Στέλιος Νικολαΐδης

Η ΓΝΩΣΗ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΧΕΙΡΑΓΩΓΕΙΤAI!

today1 Μαΐου, 2022

Background
share close

Οι αλλαγές που επέφεραν στην «μάζα» τα ΜΜΕ (το ραδιόφωνο, και ιδιαίτερα η τηλεόραση) είναι οι εξής:

1) Η φυσική συγκέντρωση των μαζών σ’ έναν χώρο έπαψε να είναι αναγκαία, αντίθετα το τηλεοπτικό κοινό είναι διασκορπισμένο παντού και δεν είναι συγκεντρωμένο πουθενά.

Η «ψυχολογία» αυτού του τύπου μάζας είναι κατάλληλη για συνεντεύξεις, ερωτηματολόγια, στατιστικές αναλύσεις της καθημερινής συμπεριφοράς, της αγοράς, της πολιτικής γνώμης κ.τ.λ. Η εμφάνιση του ραδιοφώνου μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν οδήγησε ωστόσο ξεκάθαρα στις τάσεις αυτές όπως στην Αμερική. Αντίθετα, μαζί με τον τύπο και τον κινηματογράφο, ενίσχυσε κατά την μεσοπολεμική περίοδο το παραδοσιακό φαινόμενο της μάζας, πράγμα που εκμεταλλεύτηκε προπαγανδιστικά ο Φασισμός και ο Σταλινισμός.

2) Τα ΜΜΕ κατεβάζουν το διανοητικό επίπεδο του κοινού μέσω της απλοποίησης των πληροφοριών και της υποβολής που συνεπάγεται η τελευταία. Η οργάνωση μιας εφημερίδας, η σελιδοποίηση και η τοπογραφική κατανομή του χώρου της, οι τίτλοι, τα χρώματα, οι φωτογραφίες κ.τ.λ., όλ’ αυτά καλύπτουν ένα βασικό στοιχείο: Το ότι πρέπει να υπάρχει ένα κεντρικό σημείο, ένα κύριο θέμα, το οποίο γίνεται η εστία του ενδιαφέροντος. Εδώ έχουμε μια αναπαραγωγή του «ενός» στοιχείου, του αρχηγού που κυριαρχεί στη μάζα μέσω της υποβολής, στο επίπεδο των σημαινόντων· ένα κύριο σημαίνον κυριαρχεί στα άλλα (μια συνταρακτική είδηση ή το κύριο άρθρο).

Ο διασκορπισμός του κοινού και η συμβολική διαμεσολάβηση του μέσου έχουν ωστόσο ως αποτέλεσμα το κοινό να είναι πιο «δυσκίνητο» και πιο «μετριοπαθές» απ’ ό,τι η μάζα στους δρόμους. Αλλά βέβαια και εδώ ο καθένας είναι πεισμένος ότι μοιράζεται μ’ ένα μεγάλο πλήθος την ίδια ιδέα και την ίδια επιθυμία. Η ιδέα που έχουν ορισμένοι ότι υπάρχει στα «παρασκήνια» ένας κρυμμένος «εγκέφαλος» που διευθύνει τα ΜΜΕ είναι αφελής. Ο ίδιος ο μηχανισμός μετάδοσης των ΜΜΕ κάνει τον πιο μικρό δημοσιογράφο να έχει μεγάλη απήχηση.

3) Στην κοινή γνώμη δημιουργούνται ρεύματα· η κοινή γνώμη δεν είναι μονολιθική. Αυτός είναι ο λόγος που τα ΜΜΕ λειτουργούν ομαλά και κανονικά όταν υπάρχει πλουραλισμός και δημοκρατία. Η κατάχρηση των ΜΜΕ σε δικτατορικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα για πλύση εγκεφάλου των μαζών καταργεί την ύπαρξη ρευμάτων. Η κριτική των ΜΜΕ που γίνεται εδώ αφορά βασικά την περίπτωση ύπαρξης του πλουραλισμού, αλλιώς η δημιουργία του κοινού ξεπέφτει σ’ ένα στοιχειώδες επίπεδο χειραγώγησης μιας και μόνο μάζας, που η ύπαρξη και μόνο πολλών ανεξαρτήτων κέντρων ΜΜΕ καθιστά αδύνατη. Ωστόσο η «γνώμη» ενός «ρεύματος» του κοινού είναι κάτι που πάντα, ανεξάρτητα από την ύπαρξη των ΜΜΕ, δημιούργησε και θα δημιουργεί προβλήματα στη δημοκρατία. Αυτό γιατί η γνώμη τοποθετείται ανάμεσα στην παράδοση, τις προκαταλήψεις, την πίστη και τις δοξασίες από τη μια, και τον ορθό λόγο, την προσωπική άποψη, από την άλλη.

Από την στιγμή που η παραδοσιακή κοινωνία έχει ξεπεραστεί, αρχίζει να υπάρχει το πρακτικά άλυτο πρόβλημα της απόστασης ανάμεσα στη γνώμη και τη γνώση ή κρίση, ανάμεσα στην αβασάνιστη «άποψη» και στην αλήθεια, που προϋποθέτει τη θέληση και την ικανότητα για κριτικό έλεγχο των πληροφοριών και των αποφάσεων, πράγμα που οι περισσότεροι πολίτες δεν το κάνουν. Έτσι ο διχασμός και η ένταση ανάμεσα στη γνώμη και τον ορθό λόγο δεν θα πάψει ποτέ να είναι η κινητήρια δύναμη της πολιτικής κουλτούρας μιας δημοκρατίας, η ποιότητα της οποίας εξαρτάται από το μέγεθος αυτής της απόστασης ανάμεσα στους δυο πόλους.

Η προσπάθεια ωστόσο της (πλατωνικής) δικτατορίας του ορθού λόγου ή της «αλήθειας» και της κατάργησης της γνώμης (ή μάλλον των γνωμών, στον πληθυντικό) οδηγεί πάντα στον σταλινικό ολοκληρωτισμό ή στη θεοκρατία: η μεγαλύτερη αλήθεια, στον βαθμό που θέλει να επιβληθεί πρακτικά και αποκλειστικά, αποκλείοντας την ύπαρξη της αμφιβολίας και του «άλλου λόγου», οδηγεί σε καταστάσεις παρανοϊκής καταδίωξης όλων από τον «έναν», που «κατέχει» την «αλήθεια». Η επικοινωνία «δημιουργεί» τις γνώμες, ένα φαντασιακό προϊόν, οι οποίες έχουν την τάση να είναι ενάντια τόσο στην παράδοση, όσο και στον ορθό Λόγο. Ενέχουν δηλαδή ένα στοιχείο υστερίας, έτσι ώστε γίνονται εύκολα αντικείμενο δημαγωγικής εκμετάλλευσης και λαϊκισμού στον βαθμό που δεν ελέγχονται από τον ορθό λόγο.

Η τελευταία περίπτωση ισχύει ιδιαίτερα όταν επικρατήσει στην τηλεόραση ο ελεύθερος ανταγωνισμός, γιατί η πίεση του κέρδους οδηγεί στην προσαρμογή στον «ελάχιστο κοινό παρονομαστή» του γούστου και της νοημοσύνης του κοινού. Αυτό ισχύει για τα διάφορα «λαοφιλή» προγράμματα, δεν ισχύει τόσο για τις ειδήσεις· εδώ αναγκάζεται η κρατική τηλεόραση να μη γίνεται απλώς φερέφωνο της κυβέρνησης.

4) Οι ταξικές διαφορές χάνουν τον παραδοσιακό χαρακτήρα τους· η ύπαρξη των ΜΜΕ τις εξασθενεί και τις μεταμφιέζει. Οι διαφορές του «κοινού» δεν αναπαράγουν άμεσα τις ταξικές διαφορές, και οι εφημερίδες ή τα ΜΜΕ που συνειδητά έχουν «ταξικό» περιεχόμενο χάνουν την πειστικότητα τους, γιατί έχουν αναγκαστικά δόγμα και «διδασκαλικό» τόνο. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν πια τάξεις· απλώς οι διαφορές ανάμεσά τους είναι πιο πολυσύνθετες και λιγότερο ξεκάθαρες απ’ ό,τι τον 19ο αιώνα και υπερπροσδιορίζονται από το φαινόμενο της μάζας και της «κοινής γνώμης». Δηλαδή σημασία έχει το πώς εμφανίζονται και γίνονται αντιληπτά από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές τα ταξικά συμφέροντά τους, μέσα από διάφορες διαμεσολαβήσεις. Οι αντιθέσεις ανάμεσα στις τάξεις μεταβάλλονται πάντα σε συγκρούσεις ανάμεσα σε μάζες (λίγο ή πολύ οργανωμένες), και αυτό σημαίνει συγκρούσεις ανάμεσα σε πάθη, μυθολογίες και ιδεολογίες.

Η ύπαρξη του «κοινού» έχει συνέπειες και για τα πολιτικά κόμματα· για να έχει «επιτυχία» η δραστηριότητά τους, για να δημιουργήσουν «γεγονότα», είναι υποχρεωμένα να γίνουν γνωστά μέσω του τύπου, του ραδιοφώνου, της τηλεόρασης. Έτσι οδηγούνται σε συνεχή «αναδιοργάνωση» του προγράμματος και του κοινού· από κόμματα «μάζας» έγιναν κόμματα «κοινού». Ο σύγχρονος λαϊκισμός έχει ανάγκη από τα ΜΜΕ, και οι φανατισμένοι οπαδοί των κομμάτων που αλληλοδέρνονται στους δρόμους θα έπρεπε να ανήκουν στο παρελθόν. (Ή υπάρχουν ακόμα οι συμπλοκές στα σχολεία και τα πανεπιστήμια, τελευταίο καταφύγιο της παλιάς, αυθόρμητης και προφορικής επικοινωνίας).

Το παλιό λαϊκίστικο κόμμα της μάζας αποτελείτο από τους οπαδούς και έναν αρχηγό, τα νέα κόμματα του «κοινού» αποτελούνται από συνεχώς μεταβαλλόμενες συμμαχίες ομάδων, στις οποίες σημαντικό ρόλο παίζει ο έλεγχος των ΜΜΕ· έτσι στις εκλογές δεν επιβάλλονται τόσο οι πολιτικά ικανοί ή τα προγράμματα, αλλά οι «φωτογενείς», εκείνοι που έχουν μεγαλύτερη επιτυχία στην τηλεόραση και είναι «τηλεοπτικοί». Ο πολιτικός χάνει ανεπανάληπτα την προσωπικότητά του και τη συνείδησή του, που πρέπει να έχει πάντα ακόμα και ενάντια στο κοινό του, και γίνεται απλός «σωσίας», αναπαραγωγή των φαντασιακών εικόνων και επιθυμιών του κοινού -ο διάλογος μαζί του δεν είναι έτσι δυνατός.

Έτσι η πολιτική χάνει το νόημά της και γίνεται θέαμα, το οποίο είναι φαντασματική οθόνη που καλύπτει το παιχνίδι της εξουσίας που παίζεται από μια ολιγαρχία. Βέβαια το παιχνίδι της εξουσίας πάντα απαιτούσε ένα θέατρο, αυτό δεν είναι καινούργιο φαινόμενο· απλώς η δημοκρατία υποσκάπτεται τελικά στον βαθμό που αυτό το θέαμα γίνεται κάτι που η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών παραδέχεται. Αυτός ο κίνδυνος υπάρχει, μόνο που οι προειδοποιήσεις των δογματικών, παραδοσιακών ομάδων δεν οδηγούν πουθενά, γιατί δεν έχουν καταλάβει τις αλλαγές στην πραγματικότητα.

Το γόητρο το οποίο σήμερα απαιτείται από έναν πολιτικό είναι μια παραλλαγή του χαρίσματος, με το οποίο παραδοσιακά οι αρχηγοί συγκινούσαν τις μάζες. Η έννοια της εξουσίας περιλαμβάνει τόσο την εξουσία στα σώματα, μέσω της βίας ή της απειλής βίας, όσο και στις ψυχές, μέσω της σαγήνευσης, του γοήτρου. Αυτό δεν σημαίνει ότι το γόητρο είναι πάντα κάτι το αρνητικό ή το απορριπτέο· δημοκρατικοί ηγέτες όπως ο Ρούσβελτ, ο Μπραντ ή ο Γκορμπατσόφ, διαθέτουν αυτό το γόητρο, που δεν έχει καμιά σχέση με τη σαγήνευση που εξασκούσαν οι Μουσολίνι, Χίτλερ, Στάλιν. Παρ’ όλ’ αυτά, το γόητρο είναι κάτι άνισα κατανεμημένο, μόνο λίγοι το έχουν· μια δημοκρατία που το καλλιεργεί ή το έχει ανάγκη, όσο διαφοροποιημένος και αν είναι ο αρχηγός του κόμματος ή της κυβέρνησης, δεν είναι ρεπουμπλικανική.

Αναφέρουμε εδώ συνειδητά τον λατινικό όρο, ο οποίος δυστυχώς δεν υπάρχει ακόμη στα ελληνικά: «Ρεπούμπλικα», σημαίνει κάτι παραπάνω από δημοκρατία· σημαίνει το πώς είναι συγκροτημένη η δημοκρατία, έτσι ώστε ο κάθε πολίτης να έχει αυτόνομη γνώμη και δυνατότητα επέμβασης που την υλοποιεί. Η δημοκρατία, ως γενικός όρος «κυριαρχία των πολλών», σημαίνει συχνά τη μαζοποίηση των πολιτών, ώστε οι χαρισματικοί ηγέτες (οι αρχαίοι ελληνικοί τύραννοι) να είναι γέννημα της δημοκρατίας. Η σύγχρονη δημοκρατία των ΜΜΕ δεν είναι ρεπουμπλικανική, γιατί τα ΜΜΕ κατακλύζουν το κοινό με τη λατρεία των «σταρς», στους οποίους υπάγονται και οι πολιτικοί, όπως και oι ποδοσφαιριστές ή οι ηθοποιοί.

Η εξουσία των δημοσιογράφων μπορεί να πάει πολύ μακριά, στον βαθμό που οι δημοσιογράφοι έχουν το χάρισμα του υπνωτιστή, την γνώση των αδυναμιών του κοινού: Ηδονοβλεψία, κουτσομπολιό, ξεδιαντροπιά, αδιακρισία, φθόνο, μίσος, άγχος κ.τ.λ. Η κινητοποίηση αντίθετα της γενναιοδωρίας και των καλών αισθημάτων (όταν αυτά είναι γνήσια) δεν «συμφέρει», γιατί δεν οδηγεί πολύ μακριά στην πολιτική· τα «καλά» αισθήματα δεν «οργανώνονται», γιατί απαιτούν ατομική στράτευση, υπευθυνότητα και αυτοθυσία, πράγματα όλα τα οποία φοβούνται ως δύσκολα οι άνθρωποι.

Αντίθετα, η αποκάλυψη των «κακών» αισθημάτων οργανώνεται εύκολα, γιατί είναι το αποτέλεσμα της ψυχικής παλινδρόμησης της μάζας ή του κοινού. Έτσι απελευθερώνεται η λανθάνουσα ορμή για καταστροφή· μπορεί κανείς πάντα να καταγγείλει ή να συκοφαντήσει κάποιον δημοσίως, με αποτέλεσμα να γίνει «δόλωμα» και αποδιοπομπαίος τράγος του κοινού, προκειμένου να συγκαλυφθούν άλλα, πραγματικά κακώς κείμενα του ίδιου του κοινού.

Η συκοφαντία είναι το συμβολικό στοιχείο της υπόθεσης· όλη η στρατηγική της εξουσίας και του μάρκετινγκ βασίζεται στη δυνατότητα εξαπάτησης του κοινού, όχι με αφελή τρόπο (κουτοπόνηρο και χωριάτικο), αλλά με έμμεσο, λεπτό και υπολογισμένο τρόπο, με τη συμμετοχή και τη συνενοχή του κοινού. Η υποβολή του κοινού είναι τέχνη· η ικανότητα του να προσελκύεις την προσοχή του μέσω «αποκαλύψεων», σκανδάλων, υπερβολών και επαναλήψεων.

Ιδιαίτερα το τελευταίο οδηγεί στη δημιουργία στερεοτύπων. Παράδειγμα είναι τα στερεότυπα της σταλινικής «ξύλινης γλώσσας», έτσι όπως παράγονται στα στείρα και ανιαρά άρθρα των σταλινικών εντύπων. Παρ’ όλη την ανία που προκαλούν, οι οπαδοί τα διαβάζουν με θρησκευτική ευλάβεια· αυτό εξηγεί το αίνιγμα, γιατί στα άρθρα αυτά επαναλαμβάνονται για πολλοστή φορά εκείνα τα δόγματα, τα οποία δίνουν τροφή στην πίστη των οπαδών, τους αποκοιμίζουν διανοητικά και τους παρέχουν ψυχολογική ασφάλεια. Όταν η επανάληψη των στερεοτύπων, μαζί με τη συνενοχή του κοινού (δηλαδή την εκμετάλλευση του άγχους και του υπάρχοντος αισθήματος ενοχής των ανθρώπων) και την αποπληροφόρησή του γίνει επίσημο εργαλείο κυριαρχίας στους ανθρώπους, τότε έχουμε την «πλύση εγκεφάλου».

Συντάκτης: Στέλιος Νικολαΐδης

Rate it

Σχολιάστε το άρθρο (0)

Αφήστε το σχόλιό σας

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *


[wpens_easy_newsletter firstname="no" lastname="no" button_text="Εγγραφή"]

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

0%