Φοίβος Πιομπίνος

Γλωσσικά τινα (199): τα ρήματα «κατατρέχω» και «κατατρύχω»

today3 Μαΐου, 2016

Background
share close

Το ρήμα κατατρέχω σημαίνει:

1) τρέχω προς τα κάτω, σπεύδω

2) επί ναυτών και εμπόρων αποβιβάζομαι εν σπουδή, προσορμίζομαι

3) συνεκδοχικώς καταδυναστεύω, καταπιέζω  (π.χ. οι συνάδελφοί του τον κατατρέχουν φανερά ή κρυφά)

4) ονειδίζω, κατηγορώ

5) (ΝΕΟΕΛΛ.) διάκειμαι δυσμενώς, εχθρικά απέναντι σε κάποιον,  ενεργώ κατά τινος, προσπαθώ να τον βλάψω, τον καταδιώκω  (π.χ. τον κατατρέχει η αδικία / από μικρό παιδί τον κατέτρεχε η ατυχία)

6) λεηλατώ, καταστρέφω

Παράγωγο του ρήματος κατατρέχω είναι ο κατατρεγμός (π.χ. στα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι κατατρεγμοί δεν έκαμψαν το ηθικό των υπόδουλων Ελλήνων / ασύλληπτος υπήρξε το 1922 ο κατατρεγμός των Ελλήνων της Μικρασίας)  και η μετοχή κατατρεγμένος, το οποίο έχει και την ειδικότερη σημασία του «άτυχου», του «κυνηγημένου» από τη μοίρα (π.χ οι κατατρεγμένοι Μικρασιάτες κατέφυγαν με την ψυχή στο στόμα στην ελεύθερη Ελλάδα / είναι φτωχός και κατατρεγμένος άνθρωπος)

7) επέρχομαι κατά τινος

Το ρήμα κατατρύχω σημαίνει καταπονώ, καταβασανίζω (π.χ. τον κατατρύχουν συνεχώς οι συμφορές / η ανέχεια κατατρύχει τους ανέργους / κατατρύχεται από το πάθος της εκδίκησης).

 

Φοίβος Ι. Πιομπίνος   piombinos.com

Συντάκτης: New Generation Radio

Rate it

Σχολιάστε το άρθρο (0)

Αφήστε το σχόλιό σας

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *


[wpens_easy_newsletter firstname="no" lastname="no" button_text="Εγγραφή"]

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

0%