Γλωσσικά τινα (ΟΒ’): Τα ρήματα «εγκύπτω» και «ενσκήπτω»
Συχνά συγχέονται τα ρήματα εγκύπτω και ενσκήπτω, πιθανώς λόγω ομοηχίας των δύο αυτών λέξεων, μολονότι διαφέρουν εντελώς μεταξύ τους τόσο ετυμολογικά όσο και σημασιολογικά. Το ρήμα εγ-κύπτω (εν+κύπτω) σημαίνει: 1. σκύβω και εξετάζω με προσοχή (αντικείμενο ή γεγονός, συμβάν, κατάσταση, ζήτημα κ.λπ.), προσηλώνω το ενδιαφέρον μου σε κάτι (π.χ. η οικονομική επιθεώρηση ενέσκυψε στα προβλήματα των φοροαπαλλαγών) 2. καταγίνομαι συστηματικά και με ζήλο με κάτι (π.χ. εδώ και χρόνια εγκύπτω […]