Φοίβος Πιομπίνος

Γλωσσικά τινα (194): τα ρήματα «εγκύπτω» και «ενσκήπτω»

today8 Φεβρουαρίου, 2016

Background
share close

Συχνά συγχέονται, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, τα ρήματα εγκύπτω και ενσκήπτω, μολονότι δεν έχουν μεταξύ τους καμία ετυμολογική ή σημασιολογική συγγένεια. Πιθανώς η ομοηχία των δύο αυτών λέξεων να προκαλεί τη σύγχυση.

     Το ρήμα εγκύπτω (εν + κύπτω «σκύβω») σημαίνει 1. «σκύβω μέσα σε κάτι , μπαίνω μέσα», άρα εξετάζω προσεκτικά, συστηματικά κάτι (αντικείμενο ή γεγονός, κατάσταση, ζήτημα κ.λπ.), προσηλώνω το ενδιαφέρον μου σε κάτι: η επιτροπή ενέσκυψε στα δυσεπίλυτα προβλήματα του συνταξιοδοτικού συστήματος 2. καταγίνομαι συστηματικά και με ζήλο: εγκύπτω στη μελέτη των ιερογλυφικών.

Το ρήμα ενσκήπτω (εν + σκήπτω «επιπίπτω, ορμώ») χρησιμοποιείται για δυσμενή φαινόμενα και σημαίνει εμφανίζομαι αιφνιδιαστικά και πλήττω με ορμή, εισορμώ εναντίον, επιτίθεμαι με σφοδρότητα: δριμύ ψύχος ενέσκηψε στη χώρα / οι μετεωρολόγοι προβλέπουν ότι θα ενσκήψει τυφώνας.

 

      Φοίβος Ι. Πιομπίνος   piombinos.com

Συντάκτης: New Generation Radio

Rate it

Σχολιάστε το άρθρο (0)

Αφήστε το σχόλιό σας

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *


[wpens_easy_newsletter firstname="no" lastname="no" button_text="Εγγραφή"]

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

0%