεγάλες κατηγορίες που καλούνται συζυγίες.
α’ συζυγία: ανοίγ-ω,εις.. ανοίγ-ομαι,εσαι.. άνοιγ-α,ες..
β’ συζυγία: περν-ώ,άς… περν-ιέμαι,εσαι.. περν-ούσα,ες..
Θυμ-ούμαι ή θυμ-άμαι,άσαι,άται…
Οι καταλήξεις των ρημάτων

Οι καταλήξεις του ενεστώτα των ρημάτων της α’ συζυγίας

Καταληξη
Παραδείγματα
Εξαιρέσεις
-άβω
ανάβω, ράβω, σκάβω κ.α.
παύω, αναπαύω
-εύω
παιδεύω, λατρεύω, ονειρεύομαι
κλέβω, σέβομαι
-αίνω
ζεσταίνω, μαθαίνω, φαίνομαι
δένω, μένω, πλένω, περιμένω
-έρνω
γέρνω, φέρνω, κ.α.
παίρνω
-ιάζω
αγκαλιάζω, βουλιάζω, βιάζομαι
αδειάζω, μοιάζω, μονοιάζω, χρειάζομαι
-ίζω
αντικρίζω, χαιρετίζω, διαφημίζω, σκουπίζω, κοιμίζω κ.α.
αθροίζω, δανείζω, πήζω, αναβλύζω, δακρύζω, συγχύζω, σφύζω.
-λλω
αναβάλλω, αναγγέλλω, μέλλω, ψάλλω κ.α.
θέλω, οφείλω, μέλει.
-ώνω
απλώνω, κλειδώνω κ.α.

-σσω
αναπτύσσω, απαλλάσσω, εξελίσσω
αρέσω
-ττω
εισπράττω, πλήττω
θέτω, κείτομαι
-ίνω
δίνω, κλίνω, κρίνω, πίνω, αποκρίνομαι, γίνομαι

-ήνω
αφήνω, σβήνω, στήνω, ψήνω

-ύνω
γδύνω, λύνω, ντύνω, φτύνω, διευθύνω, μολύνω, οξύνω, ταχύνω

-είνω
κλείνω, τείνω

 

Οι καταλήξεις και των δυο τάξεων Β’ συζυγίας

Α’ Ενεργητική φωνή
Πρόσωπα
Ενεστώτας
Παρατατικός
Αόριστος
Εξακολ. Μέλλων
Στιγμ. Μέλλων

Πρώτη
Δεύτερη
Πρώτη
Δεύτερη

α’


-ούσα
-ησα


-ήσω
β’
-άς
-είς
-ούσες
-ησεις
-άς
-είς
-ήσεις
γ’

-εί
-ούσε
-ησε

-εί
-ήσει
δ’
-ούμε
-ούμε
-ούσαμε
-ήσαμε
-ούμε
-ούμε
-ήσουμε
ε’
-άτε
-είτε
-ούσατε
-ήσατε
-άτε
-είτε
-ήσετε
ζ’
-ούν
-ούν
-ούσαν
-ησαν
-ούν
-ούν
-ήσουν

 

Β’ Παθητική φωνή
Πρόσωπα
Ενεστώτας
Παρατατικός
Αόριστος

Πρώτη
Δεύτερη
Πρώτη
Δεύτερη

α’
-ιέμαι
-ούμαι
-ούμαι
-ιόμουν
-όμουν
-ούμουν
-ήθηκα
β’
-ιέσαι
-άσαι
-είσαι
-ιόσουν
-όσουν
-ούσουν
-ήθηκες
γ’
-ιέται
-άται
-είται
-ιόταν
-όταν
-ούνταν
-ήθηκε
δ’
-ιόμαστε
-ούμαστε
-ούμαστε
-ιόμαστε
-όμαστε
-ούμαστε
-ηθήκαμε
ε’
-ιέστε
-άστε
-είστε
-ιόσαστε
-όσαστε
-ούσαστε
-ηθήκατε
ζ’
-ιούνται
-ούνται
-ούνται
-ιόνταν
-όνταν
-ούνταν
-ηθηκαν
Α. Ρήματα α’ συζυγίας

Ρήματα α’ συζυγίας λέγονται αυτά που τονίζονται στον ενεστώτα ενεργητικής φωνής στο θέμα (αυτά που έχουν άτονο -ω & παθητική φωνή -ομαι), όπως π.χ. τα:δέν-ω – δέν-ομαι, δροσίζ-ω – δροσίζ-ομαι, λέγ-ω, λαμβάν-ω, μαυρίζ-ω, κουρεύ-ω, δηλών-ω… Κλίνονται ως εξής:

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ

ενεστώτας (παρόν)
οριστική προστακτική υποτακτική μετοχή
δέν-ω να/ας.. δέν-ω δένοντας
δέν-εις να/ας.. δέν-εις
δέν-ει δέν-ε να/ας.. δέν-ει
δέν-ο(υ)με να/ας.. δέν-ουμε
δέν-ετε δέν-ετε να/ας.. δέν-ετε
δέν-ουν να/ας.. δέν-ουν

παρελθόν
παρατατικός αόριστος παρακείμενος υπερσυντέλικος
έδεν-α έδεσ-α έχ-ω δέσει είχ-α δέσει
έδεν-ες έδεσ-ες έχ-εις δέσει είχ-ες δέσει
έδεν-ε έδεσ-ε έχ-ει δέσει είχ-ε δέσει
δέν-αμε δέσ-αμε έχ-ομε δέσει είχ-αμε δέσει
δέν-ατε δέσ-ατε έχ-ετε δέσει είχ-ατε δέσει
έδεν-αν έδεσ-αν έχ-ουν δέσει είχ-αν δέσει

δυνητικός
αόριστος: θα έδεν-α,ες,ε,αμε,ατε,αν
υπερσυντέλικος: θα είχ-α,ες,ε,αμε,ατε,αν δέσει

μέλλοντας
εξακολ/ικός στιγμιαίος συντελεσμένος προστακτική
θα δέν-ω θα δέσ-ω θα έχ-ω δέσει
θα δέν-εις θα δέσ-εις θα έχ-εις δέσει
θα δέν-ει θα δέσ-ει θα έχ-ει δέσει δέ(ν)-σε
θα δέν-ουμε θα δέσ-ομε θα έχ-ομε δέσει
θα δέν-ετε θα δέσ-ετε θα έχ-ετε δέσει δέ(ν)-σετε
θα δέν-ουν θα δέσ-ουν θα έχ-ουν δέσει
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ

ενεστώτας (παρόν)
οριστική υποτακτική προστακτική
δέν-ομαι να/ας.. δέν-ομαι
δέν-εσαι να/ας.. δέν-εσαι
δέν-εται να/ας.. δέν-εται δέν-ου
δεν-όμαστε να/ας.. δεν-όμαστε
δέν-εστε να/ας.. δεν-όσαστε δέν-εστε
δέν-ονται να/ας.. δέν-ονται

παρελθόν
παρατατικός αόριστος παρακείμενος υπερσυντέλικος
δεν-όμουν δέ(ν)θηκ-α έχω δεθεί είχα δεθεί
δεν-όσουν δέθηκ-ες έχεις δεθεί είχες δεθεί
δεν-όταν δέθηκ-ε έχει δεθεί είχε δεθεί
δεν-όμαστε δεθήκ-αμε έχομε δεθεί είχαμε δεθεί
δεν-όσαστε δεθήκ-ατε έχετε δεθεί είχατε δεθεί
δέν-ονταν δέθηκ-αν έχουν δεθεί είχαν δεθεί

μετοχή παρακειμένου: δεμένος, η,ο

δυνητικός
παρατατικός: θα δεν-όμουν,όσουν,όταν,όμαστε,όσαστε,oνταν
υπερσυντέλικος: θα είχ-α,ες,ε,αμε,ατε,αν δεθεί

μέλλοντας
εξακ/τικός στιγμιαίος συντελεσμένος προστακτική
θα δέν-ομαι θα δεθ-ώ θα έχω δεθεί
θα δέν-εσαι θα δεθ-είς θα έχεις δεθεί
θα δέν-εται θα δεθ-εί θα έχει δεθεί δέσου
θα δεν-όμαστε θα δεθ-ούμε θα έχομε δεθεί
θα δέν-εστε θα δεθ-είτε θα έχετε δεθεί δεθείτε
θα δέν-ονται θα δεθ-ούν θα έχουν δεθεί

Κατά το δένω κλίνονται, τα: χάνω, ψήνω, λύνω, ντύνω, απλώνω, διορθώνω, διπλώνω, ενώνω, πληρώνω, ιδρύω…
Η προστακτική ενεστώτα λέγεται μόνο σε μερικά ρήματα: γίνου, κάθου, ντύσου, πλύνου, προφασίσου… ετοιμάζεστε, σηκώνεστε.. Συνήθως αντί για προστακτική μεταχειριζόμαστε υποτακτική: να δροσίζεσαι, να χτενίζεσαι, να αγωνίζεστε, να έρχεστε..
Του σηκώνομαι ο παθητικός αόριστος έχει β’ ενικό πρόσωπο σηκώσου & σήκω
Β. Ρήματα β’ συζυγίας

Ρήματα β’ συζυγίας λέγονται αυτά που τονίζονται στον ενεστώτα ενεργητικής φωνής στην κατάληξη (αυτά που έχουν τονισμένο -ώ και παθητική φωνή -ιέμαι ή -ούμαι ή -άμαι), όπως π.χ. τα: αγαπ-ώ – αγαπιέμαι, λαλ-ώ, θυμ-ούμαι ή θυμ-άμαι…
Διακρίνονται σε δυο τάξεις για κάθε φωνή, ανάλογα με τις καταλήξεις που παίρνουν στον ενικό του ενεστώτα της οριστικής.

1. Η πρώτη τάξη περιέχει τα ρήματα που λήγουν ή συναιρέθηκαν σε -ώ,άς,ά (αγαπά-ω – αγαπ-ώ, αγαπά-εις – αγαπά-ς..), παθητική φωνή -έμαι, ιέσαι, ιέται(αγαπ-ιέμαι, ιέσαι, ιέται) Κλίνονται ως εξής:

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ

ενεστώτας (παρόν)
οριστική υποτακτική προστακτική μετοχή
αγαπ-ώ να/ας.. αγαπ-ώ αγαπώντας
αγαπ-άς να/ας.. αγαπ-άς
αγαπ-ά να/ας.. αγαπ-ά αγάπα
αγαπ-ούμε να/ας.. αγαπ-ούμε
αγαπ-άτε να/ας.. αγαπ-άτε αγαπάτε
αγαπ-ούν να/ας.. αγαπ-ούν

παρελθόν
παρατατικός αόριστος παρακείμενος υπερσυντέλικος
αγαπ-ούσα αγάπ-ησα έχω αγαπήσει είχα αγαπήσει
αγαπ-ούσες αγάπ-ησες έχεις αγαπήσει είχες αγαπήσει
αγαπ-ούσε αγάπ-ησε έχει αγαπήσει είχε αγαπήσει
αγαπ-ούσαμ αγαπ-ήσαμε έχομε αγαπήσει είχαμε αγαπήσει
αγαπ-ούσατε αγαπ-ήσατε έχετε αγαπήσει είχατε αγαπήσει
αγαπ-ούσαν αγάπ-ησαν έχουν αγαπήσει είχαν αγαπήσει

δυνητικός:
παρατατικός: θα αγαπ-ούσα,ες,ε.. & θα αγάπαγ-α,ες,ε,αμε,ατε,αν
παρακείμενος: θα είχ-α,ες,ε.. αγαπήσει
μέλλοντας
εξακ/τικός στιγμιαίος συντελεσμένος προστακτική
θα αγαπ-ώ θα αγαπ-ήσω θα έχω αγαπήσει
θα αγαπ-άς θα αγαπ-ήσεις θα έχεις αγαπήσει αγάπησε
θα αγαπ-ά θα αγαπ-ήσει θα έχει αγαπήσει
θα αγαπ-άμε θα αγαπ-ήσουμε θα έχομε αγαπήσει
θα αγαπ-άτε θα αγαπ-ήσετε θα έχετε αγαπήσει αγαπήστε
θα αγαπ-ούν θα αγαπ-ήσουν θα έχουν αγαπήσει
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ

ενεστώτας (παρόν)
οριστική υποτακτική προστακτική
αγαπ-ιέμαι να/ας.. αγαπιέμαι –
αγαπ-ιέσαι να/ας.. αγαπιέσαι
αγαπ-ιέται να/ας.. αγαπιέται
αγαπ-ιόμαστε να/ας.. αγαπιόμαστε
αγαπ-ιέστε να/ας.. αγαπιέστε
αγαπ-ιούνται να/ας.. αγαπιούνται

παρελθόν
παρατατικός αόριστος παρακείμενος υπερσυντέλικος
αγαπ-ιόμουν αγαπ-ήθηκα έχ-ω αγαπηθεί είχ-α αγαπηθεί
αγαπ-ιόσουν αγαπ-ήθηκες έχ-εις αγαπηθεί είχ-ες αγαπηθεί
αγαπ-ιόταν αγαπ-ήθηκε έχ-ει αγαπηθεί είχ-ε αγαπηθεί
αγαπ-ιόμαστε αγαπ-ηθήκαμε έχ-ομε αγαπηθεί είχ-αμε αγαπηθεί
αγαπ-ιόσαστε αγαπ-ηθήκατε έχ-ετε αγαπηθεί είχ-ατε αγαπηθεί
αγαπ-ιό(υ)νταν αγαπ-ήθηκαν έχ-ουν αγαπηθεί είχ-αν αγαπηθεί

μετοχή παρακειμένου: αγαπημένος,η,ο

δυνητικός:
παρατατικός: θα αγαπ-ιόμουν,ιόσουν..
υπερσυντέλικος: θα είχ-α,ες.. αγαπηθεί
μέλλοντας
εξακ/τικός στιγμιαίος συντελεσμένος προστακτική
θα αγαπ-ιέμαι θα αγαπ-ηθώ θα έχω αγαπήσει
θα αγαπ-ιέσαι θα αγαπ-ηθείς θα έχεις αγαπήσει
θα αγαπ-ιέται θα αγαπ-ηθεί θα έχει αγαπήσει αγαπ-ήσου
θα αγαπ-ιόμαστε θα αγαπ-ηθούμε θα έχομε αγαπήσει
θα αγαπ-ιέτε θα αγαπ-ηθείτε θα έχετε αγαπήσει αγαπ-ηθείτε
θα αγαπ-ιό(υ)νται θα αγαπ-ηθούν(ε) θα έχουν αγαπήσει

Κατά το αγαπώ κλίνονται, τα: απαντώ, κεντώ, κυβερνώ, κυνηγώ, νικώ, ρωτώ, τιμώ, τρυπώ, χαιρετώ, χτυπώ κ.α. Με κάποια διαφορά στον αόριστο τα: βαστώ, διψώ, δρω, κρεμώ, περνώ, ρουφώ, σπω, χαλώ κ.α.
Κατά το αγαπιέμαι κλίνονται, τα: αναρωτιέμαι, κρατιέμαι, μετριέμαι, , πουλιέμαι κ.α.

2. Η δεύτερη τάξη περιέχει ρήματα που λήγουν ή συναιρέθηκαν σε -ώ,είς,εί.. (ενεργ. φωνή) -ούμαι ή -άμαι (παθ. Φωνή): λαλάω – λαλώ, λαλάεις – λαλείς,… καλέω – καλώ, καλέεις – καλείς.. λυπ-ούμαι, λυπ-άσαι, λυπ-άται…, θυμ-ούμαι ή θυμ-άμαι…) . Κλίνονται ως εξής:
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ

ενεστώτας παρατατικός προστακτική
λαλ-ώ λαλ-ούσα
λαλ-είς λαλ-ούσες λάλ-ει
λαλ-εί λαλ-ούσε
λαλ-ούμε λαλ-ούσαμε
λαλ-είτε λαλ-ούσατε λαλ-είτε
λαλ-ούν(ε) λαλ-ούσαν

Οι άλλοι χρόνοι και οι εγκλίσεις σχηματίζονται όπως και στην α’ τάξη: λάλησα, έχω λαλήσει,.. λαλούμαι, …
Η προστακτική τελειώνει σε μερικά ρήματα και σε -α: τηλεφώνα, όπως καιν στα ρήματα της α’ τάξης.

Κατά το λαλώ κλίνονται, τα: αδιαφορώ, αδικώ, αργώ, δημιουργώ, εξαντκλώ, επιχειρώ, ζω, θεωρώ, θρηνώ, κατοικώ, κινώ, ποθώ, προσπαθώ, προχωρώ, συγκινώ, συμμαχώ, υμνώ, υπηρετώ, φιλώ, φρουρώ, ωφελώ κ.α.
Με κάποια διαφορά στον αόριστο, τα: αποτελώ, αφαιρώ, καλώ, μπορώ, συναιρώ…

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ

ενεστώτας παρατατικός
θυμ-ούμαι/ -άμαι θυμ-όμουν
θυμ-άσαι θυμ-όσουν
θυμ-άται θυμ-όταν
θυμ-ούμαστε θυμ-όμαστε
θυμ-άστε θυμ-όσαστε
θυμ-ούνται θυμ-όνταν/ -ούνταν

Οι άλλοι χρόνοι και οι εγκλίσεις σχηματίζονται όπως και στην πρώτη τάξη.
Κατά το θυμούμαι κλίνονται, τα: κοιμούμαι, λυπούμαι, φοβούμαι

ΕΙΔΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α. ΡΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΟΚΛΙΤΑ Β’ ΣΥΖΥΓΙΑΣ

Μερικά ρήματα σε -ουμαι ακολουθούν αρχαϊκή κλίση και σχηματίζουν τον ενεστώτα και τον παρατατικό κατά το ακόλουθο παράδειγμα:
Ενεστώτας:
στερ-ούμαι, είσαι, είται, ούμαστε, είστε, ούνται
εγγυ-ώμαι, άσαι, άται, όμαστε, άστε, ώνται

Παρατατικός:
εστερ-ούμουν, ούσουν, ούνταν, ούμαστε, ούσαστε, ούνταν

Ο παρατατικός των ρημάτων σε -ωμαι συνήθως λέγεται με περίφραση: έθεσα εγγύηση, είχα εξάρτηση.

Κατά το στερούμαι κλίνονται τα: επικαλούμαι, εξηγούμαι, μιμούμαι, προηγούμαι…Κατά το εγγυώμαι κλίνονται τα: εξαρτώμαι, διερωτώμαι, διασπώμαι κ.τ.λ..
Β. ΡΗΜΑΤΑ ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΑ Α’ ΣΥΖΥΓΙΑΣ

α) ακούω, καίω

ενεστώτας προστακτική ενεστώτας προστακτική
ακούω καίω
ακούς άκου καις καί(γ)ε
ακούει καίει
ακούμε καίμε
ακούτε ακούτε καίτε καιτε
ακούν(ε) καίν(ε)

Όμοια κλίνονται τα: κλαιω, φταιω. Τα ρήματα αυτά παίρνουν συνήθως ένα γ, όταν ύστερα από το αι ακολουθεί ε.
Προστακτική ενεστώτα: καίγε, κλαίγε
Παρατατικός: έκαιγε, έφταιγε
Παθητικός ενεστώτας: καίγεται, κλαίγεται

β) λέ(γ)ω, πάω

ενεστώτας προστακτική ενεστώτας προστακτική
λέ(γ)ω πάω
λες λέγε πας πήγαινε
λέ(γ)ει πάει
λέμε πάμε
λέτε λέγετε /λέτε πάτε πηγαίνετε
λέν(ε) παν(ε)

Κατά το λέγω κλίνονται τα: φυλά(γ)ω, τρώ(γ)ω Κατά το πάω κλίνεται ο μέλλοντας του τρώγω: θα φάω, φας.. και η υποτακτική του αορίστου: να φάω, να φας … προστακτική φά(γ)ε, φάτε.
Η προστακτική του πάω από το πηγαίνω: πήγαινε, πηγαίνετε
Γ. ΡΗΜΑΤΑ ΕΛΛΕΙΠΤΙΚΑ, ΑΠΡΟΣΩΠΑ & ΑΝΩΜΑΛΑ

Ελλειπτικά ρήματα λέγονται αυτά που δεν έχουν όλους τους τύπους και στις δυο φωνές. Τέτοια ρήματα είναι:
β) τα ρήματα μιας φωνής: είμαι, μάχομαι ξέρω, τρέχω…
γ) τα απρόσωπα ρήματα (βλέπε πιο κάτω).
Μερικά ρήματα σχηματίζουν μερικούς χρόνους από άλλα ρήματα, όπως τα: ανήκω, είμαι έχω, μάχομαι, οφείλω,.. πρβλ π.χ.: ξέρω ήξερα θα ξέρω/ θα μάθω έμαθα έχω μάθει είχα μάθει, μάχομαι – πολέμησα, πρέπει – χρειάστηκε…
Ανώμαλα ρήματα λέγονται αυτά που δεν ακολουθούν στην κλίση τους τους κανόνες των άλλων ρημάτων. Τα ρήματα αυτά ή αλλάζουν θέμα σε ορισμένους χρόνους και εγκλίσεις (βλέπω – είδα) ή παθαίνουν διάφορα φθογγικά πάθη (“υφαίνω – ύφανα, να υφάνω”…….., “είδα – να δω, δες, δείτε”.. ).
Απρόσωπα ρήματα λέγονται αυτά που συνηθίζονται μόνο στο τρίτο ενικό πρόσωπο, επειδή δεν έχουν υποκείμενο κάποιο συγκεκριμένο άνθρωπο ή ζώο κ.τ.λ.., αλλά κάτι το γενικό, το κοινό ή την φύση ή τον θεό. Τέτοια ρήματα είναι:
α) Τα ρήματα: πρέπει, συμφέρει μέλει – μέλλεται, πρόκειται
β) τα ρήματα που φανερώνουν φυσικό φαινόμενο: φέγγει, βραδιάζει, ξημερώνει, βρέχει. Φυσά, χιονίζει… (Όταν σημαίνουν ανθρώπινη ενέργεια γίνονται προσωπικά: Φυσά την φωτιά. Φέξε μου να φύγω. Βρέχω την ταράτσα.)
γ) Μερικά προσωπικά ρήματα στις απρόσωπες εκφράσεις: ακούγεται, λέγεται, χρειάζεται, γίνεται, αξίζει, θέλει..
(Περισ. βλέπε «Συντακτικό Ελληνικής Γλώσσας», Α. Κρασανάκη. )
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΑΝΩΜΑΛΩΝ
& ΕΛΛΕΙΠΤΙΚΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ

Ενεστώτας αόριστος παθ. αόριστος μετοχή
αγανακτώ αγανάκτησα – αγανακτισμένος
-αγγέλλω άγγειλα αγγέλθηκα αγγελμένος
αγρυπνώ αγρύπνησα – αγρυπνισμένος
-αιρώ -αίρεσα -αιρέθηκα -αιρεμένος
ακουμπώ ακούμπησα – ακουμπισμένος
αλέθω άλεσα αλέσθηκα αλεσμένος
αλλάζω άλλαξα αλλάχτηκα αλλαγμένος
αμαρτάνω αμάρτησα – –
ανακλώ ανάκλασα ανακλάστηκα ανακλασμένος
ανατέλλω ανάτειλα – –
ανεβαίνω ανέβηκα – ανεβασμένος
αποθαρρύνω αποθάρρυνα αποθαρρύνθηκα αποθαρρημένος
απονέμω απόνειμα απονεμήθηκα –
αποσταίνω απόστασα – αποσταμένος
αρέσω άρεσα – –
αρκώ άρκεσα αρκέστηκα –
αρταίνω άρτυσα αρτύθηκα αρτυμένος
αυξάνω αύξησα αυξήθηκα αυξημένος
αφήνω άφησα αφέθηκα αφημένος
βάζω έβαλα βάλθηκα βαλμένος
-βάλλω -έβαλα -βλήθηκα -βλημένος
βαραίνω βάρυνα – βαρεμένος
βαρώ βάρεσα βαρέθηκα βαρεμένος
βαστώ βάσταξα βαστάχτηκα βασταγμένος
βάστηξα βαστήχτηκα βαστηγμένος
βγάζω έβγαλα βγάλθηκα βγαλμένος
βγαίνω βγήκα – βγαλμένος
βλασταίνω βλάστησα – βλαστημένος
βλέπω είδα ειδώθηκα ιδωμένος
βόσκω βόσκησα βοσκήθηκα βοσκημένος
βρέχω έβρεξα βράχηκα βρεγμένος
βρίσκω βρήκα-ήβρα βρέθηκα βρεμένος
βυζαίνω βύζαξα βυζάχτηκα βυζαγμένος
γδέρνω έγδαρα γδάρθηκα γδαρμένος
γελώ γέλασα γελάστηκα γελασμένος
γέρνω έγειρα – γερμένος
γερνώ γέρασα – γερασμένος
γίνομαι έγινα γίνηκα γινωμένος
δέομαι – δεήθηκα –
δένω έδεσα δέθηκα δεμένος
δέρνω έδειρα δάρθηκα δαρμένος
διαθλώ διάθλασα διαθλάστηκα διαθλασμένος
διαβαίνω – διάβηκα –
διαιρώ διαίρεσα διαιρέθηκα διαιρεμένος
διαμαρτύρομαι – διαμαρτυρήθηκα διαμαρτυρημένος
διαρρέω διέρρευσα – –
διδάσκω δίδαξα διδάχτηκα διδαγμένος
δίνω έδωσα/ έδωκα δόθηκα δοσμένος
διώχνω έδιωξα διώχτηκα διωγμένος
διψώ δίψασα – διψασμένος
δρω έδρασα – –
δυστυχώ δυστύχησα – δυστυχισμένος
εγκατασταίνω εγκατάστησα εγκαταστάθηκα εγκαταστημένος
(ε)παινώ επαίνεσα επαινέθηκα παινεμένος
(παινεύω) παίνεψα παινεύτηκα –
επιβαρύνω επιβάρυνα επιβαρύνθηκα επιβαρημένος
έρχομαι ήρθα – –
ευτυχώ ευτύχησα – ευτυχισμένος
εύχομαι – ευχήθηκα –
θαρρώ θάρρεψα/ησα – –
θέλω θέλησα θελημένος
θέτω έθεσα(τέθηκα) – –
καθίζω(-ομαι) κάθισα – καθισμένος
καίω έκαψα κάηκα καμένος
καλύπτω κάλυψα καλύφτηκα καλυμμένος
καλώ κάλεσα καλέστηκα καλεσμένος
κάνω έκαμα – καμωμένος
κερνώ κέρασα κεράστηκα κερασμένος
κλαίω έκλαψα κλάφτηκα κλαμένος
κοιμίζω κοίμισα κοιμήθηκα κοιμισμένος
κρεμνώ κρέμασα κρεμάστηκα κρεμασμένος
λαβαίνω έλαβα – –
λαχαίνω έλαχα – –
λέ(γ)ω είπα ειπώθηκα ειπωμένος
λεπταίνω λέπτυνα λεπτύνθηκα λεπτυσμένος
μαθαίνω έμαθα μαθεύτηκα μαθημένος
μακραίνω μάκρυνα (απο)μακρύνθηκα μακρυσμένος
μεθώ μέθυσα – μεθυσμένος
μένω έμεινα – –
μηνώ μήνυσα μηνύθηκα μηνυμένος
μολύνω μόλυνα μολύνθηκα μολυσμένος
μπαίνω μπήκα – μπασμένος
μπορώ μπόρεσα – –
ντρέπομαι – ντράπηκα –
ξεχνώ ξέχασα ξεχάστηκα ξεχασμένος
παθαίνω έπαθα – παθημένος
παίρνω πήρα πάρθηκα παρμένος
πεινώ πείνασα – πεινασμένος
περνώ πέρασα περάστηκα περασμένος
πετυχαίνω πέτυχα – πετυχημένος
πετώ πέταξα πετάχτηκα πεταγμένος
πέφτω έπεσα – πεσμένος
πάω-πηγαίνω πήγα – πηγεμένος
πιάνω έπιασα πιάστηκα πιασμένος
πίνω ήπια πιώθηκα πιωμένος
πλανώ πλάνεσα πλανήθηκα πλανημένος
πλανεύω πλάνεψα πλανεύτηκα πλανεμένος
πλένω έπλυνα πλύθηκα πλυμένος
πλέω εξ-έπλευσα – –
πνέω έπνευσα εμ-πνεύστηκα εμ-πνευσμένος
πονώ πόνεσα πονέθηκα πονεμένος
ρουφώ ρούφηξα ρουφήχτηκα ρουφηγμένος
σέβομαι – σεβάστηκα –
σέρνω>σύρω έσυρα σύρθηκα συρμένος
σπ(α)ώ-σπά(ζ)ω έσπασα σπάστηκα σπασμένος
σπέρνω έσπειρα σπάρθηκα σπαρμένος
-σταίνω έστησα στάθηκα στημένος
στέκω (-ομαι) στάθηκα – –
στέλ(ν)ω έστειλα στάλθηκα σταλμένος
στρέφω έστρεψα στράφηκα στραμμένος
σφάλλω έσφαλα – εσφαλμένος
σχολ(ν)ώ σχόλασα σχολάστηκα σχολασμένος
σωπαίνω σώπασα – –
σιωπώ σιώπησα – –
τείνω έτεινα τάθηκα –
τελώ τέλεσα τελέστηκα τελεσμένος
τραβώ τράβηξα τραβήχτηκα τραβηγμένος
τρέπω έτρεψα τράπηκα (επιτε)τραμμένος
τρέφω/ θρέφω έθρεψα θράφηκα θρεμμένος
τρέχω έτρεξα – κατα-τρεγμένος
τρώ(γ)ω έφαγα φαγώθηκα φαγωμένος
τυχαίνω έτυχα – ——-
υπόσχομαι υποσχέθηκα – υποσχεμένος
φαίνομαι – φάνηκα (κακο)φανισμένος
φεύγω έφυγα – –
φθείρω έφθειρα φθάρθηκα φθαρμένος
φορώ φόρεσα φορέθηκα φορεμένος
-φρονώ φρόνησα φρονήθηκα φρονημένος
φταίω έφταιξα – –
χαίρομαι έχαιρα χάρηκα χαρούμενος
χορταίνω χόρτασα – χορτασμένος
(συν)χωρώ χώρησα (συν)χωρήθηκα
χώρεσα -χωρέθηκα (συν)χωρεμένος
ψέλνω-ψάλλω έψαλα ψάλθηκα ψαλμένος
(ξε)ψυχώ ξεψύχησα – ξεψυχισμένος
-ωμοτώ (συν)-ωμότησα ή (συν)-ώμοσα
ΣΙΓΜΑΤΙΚΟΣ & ΑΣΙΓΜΟΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ AOΡΙΣΤΟΣ

Σιγματικός αόριστος λέγεται ο τύπος του ενεργητικού αορίστου που έχει το σ: άκουσα, ίδρυσα, έπαυσα, έκλαψα, έτρεξα… Άσιγμος αόριστος λέγεται ο τύπος του ενεργητικού αόριστου χωρίς σ (που μοιάζει και με τον παρατατικό): έκρινα, έκανα… Ο ενεργητικός αόριστος κανονικά σχηματίζεται με την κατάληξη -σα για τα ρήματα α’ συζυγίας: λύ(ν)-ω > έλυσα και -ησα για τα ρήματα β’ συζυγίας: αγαπώ > αγάπ-ησα. Ωστόσο το σύμφωνο -σ- της κατάληξης πολλές φορές αποβάλλεται, επειδή δεν είναι εύκολη η συμπροφορά του με το χαρακτήρα του θέματος: κρίνω > έκριν(σ)α, κάνω – έκαν(σ)α

α) Ο σιγματικός ενεργητικός αόριστος

1. Των ρημάτων α’ συζυγίας
α) Tα φωνηεντόληκτα ρήματα (= τα με χαρακτήρα φωνήεν: α ε υ ει, ου.. ) σχηματίζουν τον ενεργητικό παρατατικό σε -α και τον αόριστο σε -σα: ακού-ω – άκου-(γ)α – άκου-σα ιδρύ-ω – ίδρυ-α – ίδρυ-σα,
Εξαιρούνται τα: καίω – έκαψα, κλαίω – έκλαψα, φταίω – έφταιξα
β) Τα χειλικόληκτα ρήματα (= τα με χαρακτήρα π β φ π/φ(τ) αυ, ευ) σχηματίζουν τον παρατατικό σε -α και τον αόριστο σε -ψα (π β φ + σ = ψ): λείπ-ω – έλειπ-α – έλειπ-σα > έλειψα, κρύβ-ω – έκρυβ-α – έκρυβ-σα > έκρυψα, γράφ-ω – έγραφ-α – έγραφ-σα > έγραψα, παύω – έπαψα, κουρεύω – κούρεψα, καλύπτω – εκάλυπτα – εκάλυψα..
γ) Τα ουρανικόληκτα ρήματα (= τα με χαρακτήρα κ γ χ χν ) σχηματίζουν τον ενεργητικό παρατατικό σε -α και τον αόριστο σε -ξα ( κ γ χ + σ = ξ): βρέχω – έβρεχα – έβρεχ-σα > έβρεξα, πλέκω – έπλεκ-α – έπλεκ-σα > έπλεξα, πνίγω – έπνιγ-α – έπνιξα, προσέχω – πρόσεξα, διώχνω – έδιωχνα – έδιωξα
δ) Τα οδοντικόληκτα ρήματα (= τα με χαρακτήρα τ δ θ) σχηματίζουν το ενεργητικό παρατατικό σε -α και το αόριστο σε -σα ( τ δ θ + σ = σ): θέτω – έθετ-α – έθετ-σα > έθεσα, αλέθω – άλεθ-α – άλεθ-σα > άλεσα, πέφτω – έπεσα….
ε) Τα ρήματα με χαρακτήρα ν σχηματίζουν το παρατατικό σε -α και τον αόριστο σε -σα: απλώνω – άπλωνα – άπλωσα, πιάνω – έπιασα, αφήνω – άφηνα – άφησα, ανασταίνω – ανάστησα, αμαρτάνω – αμάρτησα..
στ) τα ρήματα με χαρακτήρα σ, ζ ττ, σσ σχηματίζουν το αόριστο σε -σα ή -ξα: πλήττω -έπληττα – έπληξα, απαλλάσσω (απαλλαγή) – απάλλαξα, βουλιάζω (βούλιαγμα) -βούλιαξα, αρέσω (αρετή) – άρεσα, αγκαλιάζω – αγκάλιασα..

2. Των ρημάτων β΄ συζυγίας
Τα ρήματα της β’ συζυγίας σχηματίζουν τον ενεργητικό αόριστο με την κατάληξη -ησα (υποτακτική -ησω), τον παθητικό με την κατάληξη -ηθηκα και την μετοχή σε -ημενος, η,ο:
αγαπ-ώ, αγάπ-ησα, αγαπ-ήσω, αγαπ-ήθηκα, αγαπ-ημένος
τιμ-ώ, τίμ-ησα, τιμ-ήσω, τιμ-ήθηκα, τιμ-ημένος
‘Ομως πολλά δεν ακολουθούν τον κανόνα και σχηματίζουν τoν αόριστο σε:
-ασα γελώ – γέλ-ασα,
-αξα/ηξα τραβώ – τράβηξα, πετώ – πέταξα
-υσα μεθώ – μέθυσα
-εψα/εσα θαρρώ – θάρρεψα, καλώ – κάλεσα

β) Ο άσιγμος ενεργητικός αόριστος

α) Τα ημιφωνόληκτα ρήματα (= τα με χαρακτήρα λ ρ μ ν & παρατατικό σε -να) σχηματίζουν τον αόριστο με την κατάληξη -α (ν,μ,ρ,λ + σα = -α): προσφέρω – πρόσφερα, σφάλλω – έσφαλα, κρίνω – έκρινα… ή με τροπή του θεματικού φωνήεντος [ε] = ορθογραφικά ε & αι σε [ι] (ισχύει στα ρήματα α’ συζυγίας) που γράφεται με:
ε > ει: οριστ.: μένω – έμενα – έμεινα, στέλνω – έστελνα – έστειλα, ανατέλλω – ανέτειλα, γέρνω – έγερνα – έγειρα, σπέρνω – έσπερνα- έσπειρα, νέμω – ένεμα – ένειμα..υποτακτ.: να/ας.. μείνω, στείλω, γείρω, σπείρω..
ε > υ: οριστ.: πλένω – έπλυνα, σέρνω – έσυρα.. υποτακτ.: να/ας.. πλύνω, σύρω..
αι > η: μπαίνω – (ε)μπήκα, βγαίνω > βγήκα, παίρνω – (ε)πήρα, ανεβαίνω – ανέβηκα

β) Τα ρήματα σε -α(ί)νω ο αόριστος σχηματίζεται:
με αόριστο σε -α (χάνοντας το -αιν-)•
καταλαβ-αίνω καταλάβ-αινα κατάλαβ-α –
παθ-αίνω πάθ-αινα έπαθ-α –
λαμβ-αίνω λάβ-αινα έλαβ-α –
με αόριστο σε -ανα•
λυπ-α(ί)νω λύπ-αινα λύπ-ανα λυπ-άνθηκα
γλυκ-α(ί)νω γλύκ-αινα γλύκ-ανα γλυκ-άθηκα
ανασαίνω ανάσ-αινα ανάσ-ανα –
με αόριστο σε -υνα•
ακριβαίνω (ακριβός) ακρίβαινα ακρίβ-υνα –
κονταίνω (κοντός) κόνταινα κόντ-υνα –
μακραίνω (μακρύς) μάκραινα μάκρ-υνα μακρύνθηκα
ελαφραίνω (ελαφρύς) ελάφραινα ελάφρ-υνα λαφρνύθηκα
με αόριστο σε -ηκα•
ανεβαίνω ανέβαινα ανέβηκα –
με αόριστο σε -ησα•
αμαρτ-άνω αμάρτ-αινα αμάρτ-ησα αμαρτ-ήθηκα

Ανωμαλίες των εγκλίσεων του άσιγμου αόριστου

Ενεστώτας Αόριστος
οριστική υποτακτική προστακτική απαρέμφατο
ανεβαίνω ανέβηκα ανέβω/ανεβώ ανέβα – ανεβείτε ανέβει/ανεβεί
κατεβαίνω κατέβηκα κατέβω/κατεβώ κατέβα – κατεβείτε κατέβει/κατεβεί
βγαίνω βγήκα νά βγω/ βγώ βγες (έβγα) – βγείτε βγει
μπαίνω μπήκα νά μπω/ μπώ μπες (έμπα) – μπείτε μπει
βρίσκω βρήκα νά βρω/ βρώ βρες – βρείτε βρει
βλέπω είδα να (ι)δω (ι)δες – δείτε – δέ(σ)τε (ι)δει
λέ(γ)ω είπα να (ει)πω πες, πείτε, πέστε (ει)πεί
πίνω ήπια να πιω πιε(ς), πιείτε, πιέστε πιει
έρχομαι ήρθα νά ‘ρθω/ ρθώ έλα – ελάτε έρθει
πηγαίνω πήγα να πάω — πάει
παίρνω πήρα να πάρω πάρε – πάρετε πάρει
τρώ(γ)ω έφαγα να φάω φά(γ)ε – φάτε, φά(γ)ει

Παρατήρηση:
α) Μερικά από τα πιο πάνω ρήματα σχηματίζουν το β’ ενικό πρόσωπο της προστακτικής σε -α (κάποτε και στο β’ πληθυντικό -άτε ): ανεβαίνω, κατεβαίνω, έρχομαικ.α.: ανέβα, κατέβα, έλα, ελάτε… Άλλα σχηματίζουν το β’ ενικό πρόσωπο της προστακτικής σε -ες: βλέπω, λέ(γ)ω, βρίσκω, πίνω κ.α.: δες, πες, βρες, πιε(ς)..
β) Το β’ πληθυντικό πρόσωπο είναι: δείτε (και δέστε), πείτε ( και πέστε), βρείτε ( και βρέστε ), πιείτε ( και πιέστε ).
γ) Το μπαίνω και το βγαίνω σχηματίζουν την προστακτική σε -α και σπανιότερα σε -ες: έβγα (και βγες ) – βγείτε, έμπα (και μπες) – μπείτε.
δ) Το πηγαίνω ( πάω ) σχηματίζει την προστακτική του ενεστώτα: πήγαινε – πηγαίνετε και του αορίστου: άμε – αμέτε.
ε) Ο χαρακτήρας ξ, ψ τρέπεται συχνά σε φ, χ στο β’ πληθυντικό πρόσωπο της προστακτικής του αορίστου: ρίξτε και ρίχτε, αλείψτε και αλείφτε
Ο ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ & Η ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ

1. Σχηματισμός από το σιγματικό αόριστο
α) Όταν ο ενεργητικός αόριστος λήγει σε -σα , ο παθητικό λήγει σε -θηκα ή -στηκα και η μετοχή σε -(σ)μένος,η,ο:
αγοράζω – αγόρασα – αγοράστηκα, αγορασμένος,η,ο
αλέθω – άλεσα – αλέστηκα, αλεσμένος,η,ο
δένω – έδεσα – δέθηκα, δεμένος,η,ο
τιμώ – τίμησα – τιμήθηκα, τιμημένος,η,ο

β) Όταν ο ενεργητικός αόριστος λήγει σε -ψα, ο παθητικός λήγει σε -φτηκα και η μετοχή σε -μμένος,η,ο:
γράφω – έγραψα – γράφ(τ)ηκα, γραμμένος, η,ο
κρύβω – έκρυψα – κρύφτηκα, κρυμμένος, η,ο

γ) ‘Οταν ο ενεργητικός αόριστος λήγει σε -ξα, ο παθητικός λήγει σε -χτηκα και η μετοχή σε -γμένος,η,ο:
πράττω – έπραξα – πράχτηκα, πραγμένος, η,ο
πλέκω – έπλεξα – πλέχτηκα, πλεγμένος, η,ο
αλλάζω – άλλαξα – αλλάχτηκα, αλλαγμένος, η,ο

δ) Όσα ρήματα λήγουν σε -αυω, -ευω, σχηματίζουν τον παθητικό αόριστο σε -υτηκα και την μετοχή σε -(υ)μένος:
παύω – έπαψα – παύτηκα – παυμένος, η,ο
μαγεύω – μάγεψα – μαγεύτηκα – μαγεμένος, η,ο
στρατεύω – στράτευσα – στρατεύτηκα – στρατευμένος, η,ο

2. Σχηματισμός από τον άσιγμο αόριστο

α) Τα υγρόληκτα και ρινικόληκτα ρήματα σε -νω σχηματίζουν τον παθητικό αόριστο σε -θηκα και την μετοχή σε -μένος
βάζω (βάλλω) – έβαλα – βάλθηκα – βαλμένος, η,ο
γδέρνω – έγδαρα – γδάρθηκα – γδαρμένος, η,ο
κρίνω – έκρινα – κρίθηκα – κριμένος, η,ο
πλένω – έπλυνα – πλύθηκα – πλυμένος, η,ο

β) Τα ρινικόληκτα υπερδισύλλαβα ρήματα σε -ύνω και το ρήμα αισθάνομαι σχηματίζουν τον παθητικό αόριστο σε -νθηκα:
επιβαρύνω επιβάρυνα επιβαρύνθηκα επιβαρημένος, η,ο
ευκολύνω ευκόλυνα ευκολύνθηκα
αισθάνομαι αισθάνθηκα
Οι μετοχές τους ή δεν υπάρχουν ή σχηματίζονται ανώμαλα: μολύνω – μολυσμένος

γ) Από τα ρινικόληκτα ρήματα σε -αινω με ενεργητικό αόριστο -ανα:
α)άλλα διατηρούν το χαρακτήρα ν και έχουν τον παθητικό αόριστο σε -νθηκα και την παθητική μετοχή σε -σμένος: απολυμαίνω – απολύμανα – απολυμάνθηκα – απολυμασμένος, η,ο

β) άλλα χάνουν το χαρακτήρα ν του ενεργητικού αόριστου και σχηματίζουν τον παθητικό αόριστο σε -θηκα και την παθητική μετοχή σε -μένος: ζεσταίνω ζέστανα – ζεστάθηκα ζεσταμένος
Ο ΠΡΩΤΟΣ & ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ AOΡΙΣΤΟΣ

Ο παθητικός αόριστος, όπως είδαμε πιο πριν, κανονικά σχηματίζεται με την κατάληξη -θ/τηκα για τα ρήματα α’ συζυγίας: λύ(ν)ομαι > λύ-θηκα, πλάθ-ομαι – πλάσ-τηκα… και -ηθηκα για τα ρήματα β’ συζυγίας: αγαπ-ιέμαι > αγαπ-ήθηκα.. Ωστόσο μερικά ρήματα της α’ συζυγίας σχηματίζουν τον παθητικό αόριστο όχι σε -θηκα ή -τηκα, αλλά σε -ηκα, που λέγεται δεύτερος (β’) παθητικός αόριστος: γράφ-ομαι > γράφ-ηκα,ες,ε (ενικός) & γραφ-ήκαμε,ήκατε,ηκαν (πληθυντικός)

Κλίση β’ παθητικού αόριστου

οριστική υποτακτική προστακτική απαρέμφατο
γράφηκα να/όταν.. γραφώ
γράφηκα γραφείς
γράφηκε γραφεί γράψου
γραφήκαμε γραφούμε γραφεί
γραφήκατε γραφείτε γραφείτε
γράφηκαν γραφούν

Ο δεύτερος παθητικός αόριστος σχηματίζεται:

α) Με το ίδιο θεματικό φωνήεν που έχει στον ενεργητικό αόριστο της οριστικής: κόβομαι, έκοψα – κόπ-ηκα, πνίγομαι, έπνιξα – πνίγηκα, γράφομαι, έγραψα – γράφηκα,..

β) Με διαφορετικό θεματικό φωνήεν: βρέχ-ομαι, έβρεξα – βράχ-ηκα, ντρέπ-ομαι – ντράπ-ηκα, φαίν-ομαι – φάν-ηκα, χαίρ-ομαι – χάρ-ηκα, τρέπ-ομαι, έτρεψα – τρά-πηκα..

Το θεματικό φωνήεν αλλάζει, κάποτε, και στην παθητική μετοχή, όταν αυτή υπάρχει: στρέφ-ομαι, έστρεψα – στράφηκα, στραμμένος & καταστρεμμένος
Το ίδιο φωνήεν, είτε αυτό είναι αλλαγμένο είτε όχι, έχουν και οι χρόνοι που σχηματίζοντα από το θέμα του παθητικού αόριστου: χάρηκα, θα χαρώ, να (σε) χαρώ, έχω χαρεί
Μερικά ρήματα λέγονται σχηματίζουν κοντά στο δεύτερο παθητικό αόριστο και τον κανονικό σε -θηκα ή -τηκα: γράφομαι – γράφηκα & γράφτηκα

Διπλοί αόριστοι & διπλές παθητικές μετοχές

Mερικά ρήματα λέγονται με διπλό ενεργητικό αόριστο, καθώς και με διπλή παθητική μετοχή: πηδώ – πήδησα και πήδηξα, πετώ – πεταμένος και πεταγμένος, η ,ο

 

Πηγή: www.neoastro.gr

Συντάκτης: Στέλιος Νικολαΐδης

Rate it

Σχολιάστε το άρθρο (0)

Αφήστε το σχόλιό σας

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *


[wpens_easy_newsletter firstname="no" lastname="no" button_text="Εγγραφή"]

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

0%