Φοίβος Πιομπίνος

Γλωσσικά τινα (ΡΜΣΤ’): τα ομόηχα ρήματα κλείνω και κλίνω

today17 Φεβρουαρίου, 2014 1 3

Background
share close

Το ρήμα κλείνω σημαίνει κυρίως πως φέρνω μια πόρτα, ένα φύλλο παραθύρου, ένα σκέπασμα κ.λπ. σε τέτοια θέση, ώστε να μη μένει ελεύθερη η δίοδος (είσοδος ή έξοδος) ή να καλύπτεται το εσωτερικό επίπλου ή συσκευής: κλείνω την πόρτα / το παράθυρο / τη ντουλάπα / το ψυγείο κ.ά. Όπως και με άλλα ρήματα (δίνω – δίδω, λύνω – λύω, στέλνω – στέλλω κ.λπ.), τα περισσότερα σύνθετα διατηρούν τον αρχικό τύπο του ρήματος (κλείω) και όχι τον νεότερο τύπο (κλείνω). ΄Ετσι έχουμε: απο-κλείω, εγ-κλείω,  εμ-περι-κλείω, εσω-κλείω, ενώ από το κλείνω έχουμε μόνο το νεότερο ανοιγοκλείνω.

     Το ρήμα κλίνω σημαίνει 1. έχω κλίση, γέρνω προς ορισμένη κατεύθυνση: η ζυγαριά έκλινε προς τα δεξιά 2. εμφανίζω ροπή, τάση προς κάτι: οι πολιτικές του απόψεις κλίνουν προς την άκρα δεξιά 3. σχηματίζω τύπους του παραδείγματος κλιτού μέρους του λόγου: κλίνω ένα ρήμα στην υποτακτική του αορίστου 4. κάνω κάτι να στραφεί, να γυρίσει                      προς τα κάτω ή τα πλάγια: κλίνω το κεφάλι μου. Σύνθετα ρήματα, παράγωγα του κλίνω, είναι τα: απο-κλίνω, εγ-κλίνω, παρ-εκ-κλίνω, παρ-εγ-κλίνω, συγ-κλίνω, κατά-κλίνομαι, υπο-κλίνομαι, ανα-κλίνομαι.

Συχνά συγχέεται ο αόριστος του ρήματος κλείνω με το ομόηχο ρήμα κλίνω , που έχει διαφορετική σημασία. ΄Ετσι ακούγονται εσφαλμένες φράσεις  όπως «έκλεισα όλα τα ρήματα» αντί του ορθού «έκλινα όλα τα ρήματα» ή «κλείσε το ουσιαστικό θέρος» αντί του ορθού «κλίνε το ουσιαστικό θέρος». Τούτο συμβαίνει προφανέστατα επειδή τα δύο εν λόγω ρήματα συμπίπτουν ακουστικά στον ενεστώτα (κλείνω = κλίνω) καθώς και στον παρατατικό (έκλεινα = έκλινα).

 

Φοίβος Ι. Πιομπίνος    piombinos blogspot.com

Συντάκτης: Φοίβος Πιομπίνος

Rate it

Σχολιάστε το άρθρο (0)

Αφήστε το σχόλιό σας

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *


[wpens_easy_newsletter firstname="no" lastname="no" button_text="Εγγραφή"]

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

0%