Στέλιος Νικολαΐδης

Το άκτιστο θείο φως και οι τρόποι θεωρίας του

today12 Νοεμβρίου, 2013

Background
share close

Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου, ιδρυτού της Σταυροπηγιακής Μονής Τιμίου Προδρόμου

Ὁ Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης (1866-1938), Αθήνα 1988, δ΄ εκδ. σελ. 195-200.

Ο Θεός, όντας φως στο οποίο «σκοτία οὐκ ἔστιν οὐδεμία», εμφανίζεται πάντοτε στο φως και ως φως.

Το άκτιστο φως είναι ως προς τη φύση του θεία ενέργεια, κάτι τελείως διαφορετικό από το φυσικό φως. Κατά τη θέα του επικρατεί προπαντός η αίσθηση του ζωντανού Θεού, που απορροφά ολόκληρο τον άνθρωπο· άϋλη αίσθηση του άυλου· αίσθηση νοερή και όχι λογική· αίσθηση με εξουσιαστική δύναμη που αρπάζει τον άνθρωπο σ’ άλλο κόσμο, αλλά τόσο γαλήνια, που αυτός δεν αντιλαμβάνεται τη στιγμή που του συνέβηκε αυτό και δεν ξέρει αν ο ίδιος βρίσκεται στο σώμα ή εκτός του σώματος. Αποκτά τότε συνείδηση του εαυτού του τόσο ενεργητική και βαθιά , όσο ποτέ άλλοτε στη συνήθη ζωή, και συγχρόνως λησμονεί τον εαυτό του και τον κόσμο, πλημμυρισμένος από τη γλύκα της αγάπης του Θεού. Βλέπει με το πνεύμα τον Αόρατο, Τον αναπνέει, βρίσκεται όλος κοντά Του.

Μ’ αυτή την υπέρλογη αίσθηση του ζωντανού Θεού που  πλημμυρίζει τα πάντα συνενώνεται θέα φωτός, αλλά φωτός διαφορετικού στη φύση του από το φυσικό φως. Ο ίδιος ο άνθρωπος μένει τότε στο φως κι εξομειώνεται με το φως που βλέπει, πνευματοποιείται απ’ αυτό και δεν βλέπει και δεν αισθάνεται ούτε τη δική του υλικότητα ούτε την υλικότητα του κόσμου.

Η όραση έρχεται με ακατάληπτο τρόπο. Σε ώρα που δεν προσμένεται· δεν έρχεται ούτε απ’ έξω ούτε από μέσα, αλλ’ αγκαλιάζει με ανέκφραστο τρόπο το πνεύμα του ανθρώπου, εισάγοντάς τον στον κόσμο του θείου φωτός. Και δεν μπορεί να πει αν βρέθηκε σ’ έκσταση, δηλαδή αν η ψυχή του ήταν έξω από το σώμα, γιατί δεν αντιλαμβάνεται ούτε την επιστροφή στο σώμα. Δεν υπάρχει, λοιπόν, τίποτε το παθολογικό σ’ αυτό το φαινόμενο.

Ο Θεός ενεργεί, ο άνθρωπος δέχεται. Και τότε δεν ξέρει ούτε διάστημα ούτε χρόνο ούτε γέννηση ούτε θάνατο ούτε φύλο ούτε ηλικία ούτε κοινωνική ή ιεραρχική θέση ούτε άλλες συνθήκες και σχέσεις του κόσμου τούτου. Ήλθε ο Κύριος, η άναρχη Ζωή και το Φως της ζωής να επισκεφθεί  με έλεος τη μετανοούσα ψυχή.

Το θείο Φως θεωρείται άσχετα από συνθήκες, και στο σκοτάδι της νύχτας και στο φως της ημέρας. Η ευδοκία του Θεού κατεβαίνει μερικές φορές με τέτοιο τρόπο, ώστε να διατηρείται η αντίληψη και του σώματος και του γύρω κόσμου. Τότε ο άνθρωπος μπορεί να μένει με τα μάτια ανοιχτά και να βλέπει ταυτόχρονα δύο φώτα, και το φυσικό φως και το θείο Φως. Αυτήν την όραση οι άγιοι Πατέρες την ονομάζουν όραση με τους φυσικούς οφθαλμούς. Τούτο όμως δεν σημαίνει πως η πράξη της οράσεως του θείου Φωτός είναι ανάλογη σ’ όλα με τη συνήθη ψυχοφυσιολογική πορεία της φυσικής οράσεως. Δεν σημαίνει δηλαδή πως το θείο Φως είναι όμοιο με το φυσικό, το οποίο- ανεξάρτητα από το ποια επιστημονική θεωρία για το φως δεχόμαστε- προκαλεί τη γνωστή διέγερση του οπτικού νεύρου και στη συνέχεια περνά στην ψυχολογική διαδικασία της οράσεως. Το θείο Φως είναι διαφορετικό στη φύση του, είναι φως νοερό, φως πνευματικό, φως Αγάπης, φως Ζωής.

Εικόνα του θείου Φωτός στον φυσικό κόσμο είναι το φυσικό φως. Η θέα των γύρω μας αντικειμένων είναι δυνατή μόνον όταν υπάρχει φως, κι αν το φως είναι αμυδρό, το μάτι μόλις που διακρίνει τα αντικείμενα· αν είναι αφθονότερο, βλέπει καθαρότερα· τέλος η όραση φτάνει στην πληρότητά της στο πλήρες ηλιακό φως. Παρομοίως και στον πνευματικό κόσμο, κάθε αληθινή όραση είναι δυνατή μόνο στο θείο Φως, κι όχι αλλιώς. Αυτό το Φως παρέχεται στον άνθρωπο σε διαφορετικό μέτρο. Κι η πίστη είναι φως, αλλ’ ανεπαρκές. Κι η ελπίδα είναι φως, αλλ’ ακόμη ατελές. Κι η αγάπη είναι φως, αλλά τέλειο πια.

Το άκτιστο Φως φωτίζει, σαν τον ήλιο, τον πνευματικό κόσμο κι αποκαλύπτει στον άνθρωπο τις πνευματικές οδούς, που είναι αθέατες με άλλον τρόπο. Χωρίς αυτό το Φως δεν μπορεί ο άνθρωπος ούτε να εννοήσει ούτε πολύ περισσότερο να εκπληρώσει τις εντολές του Χριστού, γιατί μένει στο σκοτάδι. Το άκτιστο Φως φέρει μέσα του την αιώνια ζωή και την πνοή της θείας Αγάπης. Μάλλον το ίδιο είναι η αιώνια Ζωή και η θεία Αγάπη.

Όποιος δεν είδε με δύναμη και πληροφορία το άκτιστο Φως, αυτός δεν γεύτηκε ακόμη την αληθινή θεωρία. Κι όποιος, πριν από την όραση του άκτιστου Φωτός, απλώνεται μ’ αυθάδεια «με το νου του» στη θεωρία των μυστηρίων του πνεύματος, αυτός όχι μόνο δεν πετυχαίνει το σκοπό του, αλλά φράζει και τον δρόμο ακόμα προς αυτά μπροστά του. Θα δει μόνο τα προσωπεία της αλήθειας, που τα φαντάζεται ο ίδιος ή του προσφέρουν απατηλές δαιμονικές δυνάμεις.

Η πραγματική θεωρία έρχεται άνωθεν, με ηρεμία. Η υπαρξιακή θεωρία δεν είναι σαν την αφηρημένη, τη διανοητική. Είναι ποιοτικά διαφορετική, είναι το φως της Ζωής που δίνεται από την ευδοκία του Θεού, και η οργανική οδός προς αυτό είναι όχι η διανόηση αλλά η μετάνοια.

Το θείο Φως είναι η αιώνια Ζωή, η βασιλεία του Θεού, η άκτιστη ενέργεια της Θεότητας. Δεν περιλαμβάνεται φυσικώς μέσα στον άνθρωπο, γιατί είναι άλλης φύσης από τη δική μας κτιστή φύση· γι’ αυτό δεν μπορεί να ξετυλιχτεί μέσα μας με οποιαδήποτε ασκητικά μέσα, αλλ’ έρχεται αποκλειστικά σαν δώρο του Ενός Αγαθού.

Ρωτήσαμε τον Γέροντα: με ποιο τρόπο μπορεί να το αντιληφθεί αυτό ο άνθρωπος, με την πείρα του; Ο μακαριστός Γέροντας εβεβαίωνε πως όταν ο Θεός εμφανίζεται σε μέγα φως, τότε ο άνθρωπος δεν αμφιβάλλει καθόλου ότι αυτός που φανερώθηκε είναι ο Κύριος, ο Δημιουργός, ο Παντοκράτορας. Όποιος όμως αξιώθηκε να έχη αμυδρή ακόμη θεωρία του φωτός, δεν μπορεί ν’ αντιληφθή σαφώς πως το φως που θεωρεί είναι διαφορετικό στην υφή του από την ψυχή του· έτσι γι’ αυτόν η οδός για βεβαιότερη επίγνωση, μπορεί να είναι η πλήρης εμπιστοσύνη στην πείρα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας που αξιώθηκαν αυτή τη θεωρία ή η περαιτέρω επανάληψη των επισκέψεων και των άρσεων της χάρης, που θα τον διδάξουν να διακρίνει την άκτιστη θεία ενέργεια από τη φυσική ενέργεια του ανθρώπου.

Όταν η προσευχή του ανθρώπου περνά για πρώτη φορά στην όραση του θείου Φωτός, τότε το θεώμενο και βιούμενο είναι τόσο νέο και καταπληκτικό γι’ αυτόν, που δεν μπορεί να εννοήσει τίποτα. Αισθάνεται πως πλάτυναν ανείπωτα τα όρια της υπάρξεώς του, πως το φως που φανερώθηκε τον πέρασε από το θάνατο στη ζωή, αλλ’ από το μεγαλείο του συμβάντος μένει σ’ απορία και έκπληξη, και μόνο μετά από επανειλημμένες επισκέψεις εννοεί το δώρο που του χορήγησε ο Θεός.

Η ψυχή κατά την όραση και μετά απ’ αυτήν είναι γεμάτη από βαθιά ειρήνη και από τη γλυκύτητα της αγάπης του Θεού. Εξαφανίζεται απ’ αυτήν κάθε επιθυμία δόξας, πλούτου, οποιασδήποτε γήινης ευτυχίας, ακόμα κι αυτής της ίδιας της ζωής. Όλα αυτά θεωρούνται «σκύβαλα» και η επιθυμία της τη σύρει προς το ζωντανό άπειρο, τον Χριστό, στον οποίο δεν υπάρχει ούτε αρχή ούτε τέλος ούτε σκοτάδι ούτε θάνατος.

Από τους δύο αυτούς τρόπους θεωρίας του θείου Φωτός που περιγράψαμε, ο Γέροντας προτιμούσε εκείνον κατά τον οποίον «ο κόσμος λησμονείται παντελώς», όταν δηλαδή την ώρα της προσευχής το πνεύμα του ανθρώπου βγαίνει έξω από τις εικόνες του κόσμου και εισέρχεται στη σφαίρα του ατελείωτου Φωτός, γιατί μια τέτοια όραση παρέχει μεγαλύτερη γνώση για τα μυστήρια του «μέλλοντος αιώνος». Στην κατάσταση αυτής της οράσεως, η ψυχή αισθάνεται ενεργώς την κοινωνία στη θεία Ζωή και δοκιμάζει υπαρξιακώς μια τέτοια έλευση του Θεού, για την οποία είναι αδύνατον να μιλήση η ανθρώπινη γλώσσα. Όταν η όραση αυτή τελειώσει, για λόγους άγνωστους στον άνθρωπο κι ανεξάρτητα από τη θέλησή του, όπως κι άρχισε ανεξάρτητα, τότε επιστρέφει σιγά-σιγά η ψυχή στην αντίληψη του γύρω κόσμου και στη γλυκιά χαρά της αγάπης του Θεού προστίθεται μια λεπτή λύπη, γιατί θα βλέπει και πάλι το φως του φυσικού τούτου ήλιου.

Ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού. Αλλ’ ερωτάται: τι είναι σ’ αυτόν η εικόνα του Θεού; Ή αλλιώς: σε τι έγκειται αυτή η εικόνα; Στο σώμα; Στην ψυχική ή στην ψυχοφυσική σύσταση του ανθρώπου; Στο τριαδικό των ψυχικών του δυνάμεων και εκδηλώσεων;… Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα είναι εξαιρετικά πολύπλοκη. Μερικές διαθλάσεις και ανταύγειες της εικόνας του Θεού δεν αποκλείονται σ’ όλα όσα απαριθμήσαμε, αλλά το ουσιαστικότερο είναι η μορφή της υπάρξεως. Το κτιστό ον κοινωνεί κατά τη δωρεά της ευδοκίας με την άκτιστη άναρχη Ύπαρξη…Πώς είναι δυνατόν αυτό; Είναι τόσο ανεξήγητο όσο ακατάληπτο και ανεξιχνίαστο είναι το μυστήριο της δημιουργίας του κόσμου « εκ του μηδενός». Κι όμως είναι τέτοια η ευδοκία του ουράνιου Πατέρα, ώστε ο κτισθείς «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν » είναι προικισμένος με την ικανότητα να δεχθεί τη θέωση, να γίνει δηλαδή κοινωνός  της θείας Ζωής, να λάβει τον θείο τρόπο υπάρξεως, να γίνει κατά χάριν Θεός.

Τη θέωση ο άνθρωπος την επιδέχεται, δηλαδή ο Θεός είναι η ενεργούσα αρχή στην πράξη της θεώσεως κι ο άνθρωπος η προσλαμβάνουσα. Η πρόσληψη όμως αυτή δεν είναι καθαρά παθητική, και η πράξη της θεώσεως δεν μπορεί να τελεσθεί αλλιώς παρά με τη συμφωνία και τη συνεργασία του ίδιου του ανθρώπου. Στην αντίθετη περίπτωση χάνεται και η ίδια η δυνατότητα της θεώσεως. Σ’ αυτό έγκειται η ουσιώδης διαφορά της αρχικής πράξεως της Δημιουργίας από το ακόλουθο στάδιό της. Της θεώσεως της λογικής κτίσεως.

Αν είναι απερινόητο το μέγα μυστήριο της δημιουργίας του κόσμου γενικώς, το μυστήριο της δημιουργίας αιωνίων θεών είναι ακόμα περισσότερο, απείρως πιο μεγαλειώδες. Αν όλη η ζωή γύρω μας είναι θαύμα που μας καταπλήσσει με το μεγαλείο του, η συνείδηση του θείου Θαύματος, μέσα στον άνθρωπο που εισέρχεται στον κόσμο του άκτιστου Φωτός, αποκτά ασύγκριτα μεγαλύτερη δύναμη και βάθος.

Για κάθε άνθρωπο που θ’ αναλογισθεί το γεγονός της υπάρξεώς του, αυτό θα είναι αντικείμενο μεγάλου θαυμασμού. Έτυχε να συναντήσουμε ανθρώπους που, μπαίνοντας στη νοερή σφαίρα που προσιδιάζει φυσικά στον άνθρωπο, εκπλήσσονταν από το φωτόμορφο κάλλος της. Όταν όμως ο άνθρωπος με τη θεία Ενέργεια εισάγεται στον κόσμο του άκτιστου Φωτός, τότε το « θάμβος Θεού» φτάνει να γίνει τελείως ανέκφραστο και δεν βρίσκει πια λόγια ούτε τρόπους ούτε στεναγμούς ευγνωμοσύνης.

Πηγή: www.neoastro.gr

Συντάκτης: Στέλιος Νικολαΐδης

Rate it

Σχολιάστε το άρθρο (0)

Αφήστε το σχόλιό σας

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *


[wpens_easy_newsletter firstname="no" lastname="no" button_text="Εγγραφή"]

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

0%