Φοίβος Πιομπίνος

Σχετικά με την ονομασία μερών της δυτικής ενδυμασίας (Α’)

today19 Μαρτίου, 2015

Background
share close

Ο αρχαίος ελληνικός ιματισμός και τα συναφή ενδύματα (χιτών, χλαμύς, μανδύας, επενδύτης, ιμάτιον κ.λπ.) του Βυζαντίου και της προεπαναστατικής και μετεπαναστατικής Ελλάδας υποχώρησαν βαθμιαία κυρίως από τον 19ο αιώνα στο συρμό των φράγκικων ή ευρωπαϊκών ενδυμάτων.  Ωστόσο μετά την Επανάσταση του Εικοσιένα και μέχρι και τον Β’  Παγκόσμιο πόλεμο στον ελληνικό χώρο συναντούσε κανείς τοπικές φορεσιές παράλληλα με τις ευρωπαϊκές ενδυμασίες που φορούσαν οι αστοί. Γι’ αυτό, τα χρόνια εκείνα που δεν υπήρχαν ετοιμοπαράδοτα ενδύματα παρά μόνο επί παραγγελία, λειτουργούσαν ελληνοραφτάδικα και φραγκοραφεία.

Στους μεσαιωνικούς χρόνους χρησιμοποιήθηκε η λέξη ρούχον, που θεωρείται πως προήλθε από το σλαβικό ruho. Kατ΄άλλους ωστόσο πιθανολογείται ότι πρόκειται για ευρύτερης χρήσης γερμανοκελτική λέξη, που διαδόθηκε στην Ευρώπη. Οι ονομασίες των περισσότερων ενδυμάτων  είναι ξενόφερτες.  Όμως στην ανδρική ενδυμασία το πανωφόρι, το σακάκι και το πουκάμισο προέρχονται από λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν στην Ελλάδα από παλιά. Το πανωφόρι προέκυψε από το μεσαιωνικό απανωφόριο που προέρχεται από το επανωφόριον. Το σακάκι προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη σάκ(κ)ος, που σήμαινε καθετί το  κατασκευασμένο από γιδήσιο μαλλί, το χοντρόρουχο. Το πουκάμισο έχει προκύψει από το επικάμισον, που έδωσε το υποκάμισον, το ποκάμισον και τέλος το μεσαιωνικό πουκάμισον. Το επικάμισον πάλι προήλθε από το λατινικό camisia (λινό ένδυμα  με στενά μανίκια φερόμενο κατάσαρκα), που το πήραν οι Ρωμαίοι στρατιώτες από τους Κέλτες, οι οποίοι με τη σειρά τους το είχαν δανειστεί από τους Γερμανούς.

Το παντελόνι είναι το γαλλικό pantalon, που μπήκε στην Ελληνική μέσω της ιταλικής λέξης στον πληθυντικό  pantaloni. Η γαλλική λέξη pantalon  χρησιμοποιήθηκε στη Γαλλική το 1650 από το όνομα ενός χαρακτηριστικού  προσώπου του βενετσιάνικου καρναβαλιού, του Pantalon, ο οποίος φορούσε μακριές περισκελίδες.

Η γραβάτα ήρθε το λεξιλόγιό μας από τη γαλλική  cravate  και αυτή μέσω της ιταλικής cravatta, που ανάγεται στους μισθοφόρους Κροάτες της Αυστρο-ουγγρικής Αυτοκρατορίας, οι οποίοι φορούσαν  ένα μαντίλι γύρω από το λαιμό  τους ως μέρος της εθνικής ενδυμασίας τους. Ο ΄Αγγελος Βλάχος απέδωσε την εν λόγω  λέξη στα Ελληνικά το 1871 ως λαιμοδέτη.

Το γιλέκο ή γελέκο είτε προήλθε απευθείας από το τουρκικό yelek  είτε μπήκε στα Ελληνικά μέσω του ισπανικού jileco, το οποίο πήραν οι Ισπανοί από τους Αλγερινούς ΄Αραβες.

Η λέξη φράκο, δηλαδή το επίσημο σακάκι , που το πίσω μέρος του είναι μακρύτερο από το μπροστινό, προέρχεται από το γαλλικό frac. Η άκλιτη λέξη σμόκιν  είναι δάνειο από την αγγλική smoking (-jacket)  είχε την αρχική σημασία του «σακακιού για το σπίτι, για ώρες χαλάρωσης, όπως το κάπνισμα», σημαίνει στην Ελληνική το επίσημο ένδυμα φαγητού (αγγλ. Dinner-jacket).

Το πλεχτό για τη μέση και πάνω λεγόταν αρχικά τρικό (από το γαλλ. Tricot), που σταδιακά αντικαταστάθηκε από την αγγλική λέξη πουλόβερ (pull-over), δηλαδή το πλεχτό εκείνο που φοριέται από πάνω, δηλαδή από το κεφάλι., και ενίοτε από σουέτερ (αγγλ. Sweater). Η καμπαρντίναγκαμπαρντίνα) προήλθε από από την ισπανική λέξη gabardine, που προτού να  σημάνει το αδιάβροχο παλτό, δήλωνε ένα είδος κάπας, αποτελώντας πιθανόν προϊόν συμφυρμού των αραβικών gaba «κάπα» και tabardina (< γαλλ. tabard που σημαίνει “φαρδύς, ριχτός, στρατιωτικός επενδύτης»). Το μεσαιωνικό αγγλικό paletok έδωσε το γαλλικό paletoc>paletot,  από όπου το ιταλικό  palto και δι’ αυτού το ελληνικό παλτό. Η άκλιτη λέξη τζάκετ,  που δηλώνει το κοντό χειμωνιάτικο πανωφόρι κυρίως για άντρες αλλά και γυναίκες, είναι αγγλική (jacket), προερχόμενη από τη γαλλική jaquette, η οποία αρχικά  σήμαινε ένδυμα χωρικού. Η άκλιτη λέξη μπλουζόν, που δηλώνει μια μικρή, χαλαρή ζακέτα, συνήθως κολλητή στη μέση και στα μανίκια, είναι γαλλική (blouson<blouse). H άκλιτη λέξη άνορακ, που δηλώνει το κοντό, αδιάβροχο σακάκι με κουκούλα, που συνήθως διαθέτει επένδυση , για να προστατεύει από το κρύο, ήρθε στη γλώσσα μας από την αγγλική anorak, η οποία με τη σειρά της προέκυψε από τη λέξη των Εσκιμώων anoraaq. Τέλος, το αδιάβροχο (α- στερητικό + αρχ. διάβροχος=βρεγμένος) είναι νεότερο μεταφραστικό δάνειο από το γαλλικό impermeable, ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και το   τρενς-κόουτ (από το αγγλ. trench-coat).

 

Φοίβος Ι. Πιομπίνος   piombinos.com

Συντάκτης: New Generation Radio

Rate it

Σχολιάστε το άρθρο (0)

Αφήστε το σχόλιό σας

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *


[wpens_easy_newsletter firstname="no" lastname="no" button_text="Εγγραφή"]

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

0%