- 210 97 100 98
- [email protected]
- 698 98 60 147
NGradio So good... like you
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο
ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
1. Η λέξη: Έννοια και γένεση
Λέξη λέγεται το μικρότερο νοητικό κομμάτι της πρότασης, άρα και του λόγου. Είναι ένα ηχητικό σήμα που εκφράζει με τα επιμέρους συστατικά του στοιχεία (= τα: ρίζα ή θέμα + κατάληξη κ.τ.λ.), καθώς και τα συνθετικά του μέρη, αν έχουμε σύνθετη λέξη, μια έννοια, ένα από τα μέρη λόγου ή μια επιμέρους έννοια της πρότασης, πρβλ π.χ.:
Πρόταση: Ο Νίκος γράφει την άσκηση
& λέξεις: ο (άρθρο), Νίκ-ος (αρσ. ουσ.), γράφ-ει (ρήμα)
Οι λέξεις εκφωνούνται από το στόμα του ομιλητή με τη βοήθεια του κύριου οργάνου του που λέγεται γλώσσα, συλλέγονται από τ’ αυτιά του ακροατή που τις διαβιβάζουν στο ηχο-αναλυτικό τμήμα του εγκεφάλου για ετυμολογία (ανάλυση – κατανόηση βάσει των συστατικών τους στοιχείων), πρβλ π.χ.:
ελληνική: τιμ-ώ, τίμ-ιος, τιμ-ίως, τιμ-ιότητα, ά-τιμ-ος….
αγγλική: hon-our, hon-est, hon-estly, hon-esty, dis-hon-est
Σημειωτέον ότι:
1) Οι λέξεις δεν δημιουργούνται ούτε με τη μίμηση ήχων του περιβάλλοντος ούτε και με τυχαίους συνδυασμούς φθόγγων που τους αποδόθηκε μια έννοια, όπως λέγεται κ.ά., γιατί, όπως θα δούμε πιο κάτω, από τη μια οι λέξεις αποτελούνται – γεννιούνται από συγκεκριμένα συστατικά στοιχεία (θέμα ή ρίζα, κατάληξη κ.τ.λ.) και τα οποία κανονίζουν και την έννοια των λέξεων, και από την άλλη τα στοιχεία αυτά συναρμολογούνται σε λέξεις με ειδικούς τρόπους και κυρίως την καλούμενη παραγωγή και σύνθεση. Επίσης πιο κάτω, θα δούμε και πώς γεννιούνται ή πώς προήλθαν και τα συστατικά στοιχεία των λέξεων.
2) Στη ελληνική υπάρχουν και λέξεις που δεν έχουν καταλήξεις, κλιτικές ή παραγωγικές, και η όλη φθογγική τους σύνθεση είναι και το συστατικό – νοηματικό τους στοιχείο. (Περισσότερα βλέπε πιο κάτω στα «Συστατικά στοιχεία λέξεων».)
2. Τα είδη των λέξεων
Οι λέξεις κάθε γλώσσας διακρίνονται στα εξής είδη:
α) Οι εθνικές και διεθνείς λέξεις, τα γλωσσικά δάνεια και αντιδάνεια
Οι λέξεις κάθε γλώσσας είναι άλλες ντόπιας δημιουργίας (παραγωγής ή σύνθεσης) και άλλες ξένης, πρβλ π.χ. στην ελληνική:
Ελληνικές λέξεις: Θεός, καλός, σοφός, υπέρ, ναι….
Ξένες λέξεις:
από την εβραϊκή: Μιχαήλ,, Ιωάννης, Εμμανουήλ…
από την αγγλική: στοπ, φάουλ, αράουτ, ρεκόρ, τουρισμός, στοκ…
από τη γαλλική: καρμπυρατέρ, ρεκλάμα, μπλούζα…
Εθνικές λέξεις λέγονται οι ντόπιες, αυτές που περιορίζονται μόνο σε εθνικό επίπεδο, αυτές που χρησιμοποιούνται μόνο από μια γλώσσα ή μόνο από ένα λαό, όπως π.χ. οι κάτωθι στην ελληνική γλώσσα: Θεός, θεά, θέα, θέατρο, ήθος, ηθοποιός, Ελλάδα, συν-άγω
τοπικές (Κρήτη): χοχλιός, κοκοσάλιο, κερούλα…..
κοινές (πανελλαδικά): σαλιγκάρι, χαλάζι, με κέρατα..
Διεθνείς λέξεις λέγονται αυτές που χρησιμοποιούνται σε πολλές γλώσσες, όπως π.χ. οι εξής: Ολυμπία – Olympia, αλφάβητο – alphabet, μπάσκετ – basket..
Γλωσσικά δάνεια λέγονται οι ξένες λέξεις που υπάρχουν σε μια γλώσσα όπως οι πιο κάτω στην ελληνική:
από την αγγλική: σπορ, σκορ, στοπ, στοκ, μπάσκετ..
από την εβραϊκή: Μιχαήλ, Ιάκωβος, Εμμανουήλ, αμήν…
Γλωσσικά αντιδάνεια λέγονται οι λέξεις μιας γλώσσας που πήγαν σε μια άλλη και μετά από καιρό ξανάρθαν, αυτούσιες ή παραποιημένες στην προφορά ή στην έννοια, όπως π.χ. οι πιο κάτω στην ελληνική:
Από τη λατινική: καμάρα > camera > κάμερα, βαλανίον > banio > μπάνιο,..
Από την αγγλική & τη γαλλική: άστρο(ν) > star > σταρ, βυζί(ον) > μπουζί (buzi), πλάσις (πλάθω) > πλάση > plastic (αγγλικά) > πλαστικό, κέντρον > centrum (λατινικά) > center (αγγλικά) > σέντρα,…
Σημειώνεται, επίσης, ότι:
1) Οι ξένες λέξεις είναι το μεγαλύτερο ποσοστό λέξεων που υπάρχουν σε κάθε γλώσσα. Οι λέξεις π.χ. της αγγλικής γλώσσας, σύμφωνα με τον W. Skeat, είναι: 32% γαλλικές, 18% αγγλοσαξονικές, 14,4% λατινικές, 12,5% ελληνικές, 23,1% από άλλες γλώσσες. Αυτό συμβαίνει, γιατί το μεγαλύτερο ποσοστό των λέξεων κάθε γλώσσας είναι τα ονόματα, τα οποία δεν είναι ατομικής (ενός λαού μόνο) παραγωγής και χρήσης, αλλά κοινής. Παράβαλε π.χ. ότι “Κρήτη, Αθήνα, Ιταλία, Αλέξανδρος, Ολυμπία,….. λένε οι Έλληνες και ομοίως: “Kreta, Αttenae, Italia.. (Ιταλικά) & “Kreta, Athens, Italy .. λένε οι Άγγλοι κ.ο.κ.ε. Όλοι οι λαοί συνάμα με τις εισαγωγές αγαθών (υλικών & πνευματικών) που κάνουν, κάνουν και εισαγωγή ονομάτων των αγαθών αυτών. Τα ονόματα των θρησκευτικών προσώπων είναι κοινά στις ομόθρησκες γλώσσες. Τα γεωγραφικά ονόματα (πόλεων, βουνών, πεδιάδων…) λέγονται κοινά σε όλες της γλώσσες.
2) Πολλές λέξεις άλλος λαός τις έπλασε και άλλος τις έκανε διεθνείς. Η ελληνική π.χ. μέσω των Ευαγγελίων έκανε παγκοσμίως γνωστά πολλά εβραϊκά ονόματα, όπως τα: Ιωάννης, Άννα, Ιάκωβος, Εμμανουήλ…. Ομοίως η λατινική μέσω των επιστημών και των τεχνών έκανε παγκοσμίως γνωστές πάρα πολλές ελληνικές λέξεις, όπως τις: θέατρο > teatro (λατινικά) > Theater (αγγλικά), δίσκος > diskus, diskette, σκηνή > σκηνικό > scenario, Olympia, alphabet, photocopy, prototype……
3) Πολλές λέξεις έχουν πλαστεί από το διεθνές εμπόριο, την τέχνη και την επιστήμη με ελληνικά ή λατινικά στοιχεία λέξεων (θέμα, κατάληξη), όπως οι: telephone – τηλέφωνο («τήλε + φωνή), prototype – πρωτοτυπία (πρώτος + τύπος), photocopy – φωτοκόπια (φως – κόπτω), airplane – αεροπλάνο (αέρας – πλανεύομαι), metro (υπόγειος δρόμος αγγλικά) < metropolitain (σταθμός γαλλικά) (από το μητρόπολις)…..
4) Οι ξένες λέξεις σπάνια εισάγονται αυτούσιες. Συνήθως παραποιούνται – διαπλάθονται με πρόσθεση, αφαίρεση, αντιμετάθεση και εναλλαγή φθόγγου, πρβλ π.χ. στην αγγλική για τις λέξεις που έχει πάρει από την ελληνική: ελληνικά: γεωργία, Tιτάν(ας), ιδέα, αλφάβητο,… & αγγλικά: Georgia («τζώρτζια»), Titan («ταϊτάν»), idea («αϊντία»)..
5) Οι λέξεις μεταφέρονται από μια γλώσσα σε μιαν άλλη γλώσσα είτε με τους μετανάστες είτε με τα συγγράμματα είτε με το εμπόριο κ.τ.λ.
6) Μια γλώσσα δεν έχει πάντοτε ή σε κάθε εποχή τα ίδια ακριβώς γλωσσικά δάνεια, όπως δεν έχει και τις ίδιες ακριβώς λέξεις. Τούτο οφείλεται στο ότι:
α) Οι θρησκευτικές αλλαγές εισάγουν και επιβάλλουν άλλα ονόματα και λέξεις, πρβλ π.χ. στην ελληνική τα εβραϊκά:Μιχαήλ, Μαρία, Σάββατο, Χερουβείμ, Ιακώβ > Ιακωβάκης, Σάββας > Σαββάκης..
β) Οι κατακτητές επιβάλλουν τις λέξεις τους στους λαούς που κατακτούν, πρβλ π.χ. στην ελληνική τις τούρκικες λέξεις: μεζές, χασές, καφετζής, τενεκές.., τις λατινικές λέξεις: κάστρο, Μάρτιος, φρατζόλα, μπουκάλα..
γ) Το λεξιλόγιο κάθε λαού ακολουθεί την πρόοδο των τεχνών, των επιστημών, του αθλητισμού.., καθώς και τις κοινωνικές αλλαγές, άρα κάθε χρόνο αυξάνεται με νέες λέξεις, πρβλ π.χ. σήμερα τις: τηλεόραση, βιβλιοκριτικός, τμηματάρχης, σκηνοθέτης, κινηματογράφος, μπάσκετ (καλαθόσφαιρα)….
β) Οι αρχαίες & νέες, λόγιες, λαϊκές και νεόπλαστες λέξεις
Οι λέξεις κάθε γλώσσας δεν φτιάχτηκαν όλες την αυτή στιγμή, αλλά διαχρονικά και ανάλογα με τις ανάγκες που προέκυπταν.
Λέξεις αρχαίες λέγονται αυτές που έφτιαξαν οι πρόγονοί μας, όπως οι εξής στην ελληνική: μήνιν, Θεά… (Όμηρος)
Λέξεις νέες λέγονται οι σημερινές, αυτές που φτιάχτηκαν τα τελευταία χρόνια, όπως οι εξής στην ελληνική: μήνιν > μανία…
Λέξεις λαϊκές λέγονται αυτές που λέγονται αδιάκοπα από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα, όπως π.χ. οι: Θεός, νέος, μετά, σήμερον, ωραίος, τρέχω,….
Λέξεις λόγιες λέγονται οι αρχαίες που είχαν ξεχαστεί και έφεραν στην επιφάνεια οι λόγιοι ( = οι άνθρωποι των γραμμάτων και τεχνών) μέσα από τα αρχαία κείμενα τα νεότερα χρόνια, όπως π.χ. οι: ανατομία, δοκός, ακαδημία, αλφάβητο, ολυμπιακός..
Λέξεις νεόπλαστες λέγονται αυτές που δημιουργήθηκαν τα νεότερα χρόνια (συνεπώς στην αρχαία ελληνική δεν υπήρχαν) από θέματα αρχαίων λέξεων. Πολλές τέτοιες λέξεις τις έφτιαξαν πρώτα οι ξένοι και κατόπιν ήρθαν στην Ελλάδα ως γλωσσικά αντιδάνεια όπως π.χ. οι: πρώτος,-η,-ο + τύπος > prototype > πρωτοτυπία, φως + γράφω > photo > φωτογραφία, αέρας + πλάνο > αεροπλάνο, αέρας + δρόμος > αεροδρόμιο, άστρο + σκοπεύω > αστεροσκοπείο, αναδόμηση, δημοσιογράφος, ταχυδρομείο, παθολόγος…
γ) Οι απλές και σύνθετες λέξεις
Οι λέξεις κάθε γλώσσας και από άποψης νοήματος – σύστασης είναι άλλες απλές και άλλες σύνθετες.
Απλή λέξη λέγεται αυτή που παράγεται από ένα μόνο θέμα ή από μια μόνο ρίζα και ως απ’ αυτό φανερώνει ένα μόνο νόημα, όπως π.χ. οι εξής λέξεις:
Ελληνική: γράφ-ω, γραφ-μα > γράμμα, γραμμ-ατικός…
Λατινική: panis, Deus, statuo..
Σύνθετη λέξη λέγεται αυτή που αποτελείται από δυο ή περισσότερες απλές λέξεις, αυτούσιες ή μερικώς παραποιημένες φθογγικά, άρα από δυο ή περισσότερα θέματα ή ρίζες, και ως απ’ αυτό φανερώνει δυο ή περισσότερα νοήματα, όπως π.χ. οι εξής λέξεις: δια-γράφ-ω, εξ-υπ(ο)-ακούεται, εκ-δύω > γδύνω, εν-βόλιον > μπόλι….
Ελληνική: εξ-υπ(ο)-ακούγεται, εκ-δύω > γδύνω..
Λατινική: con-panis > compania, in-statuo > instituto (ινστιτούτο)..
δ) Οι ριζικές, πρωτότυπες και παράγωγες λέξεις
Οι απλές λέξεις από άποψης συστατικής προέλευσης είναι άλλες ριζικές ή πρωτότυπες και άλλες παράγωγες. Δηλαδή άλλες γεννιούνται από ρίζες και άλλες από θέματα άλλων λέξεων.
Πρωτότυπη λέξη λέγεται αυτή που από το θέμα (αρχικό μέρος) της συν μια κατάληξη παράγεται (γεννιέται) μια άλλη.
Παράγωγη λέξη λέγεται αυτή που παράγεται (γεννιέται) από τη ρίζα ή το θέμα μιας άλλης λέξης.
πρωτότυπη λέξη λα-ός (θέμα “λα-“) & παράγωγη λέξη λαϊκ-ός (θέμα λαϊκ-»)
πρωτότυπη λέξη: κράτ-ος, κρίν-ω.. & παράγωγη λέξη: κρατ-ικός,-ή,-ό, κρί(ν)-ση..
Μια λέξη μπορεί να είναι πρωτότυπη, αλλά και παράγωγη. Σωστότερα μια παράγωγη λέξη στη συνέχεια γίνεται και η ίδια πρωτότυπη (δηλαδή δημιουργεί από το θέμα της μια άλλη λέξη), πρβλ π.χ.: πόλη ( ρίζα – θέμα “πόλ-) > πολίτης (παραγωγικό θέμα “πολίτ-“) > πολιτικός ( παραγωγικό θέμα “πολιτικ-“) > πολιτικάντης,..
Παρασύνθετη λέξη λέγεται εκείνη που παράγεται από μια σύνθετη συν μια κατάληξη, κλητική ή παραγωγική, π.χ.: φιλόσοφος ( πρωτότυπη σύνθετη λέξη) > φιλοσοφία ( παρασύνθετη = η παράγωγη μιας σύνθετης)
Ριζική λέξη λέγεται εκείνη που παράγεται (γεννιέται) από μια ρίζα συν μια κατάληξη, κλητική ή παραγωγική, και κατόπιν αυτή γεννά μια άλλη κ.ο.κ.ε.
Ρίζα λέγεται το αρχικό θέμα που απ’ αυτό βγαίνει μια σειρά από άλλα θέματα ή παράγωγες λέξεις, όπως π.χ. οι φθόγγοι “τακ-” στα εξής θέματα και παράγωγες λέξεις: τακ-σις > τάξις, τακ-τικός,-ά, τακ-τος, τακ-τικότερος… Ομοίως θέμα γραφ- και: γράφ-ω,-εις… γραφέ-ας,-α.., γραφεί-ον,-ου.. γραφικ-ός,-ή,-ό. γραπτ-ός,-ή,-ό… γράφμα > γράμμ-α,γραμμ-ή, γραμματικ-ός,-ή…
3. Τα συστατικά στοιχεία των απλών λέξεων
Οι λέξεις, όπως είδαμε πιο πριν, άλλες είναι απλές και άλλες σύνθετες. Οι απλές αποτελούνται – παράγονται από τα εξής συστατικά στοιχεία: τη ρίζα, το θέμα, το πρόθεμα, την κατάληξη και τον τόνο, που όλα μαζί καθορίζουν – κανονίζουν και την έννοια των απλών λέξεων: έ-λεγα, λέγ-ω, καλ-ή, καλ-ό…
Ειδικότερα:
1) Η κατάληξη, παραγωγική ή κλητική
Κατάληξη λέγεται το μεταβλητό μέρος στο οποίο τελειώνει μια λέξη. Το συστατικό στοιχείο της λέξης που μας λέει τι μέρος λόγου (ουσιαστικό ή επίθετο, ρήμα.. ) ή τύπος (γένος, αριθμός, πτώση ή πρόσωπο) είναι το σημαινόμενο από τη λέξη, π.χ.: καλ-ός,-ή,-ό, χθεσ-ιν-ός,-ή,-ό, χθεσ-ιν-ού,-ών
Παραγωγικές καταλήξεις λέγονται αυτές με τις οποίες παράγουμε λέξεις από άλλες λέξεις ή από θέματα άλλων λέξεων, όπως π.χ. οι πιο κάτωθι στα επίθετα:
-ινός: χθες > χθεσ-ινός,-ή,-ό κοντά > κοντ-ινός,-ή,-ό τωρ-ινός,-ή,-ό
-άτος: ξύδι > ξυδ-άτος,-η,-ο αφρός > αφρ-άτος-η,-ο, μελ-άτος,-η,-ο
Τυπολογικές ή κλιτικές καταλήξεις λέγονται αυτές με τις οποίες κλίνουμε τις λέξεις, π.χ.: καλ-ός, καλ-ού, καλ-οί, καλ-ών… ή με τις οποίες οι ρίζες και τα θέματα γίνονται λέξεις, π.χ. ρίζα «καλ-» και λέξεις καλ-ός, κάλος, καλ-ύτερος.. Αυτές που εναλλάσσονται στο τέλος μιας κλιτής λέξης, για να σχηματισθούν οι τύποι της, δηλαδή τα γένη και οι πτώσεις στα πτωτικά, καθώς και οι χρόνοι και τα πρόσωπα στα ρήματα, όπως οι πιο κάτω στην ελληνική:
Πτωτικών:
Αρσενικών: Κώστ-ας,-α, φόρ-ος,-ου, γραφ-ικ-ός,-ού,.. = ενικός
Κωστήδες,-ων, φόρ-οι, γραφικ-οί.. = πληθυντικός
θηλυκών: Νίκ-η, Μαρί-α, τιμ-ή, γραφ-ικ-ή,-ής… = ενικός
Νίκ-ες, Μαρί-ες, γραφ-ικ-ές,-ών.. = πληθυντικός
ουδετέρων: τέρα-ς, τυρ-ί, γραφ-ικ-ό,-ού… = ενικός
τέρα-τα, τυρι-ά, γραφ-ικ-ά,-ών.. = πληθυντικός
………………………….
Ρημάτων:
Ενεστώτας: γράφ-ω,-εις,-ει = ενικός,
γράφ-ουμε,-ετε,-ουν = πληθυντικός
,……………………
Οι παραγωγικές καταλήξεις έχουν ληκτικό μέρος τις κλιτικές – τυπολογικές καταλήξεις: χθες > χθεσ-ιν-ός.
Επίθημα λέγεται το μέρος (οι φθόγγοι) που έχει επιπλέον μια παραγωγική κατάληξη από μια κλητική και το οποίο διαφοροποιεί την έννοια, π.χ.: καλ-ός – καλ-ύτερ-ος, τακτός > τακτ-ικ-ός,…
2) Η ρίζα
Ρίζα λέγεται το αρχικό θέμα απ’ όπου παράγονται μια σειρά από λέξεις ή άλλα θέματα, π.χ.: πόλ-ις (ρίζα ή αρχικό θέμα πόλ-) > πολίτ-ης ( θέμα πολίτ-) > πολιτικ-ός (θέμα πολιτικ-) > πολιτικάντ-ης….. Οι φθόγγοι που είναι κοινοί σε μια ευρεία ομάδα συγγενών λέξεων, όπως π.χ. οι φθόγγοι “τακ-” στις λέξεις: τακ-σις > τάξις, τακ-τικός,-ή,-ό, ά-τακ-τος,-η,-ο, τακ-τικότερος,-η,-ο, δια-τακ-τική, παρά-τακ-σ/ξη… Ομοίως ρίζα “γραφ-” και λέξεις: γράφ-ω, γραφ-έας, γραφ-είο..
3) Το θέμα
Θέμα λέγεται το αρχικό και αμετάβλητο μέρος μιας κλιτής λέξης και το οποίο καθορίζει-δηλώνει την κύρια σημασία ή έννοια του σημαινόμενου. Οι αρχικοί φθόγγοι της λέξης, που μένουν αμετάβλητοι στην κλίση (κλιτικό θέμα): καλ-ός, καλ-ού… ή που παίρνουμε απ’ αυτή, για να δημιουργήσουμε μια άλλη λέξη (παραγωγικό θέμα): τακτ-ός,ή,ό (θέμα τακτ-) > τακτ-ικός..
Διπλόθεμα λέγονται οι λέξεις που παρουσιάζονται στη σύνθεση και παραγωγή με δυο θέματα, π.χ.:
γη > γή-πεδο, μεσό-γειος, γε-ωργία,
καλός,-ή,-ό > καλό-βολος & καλλι-γραφία (καλ-ή γραφή)
πόλ-ις(-η) > πολ-ίτης…. & πόλε-ως > πολε-οδομία
γάλα, γάλατ-ος > γαλατ-άς, γαλ-ουχώ, γαλατάδικο
λιμ-ήν (λιμάν-ι), λιμένος: λιμενοβραχίονας, λιμενάρχης
Χαρακτήρας λέγεται ο ληκτικός φθόγγος του θέματος ή της ρίζας: γραφ-ή, (χαρακτήρας -φ-), γραφικ-ός,ού..(χαρακτήρας -κ-), γραφ-μα > γράμμ-α (χαρακτήρας μ).
4) Το πρόθεμα
Πρόθεμα λέγεται το σύνολο φθόγγων που μπαίνει πριν από το θέμα μιας λέξης, όπως η συλλαβική αύξηση “ε-” στην κλίση των ρημάτων, προκειμένου να δηλώσουμε παρελθόντα χρόνο, πρβλ π.χ.: τρίβω > έ-τριβα, έ-τριψα, λέγω > έ-λεγα…
5) Ο τόνος
Τόνος λέγεται η προφορά πιο δυνατά μιας συλλαβής της λέξης, π.χ.: κα-λός, έ-ξοχη, εξο-χή… Συνεπώς ο τόνος δεν είναι φθογγικό στοιχείο της λέξης, αλλά φωνητικό
Τονικό σημάδι λέγεται το σήμα (‘) που σημειώνεται (βάζουμε) στον γραπτό λόγο πάνω από το φωνήεν της συλλαβής της λέξης που τονίζεται, όπως π.χ.: εξο-χή, έ-ξοχη
Τόνο έχουν οι δισύλλαβες και άνω λέξεις: καλό, καλύτερος…, άσχετα αν σε μερικές γλώσσες δεν σημειώνεται, πρβλ π.χ. στην αγγλική: morning (προφορά «μόρνινκ»).
Ο τονισμός γίνεται για εκτόνωση και συγκεκριμενοποίηση της προφοράς τους (είναι φοβερά δύσκολο το να προφέρουμε ίδια ή ισότιμα στην ένταση φωνής όλες τις συλλαβές των λέξεων) και στην ελληνική γλώσσα, αρχαία και νέα, έχει κανονιστεί, αντί να τονίζουμε μια τυχαία συλλαβή των λέξεων, να τονίζουμε μια συγκεκριμένη από το τέλος τους ανάλογα με τα μέρη λόγου και τους τύπους τους, ώστε να μας τα υποδεικνύει τάχιστα μαζί με την κατάληξη, πρβλ π.χ. κινά (οριστική) & κίνα (προστακτική), έξοχη (επίθετο) & εξοχή (ουσιαστικό), παραγωγός (ουσιαστικό) & παράγωγος (επίθετο) …
Σημειώνεται ότι στον προφορικό λόγο το νόημα πολλών λέξεων κανονίζεται και από:
α) τα είδη προφοράς: η καταφατική, η ερωτηματική, η θαυμαστική κ.τ.λ. εκφώνηση των προτάσεων και το ποιόν (τα χρώματα φωνής).
β) την έκφραση. Άλλο το «καλημέρα» με σιγανή φωνή και άλλο με δυνατή, άλλο το να πεις «καλημέρα» καθιστός και άλλο όρθιος ή με υπόκλιση, ενώ ένας μορφασμός αναιρεί όσα λέμε ή τα αλλοιώνει, μειώνει κ.τ.λ. ανάλογα με το είδος του
Οι φθόγγοι και οι συλλαβές των λέξεων
1. Οι φθόγγοι και οι συλλαβές δεν είναι συστατικά – νοηματικά μέρη των λέξεων, εκτός και έχουμε συστατικό στοιχείο που αποτελείται από ένα μόνο φθόγγο (στην περίπτωση αυτή θα είναι μόνο φωνήεν) ή από μια μόνο συλλαβή, όπως π.χ. στις λέξεις: π.χ.: το, εκ, η, καλ-ό, ά-τυχ-ο, καλ-ή… μια και τα σύμφωνα δεν προφέρονται ποτέ από μόνα τους και οι συλλαβές είναι απλώς τμήματα των λέξεων που διευκολύνουν τη σύλληψη ή την προφορά τους, απ΄ όπου και συλλαβές. Τα στοιχεία εκείνα που υλοποιούν τη γλωσσική έκφραση είναι τα συστατικά στοιχεία (ρίζα ή θέμα, κατάληξη κ.τ.λ.) : καλ-ός, καλ-ύτερ-η… παράλληλα με τα α’ και β’ συνθετικό, αν έχουμε σύνθετη λέξη: συν-ε-όρτασ-α,-ες,…
2. Οι φθόγγοι δεν είναι αυτόνομα στοιχεία, αφού τα μικρότερα τεμάχια στα οποία μπορούν να κοπούν οι λέξεις είναι οι συλλαβές,φωνηεντικές (= ένα φωνήεν μόνο του, π.χ. ο α-έ-ρας) ή συμφωνικές (ένα φωνήεν συν ένα ή περισσότερα σύμφωνα, π.χ. τον, εν, νε-ος..), πρβλ π.χ.: κα-λός, γρά-φω… μια και τα σύμφωνα δεν προφέρονται ποτέ από μόνα τους. Προφέρονται πάντα μαζί με ένα φωνήεν, πριν ή μετά από αυτά, πρβλ π.χ.: εν, νέ-ος, εκ, κε-ντρο … απ΄ όπου και σύμφωνα. Όσο και αν προσπαθήσουμε να προφέρουμε ένα σύμφωνο μόνο του, π.χ. το κ, είναι αδύνατο να το κατορθώσουμε, θα πούμε π.χ. κα ή κου ή κε..
(Περισσότερα βλέπε στο βιβλίο:«Το ελληνικό σύστημα γραφής», Α. Κρασανάκη)
Λέξεις χωρίς συστατικά στοιχεία, έκφραση
& Σύνταξη κατά παράταξη
Στις διάφορες γλώσσες υπάρχουν και λέξεις που δεν έχουν καταλήξεις, κλιτικές ή παραγωγικές, και εξ αυτού είναι άκλιτες, με βοηθητική (ειδική ή γενική) έννοια, μονοσύλλαβες ή ολιγοσύλλαβες (αν δεν είναι σύνθετες) και η όλη φθογγική τους σύνθεση είναι και το συστατικό – νοηματικό τους στοιχείο. Στην ελληνική γλώσσα οι λέξεις χωρίς καταλήξεις είναι οι μόνο οι σύνδεσμοι, οι προθέσεις, τα επιφωνήματα και κάποια από τα επιρρήματα, όπως π.χ. οι: με, από, και, ναι, μεν, υπέρ, αχ!, απέναντι….., επομένως η μειοψηφία. Σε άλλες γλώσσες, όπως π.χ. στην κινέζικη, όλες σχεδόν οι λέξεις είναι χωρίς καταλήξεις και σε άλλες, όπως π.χ. στην αγγλική, οι μισές-μισές ή η πλειονότητα. Οι λέξεις που είναι χωρίς καταλήξεις εξειδικεύονται ή αλλάζουν έννοια είτε με το ανεβοκατέβασμα της έντασης του τόνου τους είτε με το να τις πούμε με μια άλλη λέξη πριν ή μετά από αυτές, δηλαδή με σύνταξη κατά παράταξη – περιφραστικά.
Παράβαλε π.χ. στην ελληνική ότι οι άκλιτες λέξεις: ή & η, ο & ό, πως & πώς, πότε & ποτέ.., με διαφορετική ένταση του τόνου ή με τη μεταφορά του τόνου από τη μια συλλαβή στην άλλη αποκτούν διαφορετική σημασία. Στην κινέζικη γλώσσα ο τόνος δεν έχει δύο, όπως στην ελληνική, αλλά τέσσερις σκάλες και με κάθε ένταση η λέξη αποκτά και διαφορετική σημασία. Παράβαλε, ομοίως, ότι οι άκλιτες ελληνικές επιρρηματικές λέξεις “απέναντι, πάνω, ναι, από… ” συγκεκριμενοποιούνται εννοιολογικά με τη σύνταξη κατά παράταξη (περιφραστικά, λεγόμενες πριν ή μετά από άλλες μέσα στην πρόταση), πρβλ π.χ.: «απέναντι από την Κύπρο» = η Τουρκία, ενώ «απέναντι από το σπίτι σου» = το σχολείο, «ναι», να πάω, ενώ «ναι», δεν πάω…
Σε άλλες γλώσσες (π.χ. κινέζικη) δεν υπάρχουν καθόλου παραγωγικές και κλιτικές καταλήξεις και σε άλλες (π.χ. αγγλική) οι μισές ή λίγες σχετικά. Στις γλώσσες αυτές τα γένη, η κλίση και τα μέρη λόγου σχηματίζονται είτε με σύνθεση ( δηλαδή με το να πούμε μια τέτοια λέξη σύνθετα με μια άλλη) είτε με σύνταξη κατά παράταση, δηλαδή λέγοντας αυτή τη λέξη πριν ή μετά από μια άλλη. Παρέβαλε π.χ. στην αγγλική: the love & I love, you love, he love, of love… όπου η αυτή λέξη (εδώ η λέξη love, με προσωπική αντωνυμία: Ι, you… γίνεται ρήμα, με το άρθρο the γίνεται ουσιαστικό, με το μόριο of γίνεται ουσιαστικό πτώσης γενικής κ.τ.λ.
(Περισσότερα βλέπε στο βιβλίο: «Συντακτικό ελληνικής γλώσσας», Α. Κρασανάκη)
4. Τα συνθετικά μέρη των σύνθετων λέξεων
Οι σύνθετες λέξεις, εκτός από τα συστατικά στοιχεία (θέμα, κατάληξη, τόνο κ.τ.λ.) των απλών λέξεων, αποτελούνται και από το α’ και β’ συνθετικό, που όλα μαζί καθορίζουν – κανονίζουν την έννοια των συνθέτων λέξεων, πρβλ: συν-λαμβάν-ω > συλλαμβάνω. συν-έ-λαβ-α,-ες…
Ειδικότερα:
Πρώτο (α’) συνθετικό λέγεται η απλή λέξη που μπαίνει πρώτη στη σύνθεση.
Δεύτερο (β’) συνθετικό λέγεται η απλή λέξη που μπαίνει δεύτερη στη σύνθεση: συμμαθητής = συν (α’ συνθετικό) + μαθητής (β’ συνθετικό)
Συνδετικό φωνήεν λέγεται το φωνήεν που ενώνει τα δυο συνθετικά: αστραπή + βροντή = αστραπόβροντο, το -ο- = συνδετικό φωνήεν.
Γνήσια σύνθεση λέγεται αυτή που γίνεται με συνδετικό φωνήεν το -ο- ή ένα άλλο εκτός του ληκτικού του α’ συνθετικού:κρυφομιλώ (κρυφά ομιλώ), γεωγραφία (γη, γαία γράφω), πεντάδραχμο (πέντε δραχμές), γυναίκες + παιδιά > γυναικόπαιδα, πικρή + δάφνη > πικροδάφνη..
Νόθα ή καταχρηστική σύνθεση λέγεται αυτή που γίνεται με αυτούσιες λέξεις ή με συνδετικό φωνήεν το ληκτικό φωνήεν του α’ συνθετικού, αν υπάρχει, π.χ.:
στην ελληνική: εκ-δρομή, εκ-δύνω > γδύνω, νέα πόλη > Νεάπολη, Χριστού γέννα > Χριστούγεννα…
στην κινέζικη: πε» = κύπελλο, «τσιμ» = χρυσός,η,ο, «τσιμ πε» = χρυσό κύπελλο, «νι τσάου» = καλημέρα, «σιαμ-σουέ» = το άρωμα (το αρωματόνερο), «σεν» = ο θεός, «σί-λά» = η Ελλάδα, «τσούν-κούο» = η κίνα, «μέι-κό» = η Αμερική..
Σύμφυση λέγεται η σύνθεση λέξεων που γίνεται με συγχώνευση (χωρίς συνδετικό φωνήεν) δυο απλών λέξεων, π.χ.: εκ-δύω > γδύνω, εν-βολιάζω > μπολιάζω, εκ-ρέω > Κρόνος > χρόνος..
Η λέξη γη ως πρώτο συνθετικό γίνεται: γή-πεδο, γή-λοφος, γεω-μετρία, γεω-λόγος, γεω-πόνος.. γαιο-κτήμονας, γαι-άνθρακας…
Τα αριθμητικά ως πρώτα συνθετικά γίνονται:
Το ένα > μονό- : μονάκριβος, μονομαχία..
Το δύο> δι-, δισ-, δυ-: δίδραχμο, δισέγγονος, δίφραγκο, δικέφαλο, δίκοπο, δισεκατομμύριο, συνδυασμός…
Το τρία > τρι-, τρισ-: τρισύλλαβο, τριγύρω, τρίγλωσσος, τρισάγιο, Τρισεύγενη..
Το τέσσερα > τετρά-: τετράγωνο, τετράποδο, τετράπλευρο..
Η λέξη καλός,-ή,-ό ως πρώτο συνθετικό γίνεται:
καλό-βολος, καλο-δέχομαι, καλο-δεχούμενος..
καλλι-γραφία, καλλι-τέχνης, καλλι-έργεια…
Τα αριθμητικά έχουν συνδετικό φωνήεν από το πέντε μέχρι το ενενήντα το -α: πεντάδραχμο, εξάμηνο, οχτάστιχο…
Τα επίθετα σε -υς έχουν συνδετικό φωνήεν το -υ: βαθύπλουτος, Μακρυγιάννης, πλατύσκαλο..
5. Οι τρόποι γένεσης – δημιουργίας των λέξεων
Κάποιοι λένε πως οι λέξεις δημιουργούνται από τη μίμηση των ήχων του περιβάλλοντος. Άλλοι λένε ότι οι λέξεις είναι τυχαίοι συνδυασμοί φθόγγων που τους αποδόθηκε μια έννοια κ.α. Ωστόσο τίποτε από αυτά δεν ισχύει, γιατί από τη μια οι λέξεις αποτελούνται από συγκεκριμένα συστατικά στοιχεία (τα: θέμα ή ρίζα, κατάληξη κ.τ.λ.) και τα οποία κανονίζουν και την έννοια των λέξεων και από την άλλη τα στοιχεία αυτά συναρμολογούνται σε λέξεις με ειδικούς τρόπους και κυρίως με την καλούμενη παραγωγή και σύνθεση.
1) Η σύνθεση
Σύνθεση λέγεται ο τρόπος με τον οποίο σχηματίζονται οι σύνθετες λέξεις. Η δημιουργία λέξης με την ένωση δυο ή περισσοτέρων απλών λέξεων (κανονικά είναι απλών θεμάτων), π.χ.: δια-γράφ-ω, συν-γράφ-ω, δια-κρατ-ικός….
2) Η παραγωγή
Παραγωγή λέγεται ο τρόπος με τον οποίο σχηματίζονται οι απλές λέξεις. Οι απλές λέξεις δημιουργούνται είτε από θέματα άλλων λέξεων, που τότε λέγονται «παράγωγες λέξεις» είτε από ρίζες (πρωτότυπα θέματα), που τότε λέγονται «ριζικές λέξεις».
Η δημιουργία των απλών λέξεων γίνεται με την πρόσθεση στη ρίζα ή στο θέμα της πρωτότυπης λέξης μιας κατάληξης, κλιτικής ή παραγωγικής, π.χ.:
Ρίζα κρατ- και ριζική λέξη «κράτ-ος»
Ριζική – πρωτότυπη λέξη: «κράτ-ος» & παράγωγη λέξη: κρατ-ικός
3) Η καταχρηστική παραγωγή
Καταχρηστική παραγωγή λέγεται η παραγωγή λέξης:
α) με αλλαγή του τύπου (= του γένους ή του αριθμού) της, π.χ.: αι Αθήναι > η Αθήνα, ο έμπορος & η έμπορος, ο σύζυγος & η σύζυγος..
β) με αλλαγή του μέρους λόγου της (π.χ. ένα επίθετο να γίνει ουσιαστικό), π.χ.: παράγωγος,-η,-ο > ο παραγωγός, παράγωγη > η παραγωγή, ζεστή > η ζέστη, μηχανική/ κεραμική.. (τέχνη) > η μηχανική/ κεραμική.. ο μηχανικός (τεχνίτης αυτoκινήτου) & μηχανικός (επίθετο)…
γ) με αλλαγή της κατάληξης μιας αρχαίας λέξης, όπως π.χ. η κατάργηση της γ’ κλίσης της αρχαίας, δηλαδή των καταλήξεων –ις, -ας, -ρ…: λύσις > λύση, οντότης > οντότητα, Ελλάς > Ελλάδα, κλητήρ > κλητήρας..
δ) με αλλαγή της τονιζόμενης συλλαβής (η αλλαγή συλλαβής του τόνου στην ελληνική αλλάζει το μέρος λόγου της λέξης ή δίδει αρνητική έννοια): παράγωγη (επίθετο) > παραγωγή (ουσιαστικό), πότε – ποτέ…
ε) με τροποποίηση της φθογγικής σύνθεσης μιας λέξης, δηλαδή με φθογγικό πάθος (= με εναλλαγή, πρόσθεση, αφαίρεση ή αντιμετάθεση φθόγγου). Τα φθογγικά πάθη σε μια λέξη γίνονται είτε για τη σημασιολογική διαφοροποίησή της είτε για την ευστομία της (= ευφωνία, για πιο άνετη ή πιο σύντομη συμπροφορά των φθόγγων της), π.χ.: χώρα (τόπου) & (χ)ώρα > ώρα χρόνου), κόνις > (σ)κόνη, πυρία (πυρ) > (σ)πύρ(τ)α, σπόγγος > σφουγγάρι, οικοκυρά > (ν)οικοκυρά, ήλθα > ήρθα, παις > παιδίον > παιδί….
6. Η γένεση ρίζας – ριζικών λέξεων και πρώτη ύλη λέξεων
Πιο μπροστά είδαμε ότι οι σύνθετες λέξεις γεννήθηκαν (δημιουργούνται, αποτελούνται) από την ένωση δύο ή περισσοτέρων απλών, π.χ.: εξ-υπ-ακούγεται, συν-πολίτης > συμπολίτης…. και οι απλές είτε από το θέμα μιας άλλης λέξης συν μιας κατάληξης (= οι παράγωγες λέξεις), π.χ. πόλη > πολίτης… (θέμα πολ-) είτε από μια ρίζα συν μια κατάληξη (= οι ριζικές λέξεις), π.χ. ρίζα πολ- συν την κατάληξη –η = πόλη. Επομένως αυτό που μένει να μάθουμε ακόμη είναι το πώς γεννήθηκαν οι ρίζες των λέξεων απ’ όπου δημιουργούνται στη συνέχεια με παράγωγή και σύνθεση οι υπόλοιπες, όπως π.χ. η ρίζα «πολ-» των λέξεων: πόλ-η > πολ-ίτης > πολ-ιτ-εία > πολ-ιτ-ικ-ός..
Αναλύοντας ετυμολογικά τις ρίζες των λέξεων, βλέπουμε ότι η ρίζα δεν είναι ένας τυχαίος συνδυασμός φθόγγων που του αποδόθηκε μια έννοια, αλλά ένα φυσικό φώνημα, αυτούσιο ή παραποιημένο για ευφωνικούς ή επιμέρους νοηματικούς λόγους. Δηλαδή είναι ένας ήχος, αυτούσιος ή παραποιημένος ευφωνικά, από αυτούς που ακούγονται στα διάφορα περιβάλλοντα από τα διάφορα όντα, όταν ενεργούν ή πάσχουν, αυτούσιος και κάτι ως γίνεται με το ξύλο και το έπιπλο ή το μάρμαρο και το άγαλμα κ.τ.λ.). Τούτος είναι ο λόγος που οι λέξεις έχουν και λογική ορθότητα ή μεταφορική και κυριολεκτική έννοια.
Τα ως άνω φωνήματα είναι π.χ.:
α) Οι φωνές που βγάζουν τα ζώα, πτηνά,…, όταν πετάνε, τρώνε, πεινάνε.., πρβλ π.χ.: κρα..κρά > κρά-ζω, κρα-υγάζω, κρα-υγή.. μπε/βε.. > βελάζω. Ομοίως: γαβ-γίζω, ζου..ζούνι, κουκου..βάγια, κακα..ρίζω,
β) Τα ανθρώπινα επιφωνήματα (οι φωνές που βγάζει ο άνθρωπος, όταν ενεργεί ή πάσχει), πρβλ π.χ.: αχ! > αχός, αμάν > αμανές, χαχα > χαχανίζω,..
γ) Οι ήχοι που βγάζουν τα αντικείμενα, όταν τρίβονται, πιέζονται, σπούνε, κτυπιούνται.., πρβλ π.χ.: μπαμ μπουμ > μπουμπουνίζω, μπαρούτι.. τρ.. > τρίβω, τρίζω, τριγμός…, β.. > βοή, βοώ….
Οι καλούμενες ηχοποιητικές λέξεις φτιάχνονται – αποτελούνται και αυτές από συστατικά στοιχεία ( θέμα + κατάληξη κ.τ.λ.), πρβλ π.χ.: γαβ.. > γαβγ-ίζ-ω, κακαρ-ίζω, χαχα(ν)-ίζω, τιτι(β)-ίζω.. Απλώς το θέμα των λέξεων αυτών είναι ένας αυτούσια μιμησμένος ήχος του περιβάλλοντος, ενώ των άλλων είναι τμήμα φθόγγων από άλλη λέξη, π.χ. κράτ-ος > κρατ-ικός….
Πιο απλά, οι λέξεις σχηματίζονται-αποτελούνται από συστατικά στοιχεία (θέμα, κατάληξη κ.τ.λ.), γεννιόνται με παραγωγή και σύνθεση: χρόν-ος, χρον-ικός, σύν-χρονος – σύγχρονος… γραφή, γράφ-μα > γράμμα, σύν-γραμμα > σύγγραμμα … και έχουν ως πρώτη ύλη κατασκευής των συστατικών τους στοιχείων τα φωνήματα, δηλαδή τους ήχους του περιβάλλοντος, άλλοτε αυτούσια και άλλοτε μερικώς μεταποιημένα: «ρ…» (ο ήχος που ακούγεται από κάτι που ρέει ή κυλά…) > ρέω, ροή, ρεύμα… εκ-ρέω εκ-ροή… > Κρόνος – χρόνος..
Όπως η πρώτη ύλη για το άγαλμα είναι το μάρμαρο, για το έπιπλο το δέντρο κ.τ.λ., έτσι και η πρώτη ύλη των λέξεων είναι οι ήχοι του περιβάλλοντος. Για κάθε πράγμα και η ανάλογη ύλη του.
Σημειώνεται, επίσης ότι:
1) Ο πρωτόγονος άνθρωπος δε γεννήθηκε κατευθείαν να μιλεί ελληνικά ή αγγλικά.. ή να λέει π.χ. τις λέξεις: λέω, πάω, Μανώλης, Ηρακλής…(ελληνικά), say, go, Manuel… (αγγλικά).. Αρχικά μίλαγε όπως και τα άλλα ζώα, δηλαδή με άναρθρο λόγο (με επιφωνήματα και μιμήσεις ήχων, μορφασμών, κινήσεων κ.τ.λ.) Σιγά-σιγά και σε σχέση προς τα άλλα ζώα επινόησε τις καταλήξεις, τα προθέματα, τον τόνο.. και λοιπά γλωσσικά στοιχεία: “τακ.. τακ” > τάκ-σις (τάξη), τακ(τ)-κός,-ή,-ό.. γραφς…” > γράφ-ω, γραφ-ή, γραφ-έας, γραφικ-ότατος… και έτσι έφτιαξε τη γλώσσα που έχει σήμερα. Έτσι οι λέξεις σε σχέση προς τους φυσικούς ήχους είναι, όπως το δέντρο και το έπιπλο, η πέτρα και το σπίτι… Έτσι η γλώσσα διαπλάστηκε, υπέστη επεξεργασία, εξελίχθηκε και έφτασε στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα.
2) Αν οι λέξεις ήταν τυχαίοι συνδυασμοί φθόγγων που τους αποδόθηκε μια έννοια, δε θα είχαν ποιόν και λογική ορθότητα. Παρέβαλε π.χ. “μπάμ, μπουμ” > μπόμπα, μπουμπουνίζω. μπουμπουνητό.. όπου η ρίζα – φώνημα “μπαμ” σου δίνει τη υπόσταση για το σημαινόμενο των λέξεων αυτών. Παρέβαλε ομοίως ότι δε θα ήταν λογικό να πούμε την ίδια έννοια που λέμε με τη λέξη «μπόμπα» και π.χ. με το συνδυασμό των φθόγγο «σι..», γιατί αυτοί οι φθόγγοι είναι κάτι που ακούγεται όταν κάνουμε σιγή ή ησυχία.
3) Σε μια ομάδα συγγενών ετυμολογικά λέξεων πάντα η ρίζα είναι ήχος περιβάλλοντος, αυτούσιος ή παραποιημένος. Το ότι αυτό σε πολλές λέξεις δε φαίνεται οφείλεται στην ανθρώπινη επέμβαση, που:
α) πρόσθεσε τις καταλήξεις, ώστε ο λόγος να γίνει συγκεκριμένος από γενικός και ασαφής, πρβλ: καλ-ώ,είς.. & καλ-ός,οί….. & καλ-ή,ής,ές..
β) πολλές ρίζες ή λέξεις τις μεταποίησε (με πρόσθεση, αφαίρεση, αντιμετάθεση φθόγγου) για λόγους ευστομίας (ευφωνίας, πιο άνετης ή πιο σύντομης κ.τ.λ. συμπροφοράς των φθόγγων της) ή νοηματικής διαφοροποίησης, πρβλ π.χ.: “σ… αλ.λς… = ο ήχος από το κύμα της θάλασσας και απ’ εκεί: σάλος, σάλασσα > θάλασσα = sea (αγγλικά), σαλς -αλάτιον – άλας – αλάτι, sardin – sardela ( λατινικά), σαλαμούρα, (σ)αλατίζω, σαλεύω… χώρα (τόπου & (χ)ώρα – ώρα (χρόνου), γράφμα > γράμμα, οπή/όπματιον > μάτι, οπταλμός > οφθαλμός… (Περ. βλέπε στα «Φθογγικά πάθη») Δηλ. με τα φθογγικά πάθη κάνουμε τέτοια επεξεργασία στην πρώτη ύλη των λέξεων, όπως και στη λάξευση της πέτρας για το σπίτι, στο μάρμαρο για το άγαλμα, στο δέντρο για το έπιπλο…
4) Επειδή όλες οι γλώσσες χρησιμοποιούν ως πρώτη ύλη τους ήχους του περιβάλλοντος, γι αυτό και κάποιες, αν και δεν έχουν έρθει ποτέ σ’ επαφή, έχουν:
α) ίδιες ή παρόμοιες λέξεις, πρβλ π.χ. ελληνικά: βους, ρους-ρυάκι, κραυγάζω – κραυγή… & αγγλικά: bull ή bos, rio, cry…
β) τους αυτούς φθόγγους, τους είκοσι (20) στον αριθμό: α, ε, ο, ου, ι, κ, γ, χ, τ, δ, θ, π, β, φ, μ, ν, λ, ρ, σ, ζ (κάτι που οφείλεται και στα γλωσσικά δάνεια). Απλώς μερικές γλώσσες δεν συνηθίζουν κάποιον ή κάποιους από τους μέσους και δυσκολοπρόφερτους φθόγγους δ, γ, θ, ζ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ – ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΟ
(ΕΝΝΟΙΑ & ΟΝΟΜΑΤΟΛΟΓΙΑ)
1. Η ετυμολογία το κλειδί της έννοιας και ορθογραφίας των λέξεων
Ετυμολογία λέγεται η ανάλυση μιας λέξης στα συστατικά της στοιχεία (πρόθεμα, θέμα ή ρίζα…), αν είναι απλή, π.χ. γράφ=ω, Κρήτ-η… και στα συνθετικά μέρη (α’ + β’ συνθετικό), αν είναι σύνθετη, π.χ.: δια-γράφ-ω, καθώς και η εύρεση της ρίζας ή της πρωτότυπής της λέξης, αν είναι ριζική ή παράγωγη, π.χ. γράφ-ω > γράφ-μα > γράμμα, Κρήτ-η > Κρητ-ικός…, ώστε να δούμε τι μέρος λόγου και τύπο έχει, άρα τι σημαίνει (την έννοιά της), ποια η ορθογραφία της, ποια η γλώσσα απ’ όπου προέρχεται κ.ά., αφού:
1) Η έννοια μιας λέξης κανονίζεται ή εξαρτάται από τι μέρος λόγου και τύπος είναι, καθώς και από το αν είναι απλή ή σύνθετη, επομένως από τη συσχέτιση των συστατικών της στοιχείων (= η ρίζα ή το θέμα, η κατάληξη, ο τόνος κ.τ.λ.), αν έχουμε απλή λέξη και από τα συνθετικά μέρη (το α’ + β’ συνθετικό), αν έχουμε σύνθετη λέξη, πρβλ π.χ.: έξοχ-η & εξοχ-ή, έ-γραψ-ες, δια-γράφ-ω…
Λατινική, ρήματα: am-o, leg-o, rapi-o …, ουσιαστικά: domin-us, popul-us, numer-us…
2) Στο ελληνικό σύστημα γραφής, η γραφή των λέξεων γίνεται όχι τυχαία ή ιστορικά ή μόνο φθογγικά, αλλά αφενός φθογγικά και αφετέρου ανάλογα με την ετυμολογία τους. Δηλαδή ανάλογα αφενός από τι μέρος λόγου ή τύπος είναι στο σημαινόμενο από τη λέξη και αφετέρου από τη ρίζα ή την πρωτότυπη λέξη, αν έχουμε λέξη παράγωγη και με τη χρήση- βοήθεια των ομόφωνων (ομόηχων) γραμμάτων: αι & ε, ι & η & υ & οι & ει & υι, o & ω που υπάρχουν στην ελληνική γραφή.
Με τα ομόφωνα γράμματα: Ο(ο) & Ω(ω), Η(η) & Υ(υ) & Ι(ι)… υποδείχνουμε στην κατάληξη το μέρος λόγου ή τον τύπο του σημαινόμενου που φανερώνει η λέξη, γράφοντας π.χ.: με –ο,-η,-ι τον ενικό των πτωτικών: καλό, καλή, νίκη, τιμή, σύκο, φιλί,…, με –ω,-ει τον ενικό των ρημάτων: καλώ, γελώ, τρέχω, σήκω, καλεί,…. (Ομοίως τα υπόλοιπα μέρη λόγου, γένη, αριθμοί κ.τ.λ.) και στο θέμα τη ρίζα ή την πρωτότυπη λέξη μιας παράγωγης, πρβλ π.χ. : κρίνω, κριτής > κριτικός (με –ι) & Κρήτη > Κρητικός (με η)… συν-μαθητής > συμμαθητής (με δυο μμ) & έμεινα (με ένα μ)…, ώστε ο αναγνώστης να έχει βοήθεια και στην κατανόηση των λέξεων και διάκριση των ομοήχων, πρβλ π.χ., φθογγικά: «ι παραγογί τις κρίτις», «ίνε ι αδελφί σου» = ορθογραφικά: Οι παραγωγοί της Κρήτης» & Η παραγωγή της Κρήτης. Είναι οι αδελφοί σου. & Είναι η αδελφή σου. Φθογγικά: “καλό, καλί, καλίς…” = ορθογραφικά: καλό, καλή, καλής, καλοί… (με -ο,-η,-οι, αν μιλούμε για επίθετο) & καλώ, καλεί, καλείς… (με -ω,-ει, αν μιλούμε για ρήμα),
Ομοίως: αγαθή & Αγαθή & αγαθοί, ψιλή & ψιλοί & ψηλοί & ψηλή, λίρα & λύρα, κλίμα & κλήμα, λύπη & λείπει & λίπη & λυπεί & λοιπή & λοιποί
Όπως βλέπουμε από τα πιο πάνω παραδείγματα, με τη βοήθεια των ομόφωνων γραμμάτων:Ο(ο) & Ω(ω), Η(η) & Υ(υ) & Ι(ι)… διακρίνουμε οπτικά και τάχιστα τις ομόηχες λέξεις ή καταλαβαίνουμε για το αν μιλούμε για ρήμα ή ουσιαστικό ή επίθετο κ.τ.λ. ή αρσενικό ή θηλυκό ή κύριο ή κοινό όνομα κ.τ.λ.
ΚΑΝΟΝΕΣ: α) Οι παράγωγες λέξεις γράφονται στο θέμα όμοια με τη ρίζα ή την πρωτότυπη τους λέξη, π.χ.: Κρήτη > Κρητικός (με -η-) & κρίνω > κρίση, κριτικός (με -ι-)… β) Οι σύνθετες γράφονται όμοια με τις απλές που αποτελούνται, π.χ.: συν-θεση, δια-κρίνω… γ) Οι κλιτές λέξεις γράφονται, τα ρήματα με –ω,-ει, τα θηλυκά με –η, τα ουδέτερα με –ο,-ι..: γελώ, τιμώ, σήκω, σύκο, καλή, καλεί, τιμή, νίκη, φιλί…
(Περισσότερα βλέπε στο βιβλίο «Το ελληνικό σύστημα γραφής», Α. Κρασανάκη)
3) Το από ποια γλώσσα προέρχεται μια λέξη φανερώνεται:
α) Από τη μορφή ή τα συστατικά της μέρη. Άλλες καταλήξεις και θέματα έχει π.χ. η Ελληνική και άλλα η Λατινική, άλλα η Αγγλική… πρβλ π.χ.:
ελληνικά: αρπά(ζ)ω, καλ-ός,-ή, μέγ-ιστος,-η,-ο
λατινικά: rap-io, bon-us,a,um, max-imuς…
Οι λέξεις π.χ.: μάξιμουμ (maximum), κοντρόλ (control), πίβοτ (pivot), γκαράζ (garaz)… δεν είναι ελληνικές, αφού οι ελληνικές λέξεις δε λήγουν σε αυτές τις καταλήξεις και γενικώς σε σύμφωνα, αλλά σε φωνήεν ή στα ν, ς (σπάνια σε -κ, -ρ ): θεός, καλός, εκ, υπέρ…
β) Από τα φθογγικά της πάθη. Άλλα φθογγικά πάθη παρατηρούμε στη Λατινική και άλλα στην Αγγλική… πρβλ π.χ. ελληνικά: ιδέα, Γεωργία, τιτάν(ας), Ευρώπη.. = αγγλικά: idea («αϊντία»), Georgia («τζόρτζια»), Titan («ταϊτάν»).. (Οι άγγλοι τρέπουν το ι σε αϊ, το γ σε τζ..)
γ) Από την πρωτότυπη λέξη, αν είναι παράγωγη ή από τα συνθετικά της μέρη, αν είναι σύνθετη.
Η λέξη π.χ. “εμπόριο (ελληνικά) – emporium (λατινικά)” είναι ελληνική, γιατί αποτελείται από τις απλές λέξεις «εν + πόρος, πορεύομαι»…, που υπάρχουν αυτόνομες στην ελληνική γλώσσα.
Η λέξη π.χ. «Αδάμ > Αδαμάντιος, Αδάμης…» είναι εβραϊκή (η Ελληνική δεν έχει λέξεις που λήγουν σε σύμφωνα), όμως ελληνικό δάνειο, γιατί παράγεται από το στερητικό α- (= η πρόθεση “ανευ”, μη) + το θέμα των λέξεων “δαμ-άζω, α-δάμ-ας, α-δάμ-αστος, δαμ-όκλειος..””, πρβλ και: «Αδάματόν τε και δυσούριον».. (Αντιγόνη 1311). Διαμάντι ή α-δάμ-ας = ο πιο σκληρός λίθος, αυτός που δεν δαμάζεται ή καταβάλλεται, άρα ο πιο σκληρός και πολύτιμος λίθος.
Οι λέξεις π.χ. instatuo, extremus, fabrica, appositio, amplus… δεν είναι ελληνικές, επειδή τα συνθετικά τους μέρη in, statuo, ex,… τα βρίσκουμε στη Λατινική.
Σημειώνεται, επίσης, ότι:
1) Η έννοια των λέξεων που δεν έχουν καταλήξεις κανονίζεται είτε από τον τόνο είτε από τι άλλη λέξη έχουν πριν ή μετά από αυτές, όπως είδαμε στα «συστατικά στοιχεία» των λέξεων.
2) Κατά τη σύνταξη (στο λόγο) η έννοια των ουσιαστικών εξειδικεύεται και από τα άρθρα, τα επίθετα και τις μετοχές, πρβλ π.χ.: ο έμπορος & η έμπορος, μεγάλο κουτί & πολύ μικρό κουτί, πήρα γράμμα & πήρα το γράμμα…
3) Στον προφορικό λόγο το νόημα πολλών λέξεων κανονίζεται και από: α) τα είδη προφοράς: η καταφατική, η ερωτηματική, η θαυμαστική κ.τ.λ. εκφώνηση των προτάσεων και το ποιόν (τα χρώματα φωνής), β) την έκφραση. Άλλο το «καλημέρα» με σιγανή φωνή και άλλο με δυνατή, άλλο το να πεις «καλημέρα» καθιστός και άλλο όρθιος ή με υπόκλιση, ενώ ένας μορφασμός αναιρεί όσα λέμε ή τα αλλοιώνει, μειώνει κ.τ.λ. ανάλογα με το είδος του
2. Τα είδη των εννοιών
α. Η απλή & σύνθετη έννοια
Οι απλές λέξεις μας δίδουν ένα νόημα, αυτό που φανερώνουν τα συστατικά τους στοιχεία, π.χ.: γράφ-ω, έ-γραψ-α, έ-γραψ-ες… Οι σύνθετες λέξεις μάς δίδουν σύνθετο νόημα, αυτό που φανερώνουν το α’ και β’ συνθετικό τους, π.χ: δι-έ-γραψ-ε (= δια + γράφω).
Παρατακτικά σύνθετα λέγονται οι σύνθετες λέξεις που σημαίνουν ό,τι και τα συνθετικά τους μέρη ενωμένα με το σύνδεσμο “και”. Όταν ερμηνεύονται με το “και”, π.χ.: γυναικόπαιδα = γυναίκες και παιδιά. Ομοίως: στενόμακρος, ανεβοκατεβαίνω, γιδοπρόβατα, ζερβόδεξα.
Προσδιοριστικά σύνθετα λέγονται οι σύνθετες λέξεις που το πρώτο τους συνθετικό προσδιορίζει το δεύτερο. Όταν το πρώτο συνθετικό προσδιορίζει το δεύτερο ως επίθετο, αν το δεύτερο είναι ουσιαστικό, ή ως επίρρημα, αν το δεύτερο είναι ρήμα, π.χ.: αγριοπερίστερο = άγριο περιστέρι, συχνορωτώ = ρωτώ συχνά. Ομοίως: αγριολούλουδο, ξαναρωτώ, χαμόκλαδο (χαμηλό κλαδί)…
Κτητικά σύνθετα λέγονται οι σύνθετες λέξεις που σημαίνουν κτήση, εκείνο που έχει κάποιος. Όταν οι σύνθετες λέξεις ερμηνεύονται με το “εκείνος,-η,-ο που έχει” και αντικείμενό του το β’ συνθετικό και επιθετικό του προσδιορισμό το α’ συνθετικό, π.χ.: γαλανομάτης = εκείνος που έχει γαλανά μάτια. Ομοίως κακόμοιρος, Μεγαλόχαρη…
Αντικειμενικά σύνθετα λέγονται οι σύνθετες λέξεις που το ένα συνθετικό τους γίνεται αντικείμενο του άλλου, όταν ερμηνεύεται το β’ συνθετικό με ρήμα και το α’ με ουσιαστικό, π.χ.: καντηλανάφτης = (εκείνος που) ανάβει καντήλια. Ομοίως: μελισσοφάγος, λαιμοδέτης, ψωμοζήτης…
β. Η κυριολεξία και η μεταφορά
Κυριολεξία λέγεται η ακριβολογία, όταν στο λόγο μια λέξη λέγεται με την πραγματική της έννοια, με τη συγκεκριμένη σημασία που εκφράζουν τα συστατικά της στοιχεία, π.χ.: το αγριοκάτσικο (το ζώο) = το άγριο κατσίκι
Μεταφορά λέγεται η μη ακριβολογία, όταν μια λέξη δεν λέγεται με την πραγματική της έννοια, αλλά αλλαγμένη (ομοιωματικά, όταν η λέξη ερμηνεύεται με το “σαν/ όπως”), π.χ.: το αγριοκάτσικο (το κορίτσι)
Κυριολεξία: Έχω μια λαμπάδα. Είναι αλεπού/ αρνί/ πικρό αμύγδαλο.
Μεταφορά: Έχει κορμί λαμπάδα (δηλ. ίσιο), αντί: Έχει κορμί (σαν την/ όπως η) λαμπάδα. Είναι αλεπού/ άγιος/ αρνί (δηλ. έξυπνος/ καλός/ ήσυχος), αντί: Είναι (σαν) αλεπού/ άγιος/ αρνί.
Μεταφορικά λέγονται και προτάσεις (ιδιωματικές εκφράσεις): Περνά πικρή ζωή (δηλ. βασανισμένη). αντί: Περνά ζωή (σαν/ όπως η) πίκρα/ πικραμένη ζωή. Με λιβανίζει (με κολακεύει), αντί: Είναι σαν να με λιβανίζει (όπως ο παπάς, οι πιστοί κ.τ.λ.) Ομοίως: Χίμηξε στον εχθρό. Περνά μαύρη ζωή. Μίλησε ξάστερα. Αρρώστησε βαριά. Σπάσαμε πλάκα. Ρίχνει άγκυρα.
γ. Ο (Κατ)ευφημισμός & η ειρωνεία
(Κατ)ευφημισμό έχουμε, όταν ονομάζουμε κάτι που είναι κακής σημασίας με λέξη ή φράση καλής σημασίας, π.χ.: Εύξεινος Πόντος (αντί άξενος, αφιλόξενος πόντος), Ειρηνικός Ωκεανός (αντί εχθρικός, πολεμικός κ.τ.λ.), γλυκάδι (αντί ξίδι), Ακρωτήρι Καλής(αντί κακής) Ελπίδας.
Ειρωνεία έχουμε, όταν μια φράση λέγεται με προσποίηση, δηλ. με εντελώς αντίθετη (διαφορετική) έννοια. Η ειρωνεία προφέρεται με ειδικό χρώμα φωνής, π.χ.: Τι ωραίος που είσαι! Ωραία τα κατάφερες! Για… διακοπές έστελνε η δικτατορία τους δημοκρατικούς στα ξερονήσια.
3. Τα ονόματα και η ετυμολογική λογική τους
Ονόματα λέγονται οι λέξεις με τις οποίες προσδιορίζουμε ή εξατομικεύουμε μια έννοια σε σχέση προς άλλες, ομοειδείς ή μη. Οι λέξεις με τις οποίες καλούμε (ονομάζουμε, βαπτίζουμε) τα πρόσωπα λόγου (= εγώ, εσύ και κάθε τι που γίνεται λόγος) και έτσι να ξέρουμε για πιο επακριβώς πρόσωπο λόγου (άνθρωπο ή ζώο, πράγμα, τόπο, χρόνο, ποσό, κ.τ.λ.) μιλούμε.Με ονόματα διακρίνουμε τον ένα άνθρωπο από τον άλλο, π.χ. Γιάννης, Στάθης… ή τις ημέρες τις εβδομάδας, π.χ. Δευτέρα, Τρίτη… τα μέρη της Ελλάδας, π.χ. Κρήτη, Αττική κ.τ.λ.
Τα ονόματα δεν είναι τυχαίες ή συμβατικές λέξεις, αλλά τέτοιες που η ετυμολογία τους (η συσχέτιση των συστατικών τους στοιχείων) να μας φανερώνουν κάτι από τα στοιχεία του σημαινόμενου (καταγωγή ή σχήμα, επάγγελμα, όψη, διάσταση κ.τ.λ.), πρβλ π.χ.: Κρητικός Γ. = ο καταγόμενος από την Κρήτη, τραπέζι = το τετραπέδιον = το σκεύος με 4 πόδια, Ευστάθιος > Στάθης = ο έχων καλή στάση, κορμοστασιά… Παρέβαλε και ότι το πρώτο που ρωτά ο δικαστής ή αυτός που συναντά έναν άγνωστο κ.τ.λ. είναι το “πώς λέγεσαι”, από την απάντηση του οποίου εξαρτώνται ή εννοούνται πολλά, όπως η οικογένεια, η θρησκεία, η εθνικότητα, η μόρφωση…: Μανώλης = χριστιανός, Ιοχάναν = Εβραίος…
Συνεπώς ο σκοπός του ονόματος είναι αφενός να γίνει σαφής ο λόγος μας (να ξέρουμε για πιο πράγμα μιλούμε) και αφετέρου να μας δίδει κάποια πληροφορία σχετικά με το σημαινόμενο (καταγωγή, σχήμα, επάγγελμα κ.ά. ).
Το ετυμολογικό παράδοξο & τα οικογενειακά ονόματα & επίθετα
Πολλές φορές λέμε π.χ. ο κ. «Κρητικός» και όμως είναι «Αθηναίος», λέμε ο κ. «Μαύρος» και όμως είναι λευκός, λέμε ο κ. «Ράπτης» και όμως είναι παπάς, λέμε ο κ. Ευστάθιος (= ο έχων ωραία κορμοστασιά) και όμως είναι καμπούρης κ.ά.
Τούτο συμβαίνει διότι τα ονόματα δεν δίδονται πάντοτε με κυριολεκτική σημασία, αλλά και με μεταφορική ή προς χάρη προγόνου, αγίου, πατρίδας, διαφήμισης κ.τ.λ., κάτι που πρέπει να έχουμε υπόψη μας, όταν κάνουμε ετυμολογίες, ώστε να μην παραπλανηθούμε, πρβλ π.χ.:
με κυριολεξία & μεταφορικά: αγριοκάτσικο (το ζώο = κυριολεξία) & αγριοκάτσικο (το κορίτσι = μεταφορά)
κοσμητικά, με όνομα λουλουδιού: Τριανταφυλλιά (το φυτό = κυριολεξία) & Τριανταφυλλιά (η κόρη = μεταφορά = όνομα κοσμητικό),
πατριδωνυμικά: Κρήτη > Κρητικός, Ελλάς > Έλληνας…
μνημονικά, σ’ ανάμνηση προγόνου, αγίου, ήρωα, ευεργέτη κ.τ.λ.: Αδάμ (ο παππούς) & Αδάμ (ο εγγονός), Αγ. Νικόλαος, Αγ. Χαράλαμπος… = ονόματα χωριών για χάρη του ομώνυμου Αγίου..
διαφημιστικά, με προβολή ιδιότητας ή επαγγέλματος, π.χ.: “Ελευθεροτυπία”, Ψαράς, Παπάς, Πιατάς…
με κατευφημισμό: Μέγας Ειρηνικός ωκεανός
Σημειώνεται, επίσης, ότι:
1) Τα ονόματα δε δίδονται ποτέ συμβατικά ή τυχαία, αλλά με κάποια λογική ή για κάποια αιτία, γιατί, όπως προαναφέρθηκε, ο σκοπός τους ως λέξεις είναι να μας δίνουν κάποια πληροφορία για το πρόσωπο για το οποίο γίνεται λόγος, όπως π.χ. τον πρόγονο ή τη χώρα καταγωγής ή με τι μοιάζει ή πως είναι η σύστασή του, τι δουλειά κάνει κ.τ.λ., πρβλ π.χ.: κ. Κρητικός (= αυτός που είναι από την Κρήτη), Ράφτης (= αυτός που ασκεί το επάγγελμα αυτό), Παπάς… Όταν λέμε π.χ. κάποιον «Κρητικό» και δεν είναι (είναι π.χ. Αθηναίος), αυτό δε σημαίνει ότι λέμε ψέματα ή ότι τα ονόματα δίδονται τυχαία ή ότι τα ονόματα δεν έχουν λογική ορθότητα κ.τ.λ. Απλώς εδώ έχουμε «όνομα οικογενειακό» και όχι «λέξη επίθετο» με κυριολεξία. Λέμε π.χ. κάποιον Δημήτρη «Κρητικό», γιατί καταγόταν από την Κρήτη. Κατόπιν το όνομα αυτό μένει στον κύριο αυτόν ως οικογενειακό επίθετο, ο κ. Δημήτρης Κρητικός, κάτι που συνεχίζεται στον γιο του, τον κ. Γιάννη Δημητρίου Κρητικό, ως οικογενειακό επίθετο.
2) Επειδή η ετυμολογία μας δίδει πολλές φορές έννοια διαφορετική απ’ ό,τι είναι πράγματι το σημαινόμενο, γι αυτό και ο Σέξτος ο Εμπειρικός (180 – 200 μ.Χ., γιατρός και φιλόσοφος, στο έργο του “Προς Μαθηματικούς”) αναφέρει ότι στα ονόματα τρία πράγματα βρίσκονται σε άμεση αλληλεξάρτηση, τα εξής:
α) Το σημαίνον = η φωνή, π.χ. το όνομα “Δίων”.
β) Το σημαινόμενο = το δηλούμενο το οποίο γίνεται αντιληπτό εφόσον σκεφτόμαστε συγχρόνως αυτό που παριστά η φωνή, ενώ οι βάρβαροι (ξένοι) δεν το καταλαβαίνουν έστω και αν ακούουν τη φωνή.
γ) Το τυγχάνον ή υποκείμενο = αυτό που υπάρχει ανεξάρτητα από μας, π.χ. ο Δίων.
Απ’ αυτά τα τρία στοιχεία τα δύο είναι «σώματα» (υλικά), δηλ. η «φωνή» και το «υποκείμενο», και ένα άυλο (ασώματο), δηλ. «λεκτόν» το οποίον είναι αληθινό ή μη αληθινό (ψεύτικο).(Περισσότερα βλέπε στην άποψη Πλάτωνα, στις «Αρχαίες Ελληνικές Γλωσσολογικές Απόψεις».)
3) Υπάρχουν και λάθος ονόματα, λόγω κακής γνώσης του πράγματος, πρβλ π.χ.: Μεσόγειος θάλασσα = η θάλασσα στο μέσον της γης, ενώ δεν είναι, αλλά έτσι νόμιζαν οι αρχαίοι Έλληνες.
Ο αδόκιμος όρος
Αδόκιμος όρος λέγεται το όνομα που του έχει αποδοθεί έννοια διαφορετική απ’ ό,τι ορίζει η ετυμολογία του, άρα, όταν δεν ανταποκρίνεται στη φυσική (ετυμολογική) του ορθότητα, όπως π.χ. οι λέξεις: Σεπτέμβριος, Οκτώβριος, Νοέμβριος, Δεκέμβριος = ο 7ος, 8ος, 9ος, 10ος μήνας, ενώ ως λέξεις σημαίνουν ο 9ος, 10ος, 11ος, 12ος μήνας: septem = επτά > Σεπτέμβριος, οκτώ – Οκτώβριος, novem = εννέα – Νοέμβριος, δέκα = decem > Δεκέμβριος, μπόρα > ομπρά (= η βροχή) & όμβριος = βροχερός (Η διάσταση αυτή υπάρχει, γιατί έγινε αλλαγή ημερολογίου και όχι και των ονομασιών)
4. Τα είδη των ονομάτων
Τα ονόματα διακρίνονται σε πάρα πολλά είδη, ανάλογα με τη σκοπιά που εξετάζονται, κυριότερα των οποίων είναι:
α) Τα κύρια και τα κοινά ονόματα
Κύρια ονόματα λέγονται αυτά που φανερώνουν κάτι συγκεκριμένο, όπως π.χ. τα: Κώστας (= συγκεκριμένος άνθρωπος), Μάϊος (συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ένας μήνας), Κρήτη (συγκεκριμένος τόπος)…
Κοινά ονόματα λέγονται αυτά που δε φανερώνουν κάτι το συγκεκριμένο, αλλά κάτι το γενικό, δηλ. φανερώνουν μεν ουσιαστικό, όμως όχι ποιο ακριβώς, όπως π.χ. τα: βελανιδιά, άνθρωπος, γιατρός, δέντρο, ζώο, φυτό…
άνθρωπος, γιος, γιατρός, παπάς, γυναίκα…. = κοινό όνομα,
Μανώλης, Μαρία, Σταμάτης… = κύριο όνομα, άτομο συγκεκριμένο
β) Τα συγκεκριμένα και αφηρημένα ονόματα
Συγκεκριμένα ονόματα λέγονται αυτά που φανερώνουν κάτι που το αντιλαμβανόμαστε άμεσα με τις αισθήσεις μας, όπως π.χ. τα: ο Γιώργος, η κούτα, η κερασιά, το δοχείο, το βουνό…
Αφηρημένα ονόματα λέγονται αυτά που φανερώνουν κάτι που δεν το αντιλαμβανόμαστε άμεσα με τις αισθήσεις μας, όπως π.χ. αυτά που σημαίνουν μεταφυσικό πρόσωπο, καθώς και ενέργεια (πράξη), ιδιότητα ή ποιότητα και κατάσταση:
ενέργεια: η οδήγηση, η λύση, η δίκη, η θυσία…
ιδιότητα: η μητρότητα, η εξυπνάδα, η φιλία…
κατάσταση: η ευτυχία, η δυστυχία, η ηρεμία, η ησυχία…
μεταφυσικά: ο Θεός, ο Άγγελος, ο Παράδεισος, η ψυχή, η Ανάσταση, η Θεία Δίκη, ο Ποσειδώνας, η Άρτεμη, ο Άδης…
γ. Τα ομώνυμα, παρώνυμα, συνώνυμα & επώνυμα
Ομώνυμα λέγονται τα ονόματα που έχουν την ίδια προφορά (που είναι ομόηχα), όμως με διαφορετική σημασία, όπως π.χ. τα:
κλίμα (τόπου) & κλήμα (το φυτό), λίρα (νόμισμα) & λύρα (μουσικό όργανο),
κλίνω (τη λέξη) & κλείνω (την πόρτα), ψιλή & ψηλή, τοίχος & τείχος κ.τ.λ.
Παρώνυμα λέγονται τα ονόματα που μοιάζουν κάπως (έχουν σχεδόν την ίδια) προφορά, όμως με διαφορετική σημασία, όπως π.χ. τα:
στερώ (αφαιρώ) & υστερώ ( μένω πίσω), αμυγδαλιά (το δέντρο) & αμυγδαλή (ο αδένας),
λεπτά (πράγματα ) & λεφτά (χρήματα), φτενός (λεπτός) & φτηνός (όχι ακριβός)…
Τονικά παρώνυμα λέγονται τα ονόματα που διαφέρουν μόνο στη συλλαβή που έχουν τον τόνο, π.χ.: νόμος & νομός, πότε & ποτέ, μόνος & μονός, γέρος & γερός, σκέπη & σκεπή, χώρος & χορός…
Συνώνυμα λέγονται τα ονόματα που έχουν εντελώς διαφορετική προφορά (είναι διαφορετικές λέξεις), όμως ίδια περίπου σημασία, όπως π.χ. τα: γκλίτσα (βλάχου) – μπαστούνα (κρητικού) – πατερίτσα (ιερωμένου), ξημερώνει – χαράζει – φωτίζει…
Επώνυμα λέγονται τα ονόματα που χρησιμοποιούνται ως κοινό όνομα μιας οικογένειας, το του γένους, όπως π.χ. τα: Κασαπάκης, Κρασανός, Μαρίδης…
Μανώλης (=προσωπικό όνομα), Μιχαήλ (= όνομα πατρός ή πατρώνυμο)
Κασαπάκης (= όνομα οικογενειακό ή επώνυμο)
δ. Τα ταυτόσημα & τα περιληπτικά ονόματα
Ταυτόσημα λέγονται τα ονόματα που έχουν την ίδια ακριβώς σημασία, ενώ είναι διαφορετικές λέξεις, όπως π.χ.: το γίδι (η γίδα) = το κατσίκι (η κατσίκα), ο πετεινός = ο κόκορας, αχλάδι = απίδι, καλαμπόκι = αραποσίτι…
Περιληπτικά λέγονται τα ονόματα που φανερώνουν πολλά πρόσωπα ή πράγματα κ.τ.λ. που αποτελούν ένα σύνολο, όπως π.χ. τα: ο κόσμος (πολλοί άνθρωπο κ.τ.λ.), ο στρατός, ο ελαιώνας, η οικογένεια, η ψαριά (= πολλά, χιλιάδες ψάρια)…
Σημειωτέον ότι:
1) Λόγω της κυριολεξίας και μεταφοράς ένα όνομα μπορεί από μια άποψη να είναι συγκεκριμένο (π.χ. ελληνισμός = γεωγραφικό συγκεκριμένο μέρος) και από άλλη αφηρημένο (π.χ. ελληνισμός = οι πολιτιστικές αξίες των Ελλήνων).
2) Το σημαινόμενο από πολλά ουσιαστικά μπορεί να θεωρείται από άλλους συγκεκριμένο ή υπαρκτό και από άλλους μη υπαρκτό (φανταστικό), όπως π.χ. ο Παράδεισος, η ψυχή…
3) Πολλά επίθετα λέγονται – χρησιμοποιούνται και ως ονόματα, όπως τα: αγαθός,-ή,-ό (επίθετο) & Αγαθή (όνομα γυναίκας), κόκκινος,-η,-ο (επίθετο) & Κόκκινος (επώνυμο), κρητικός (επίθετο) & Κρητικός (επώνυμο)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο
ΤΟΝΙΚΟ
1. Τι είναι τόνος & τονικό σημάδι
Τόνος λέγεται η ανύψωση της φωνής σε μια συλλαβή της λέξης, όπως π.χ.: κα-λός, κά-λος, έ-ξοχη, εξο-χή…
Τονικό σημάδι λέγεται το σήμα (‘) με το οποίο σημειώνεται στη γραφή η τονιζόμενη συλλαβή, που στον γραπτό λόγο βάζουμε πάνω από το φωνήεν της συλλαβής της λέξης που τονίζεται, όπως π.χ.: εξο-χή, έ-ξοχη
Ανάλογα με τη θέση που έχει τον τόνο μια λέξη ονομάζεται:
α) oξύτονη, αν τονίζεται στη λήγουσα: καλός, δροσερή,
β) παροξύτονη, αν τονίζεται στην παραλήγουσα: κάλος, καλημέρα,
γ) προπαροξύτονη, αν τονίζεται στην προπαραλήγουσα: άτιμος, μονοήμερη
2. Τα είδη τόνου
α. Ο πεζός τόνος
( Γιατί τονίζουμε μια συλλαβή στις δισύλλαβες και άνω λέξεις)
Ο τόνος στις λέξεις του προφορικού λόγου είναι αφενός για εκτόνωση – συγκεκριμενοποίηση της προφοράς τους (είναι φοβερά δύσκολο το να προφέρουμε ίδια ή ισότιμα στην ένταση φωνής όλες τις συλλαβές των λέξεων) και αφετέρου (αυτό είναι κάτι που ισχύει μόνο στην Ελληνική και μόνο σε μερικές λέξεις στις άλλες γλώσσες), για να μας υποδείχνει το μέρος λόγου ή τον τύπο του σημαινόμενου από τη λέξη σε συνεργασία με την κατάληξη, πρβλ π.χ.: ΕΞΟΧΗ = έξοχη (επίθετο) & εξοχή (ουσιαστικό), ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ = παραγωγός (ουσιαστικό) & παράγωγος (επίθετο) & παραγώγως (επίρρημα), ΚΙΝΑ = κίνα (προστακτική) & κινά (οριστική)… Παράβαλε ομοίως ότι:
1) Τα ρήματα της α’ συζυγίας έχουν τόνο στην παραλήγουσα και τα ουσιαστικά τους στη λήγουσα:
ρήματα: άρχω,-εις,-ει, συγγράφει, συντρίβει, αλείφει, αμείβει, ακούει, βάφει…
ουσιαστικά: αρχή,-ής, συγγραφή, συντριβή, αλοιφή, αμοιβή, ακοή…
2) Τα ρήματα της β’ συζυγίας έχουν τόνο στη λήγουσα και τα oυσιαστικά στην παραλήγουσα (σπανίως στην προπαραλήγουσα):
ρήματα: τρυπώ,-άς,-ά, διψά, αγωνιά, λαχταρά, πεινά, λυπείς, γεννά, τρυπά, ερευνά…
ουσιαστιθκά: τρύπα,-ας, δίψα, αγωνία, λαχτάρα, πείνα, λύπη, γέννα, τρύπα, έρευνα…
3) Τα ρήματα β’ συζυγίας έχουν τόνο στη λήγουσα και τα επίθετα στην προπαραλήγουσα:
ρήματα: αδιαφορώ,-είς,-εί, αδικώ, αδυνατώ, αξιώ, ατιμώ, παρανομώ…
επίθετα: αδιάφορος,-η,-ο, άδικο, αδύνατο, άξιο, άτιμο, παράνομο…
ρήματα: αδικεί,-είς, αδιαφορεί,-είς, αδυνατεί,-είς, αστοχεί…
επίθετα: άδικη,-ης, αδιάφορη,-ης, αδύνατη,-ης, άστοχη,-ης…
ρήματα: απαντά, αδικεί, ατιμά, παρανομά/εί…
επίθετα: άπαντα, άδικα, άτιμα, παράνομα…
4) Τα επίθετα σε –ος,-η που έχουν τόνο στην προπαραλήγουσα, τα επιρρήματά τους έχουν τόνο στην παραλήγουσα:
επίθετα: άγριος, άξιος, τίμιος, πλούσιος, άδικος, βόρειος…
επιρρήματα: αγρίως, αξίως…
5) Τα επίθετα σε –ος,-η έχουν τόνο στη λήγουσα και τα ουσιαστικά τους στην προπαραλήγουσα ή παραλήγουσα, αν είναι δισύλλαβα. Αντίθετα τα επίθετα έχουν τόνο στην προπαραλήγουσα και τα ουσιαστικά στη λήγουσα :
επίθετα: διαλεκτός, λευκός, λαμπρός, γερός… ζεστή, θερμή, ξανθή, κρυπτή…
ουσιαστικά: η διάλεκτος, λεύκος, λεύκα, Λάμπρος, γέρος… ζέστη, θέρμη, Ξάνθη, κρύπτη…
επίθετα: συμμέτοχη, παράγωγη, υπέροχη, ένοχη, έμμονη, έξοχη…
& ουσιαστικά: συμμετοχή, παραγωγή, υπεροχή, ενοχή, εμμονή…
Ομοίως: παράγωγος > παραγωγός…
6) Τα θηλυκά επίθετα σε -ια έχουν τόνο στην προπαραλήγουσα και τα θηλυκά ουσιαστικά παράγωγά τους στην παραλήγουσα:
επίθετα: άξια, άγια, τέλεια, ουράνια…
& ουσιαστικά: αξία, αγία, τελεία, Ουρανία…
7) Τα β’ και γ’ πρόσωπα αορίστου της ενεργητικής φωνής έχουν τον τόνο στην παραλήγουσα και τα θηλυκά ουσιαστικά παράγωγά τους στην προπαραλήγουσα (στα δισύλλαβα ρήματα ο τόνος δεν μετακινείται στην περίπτωση αυτή):
ρήματα: οργανώσεις,-ει, ασκήσεις,-ει, πράξεις, τάξεις…
θηλυκά: οργάνωση,-ης, άσκηση, πράξη…
( αρχαία: άσκησις, λύσις, πράξις…)
8) Τα προπαροξύτονα επίθετα και μετοχές τρέπονται σε επιρρήματα (κυρίως στην αρχαία Ελληνική) με την αφαίρεση του άρθρου και μετακίνηση του τόνου κατά μια συλλαβή στην ονομαστική ενικού του αρσενικού ή με αφαίρεση μόνο του άρθρου στην ονομαστική πληθυντικού του ουδετέρου: ο,η,το νόμιμος,-η,-ο = επίθετο & νομίμως ή νόμιμα = επίρρημα. Ομοίως:
επίθετα: κύριος, νότιος, κόσμιος, πλούσιος, όμοιος, δίκαιος, τέλειος, βόρειος…
επιρρήματα: κυρίως, νοτίως, κοσμίως, πλουσίως, ομοίως, δικαίως, τελείως…
μετοχές: προηγούμενος, ομολογούμενος…
επιρρήματα: προηγουμένως, ομολογουμένως…
Τα προπαροξύτονα ουδέτερα των επιθέτων με μετακίνηση του τόνου στη λήγουσα τρέπονται σε ρήματα β’ συζυγίας:
ουδέτερα: αδιάφορο, αδύνατο, άδικο, άστοχο, δύστυχο, άπιστο, άτιμο…
ρήματα: αδιαφορώ, αδυνατώ, αδικώ, αστοχώ, δυστυχώ, απιστώ…
9) Τα παροξύτονα ουδέτερα ουσιαστικά ύλης με μετακίνηση του τόνου στη λήγουσα τρέπονται σε επίθετα που φανερώνουν χρώμα:
υλικό: ασήμι, κεράσι, λουλάκι, μέλι, χρυσάφι, φιστίκι, λεμόνι…
χρώμα: ασημί, κερασί, λουλακί, μελί, χρυσαφί, φιστικί, λεμονί…
Σημειώνεται ότι:
1) Τόνο έχουν όλες οι δισύλλαβες και άνω λέξεις, ελληνικές και ξένες, άσχετα αν σε πολλές γραφές δεν σημειώνεται. Στην Αγγλική ο τονισμός γίνεται συνήθως στο θέμα ή στην προπαραλήγουσα, αν η λέξη είναι πολυσύλλαβη: morning (μόρνινγκ), melody (μέλοντι), Georgia (τζόρτζια),… Στη γαλλική ο τονισμός γίνεται πάντοτε στη λήγουσα: pieta (πιετά), κονιάκ (cognac)
2) Άτονες λέξεις λέγονται όσες λέξεις δεν παίρνουν τονικό σημάδι στη γραφή, όπως:
α) στη νέα Ελληνική οι μονοσύλλαβες: με, σε, το… Δεν παίρνουν τονικό σημάδι οι λέξεις αυτές, επειδή εννοείται.
β) στην αρχαία Ελληνική τα άρθρα ονομαστικής: ]ï ]ç ï]é á]é, οι μονοσύλλαβες προθέσεις å[éò [åí [åê [åî, οι σύνδεσμοι ]ùò å[éκαι το μόριο ï[õ, επειδή με δυνατότερη φωνή αλλάζουν σημασία, οπότε εκεί μόνο έβαζαν τονικό σημάδι., πρβλ: ]ç, ï]é (Üñèñá) & å[é (õðïèåôéêü) & {ç (äéáæåõêôéêü) & å@é (ñÞìá, åéìß)), \ïò, \\ç, ï\é.. (áíáöïñéêÞ áíôùíõìßá), & ]ùò (óýíäåóìïò), å[éò, [åí ( ðñïèÝóåéò) & å#éò, \åí (áñéèìçôéêÜ)….
3) Οι ομόηχες λέξεις δεν έχουν την αυτή ένταση (τόνο) προφοράς, για να διακρίνονται. Στο διαζευκτικό “ή” και στα θαυμαστικά “ώ/έ”, ο τόνος είναι πιο μεγάλος παρά στα άρθρα “ο, η, οι”, λόγος που σήμερα στα πρώτα βάζουμε τονικό σημάδι και στα δεύτερα όχι. Ομοίως στα: πώς (ερωτηματικό) & πως (=ότι), πού (= ερωτηματικό) & που (= σύνδεσμος, αναφορική αντωνυμία). Φθογγικά: “ι/μαρία/ί/ι/γιάνα. ό/ο/θοδορίς!”= ορθογραφικά: Η Μαρία ή η Γιάννα. Ω ο Θοδωρής!
4) Ο τόνος δεν μπαίνει ποτέ πριν από την προπαραλήγουσα, εκτός και αν έχουμε το δίφθογγο “άι” (γάιδαρος), επειδή, αν τονίσουμε πριν από αυτήν τη συλλαβή, κατόπιν δεν είναι εύκολη η προφορά: καλημέρα, καλύτερος, σοφός…
5) Η συνίζηση μεταφέρει τον τόνο στο έξω φωνήεν: δύο > δυό, μία > μιά, εννέα > εννιά, ελαία – ελιά… και πολλές φορές δημιουργεί εννοιολογική διαφορά: χωρίο & χωριό, γωνία & γωνιά…
6) Κάθε λέξη, απλή ή σύνθετη, έχει ένα μόνο τόνο. Τόσες λέξεις έχει η πρόταση όσοι και οι τόνοι της ( άσχετα αν δεν σημειώνονται όλοι καμιά φορά στη γραφή), πρβλ π.χ., φθογγικά: άστακίίφίγε = 4 τόνοι = 4 λέξεις = ορθογραφικά: Άστα ‘κεί ή φύγε, φθογγικά: αστακίίλιθρίνια = 3 τόνοι 3 λέξεις = ορθογραφικά: Αστακοί ή λυθρίνια. Τη θέλω, για μένα. (εδώ, ενώ σημειώνονται 2 τόνοι, κανονικά όμως υπάρχουν 4) = Τήν θέλω γιά μένα.
9) Οι σύνθετες λέξεις έχουν και αυτές έναν και μόνο τόνο, στο α’ ή στο β’ συνθετικό: συν κάτοικος > συγκάτοικος, εκ-κλησία, δια-κατέχω, διά-δικος…
10) Μια λέξη, απλή ή σύνθετη, μπορεί να προφερθεί με δύο τόνους, μόνο αν τη χωρίσουμε (κόψουμε) στα δύο και παρατείνοντας κάποιον φθόγγο, π.χ.: κένν…τροφόρος, άλ…-φάβητο, πίκρα-μένος, σύν-κάτοικος… κάτι που δε συνηθίζεται, πλην σε ιδιωματισμούς, όπως π.χ. οι ιταλικοί ιδιωματισμοί: sette = “σέ-τέ”, practico- prattico = “πράτ-τίκο”, phonetic = “φόνε-τίκ”….
11) Κατά την κλίση, επειδή κάποιοι τύποι (πτώσεις & πρόσωπα) σχηματίζονται ομόηχα, σε πολλές λέξεις αλλάζουμε την τονιζόμενη συλλαβή, για να διακρίνονται, όπως π.χ.:
α) στα αρσενικά σε -ος, που στην αιτιατική ενικού ο τόνος πάει στην προπαραλήγουσα και στη γενική πληθυντικού στην παραλήγουσα:
αιτιατική ενικού: άτιμο(ν), άνθρωπο(ν), ένδοξο(ν)…
γενική πληθυντικού: άτιμων, ανθρώπων, ενδόξων…
β) στα θηλυκά σε -ις > -η, που στη γενική ενικού ο τόνος πάει στην προπαραλήγουσα και στην ονομαστική πληθυντικού στην παραλήγουσα:
γενική ενικού: παρατήρησης, αίτησης, άσκησης…
( αρχαία ονομαστική: παρατήρησις, αίτησις, άσκησις…)
ονομαστική πληθυντικού: παρατηρήσεις, αιτήσεις, ασκήσεις…
Το αυτό γίνεται και στα πρόσωπα των ρημάτων. Παράβαλε π.χ.: αιτιατική ενικού: άτιμο(ν), άνθρωπο(ν), ένδοξο(ν).. & γενική πληθυντικού:ατίμων, ανθρώπων, ενδόξων…
12) Στην αρχαία Ελληνική γλώσσα η μετακίνηση του τόνου από το θέμα στην κατάληξη ή το αντίθετο δημιουργούσε σε πολλές λέξεις και αρνητική έννοια (τονικά παρώνυμα), πρβλ π.χ.: πότε & ποτέ, πόσος, πόσο > ποσώς…
“γέρος” = ο αδύναμος, ο ανήμπορος, αυτός που γέρασε (γερνάω-ώ =• μεγαλώνω, κλίνω γέρνω.. ) & “γερός = αυτός που δε γέρασε ακόμη, ο μη αδύναμος, ο μη ανήμπορος…
“λάας – λας ή λάος” = το ανόργανο σώμα = το χώμα, οι πέτρες, οι• λίθοι, ο πηλός κ.τ.λ. & “λαός” = το μη ανόργανο σήμα, το ενόργανο, το έμψυχο = ο στρατός (στον ‘Ομηρο, ως ενόργανο σώμα) & οι άνθρωποι, το κράτος ( ως ενόργανο σώμα ) κ.ά.
«δέος ή θέος» = ο φόβος, ο τρόμος, η έκπληξη..• & θεός ή δεός > “Deus ή (Σ)δευς > Ζεύς = όχι ο φόβος, ο τρόμος κ.α., αλλά αντίθετα ο προστάτης, το θάρρος, η γαλήνη, η εμψύχωση….. Πρβλ και: δέηση = η «θέηση», η παράκληση προς το θεό, θέα > θέατρο = όχι η απλή εικόνα, αλλά αυτή που προσφέρει δέος.
β. Ο ποιητικός ή ρυθμικός τόνος
Ποιητικός (ή ρυθμικός) τόνος λέγεται η ανύψωση φωνής (προφοράς) σε προκαθορισμένες αρμονικά θέσεις της στροφής (= αυτές που καθορίζει ο σκοπός, ο ρυθμός της), για ευφωνικούς λόγους.
Αν παρατηρήσουμε κάθε στροφή, όταν άδεται, θα δούμε ότι είναι μια φωνητική ενότητα που σε ορισμένες θέσεις είναι με μεγαλύτερη ένταση (όπως οι τονιζόμενες συλλαβές των πεζών λέξεων) και σε άλλες με μικρότερη (όπως οι άτονες συλλαβές των πεζών λέξεων) και αυτό δε γίνεται τυχαία, αλλά με (τ ο ν ι κ ό) μέτρο, με αρμονία, π.χ. σε κάθε μονή θέση: 1, 3, 5… ή σε κάθε διπλή: 2, 4, 6… ή ανά τρία: 1, 4, 7… ή ανά τέσσερα…
Αν παρατηρήσουμε επίσης τους ποιητές στη σύνταξη (συναρμολόγηση) της ποιητικής πρότασης (στροφής) θα δούμε ότι διαλέγουν ποιές λέξεις θα βάλουν, ώστε να γίνει ταύτιση του τόνου των λέξεων και του τόνου της στροφής, δηλαδή να συμπέσουν στις τονιζόμενες θέσεις του ρυθμού τονιζόμενες συλλαβές λέξεων και στις άτονες θέσεις άτονες συλλαβές. Έτσι οι πεζοί τόνοι έρχονται σε ευρυθμία, πρβλ:
1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15
Μες τού μα-γιού τις μύ-ρω-διές τα κό-κκι-νά κε-ρά-σια
για δέ-στε πώς χο-ρε-ύου-νέ της Κρή-της τά κο-ρά-σια…
Πεντοζάλης. Τόνος σε όλες τις διπλές θέσεις: 2, 4, 6, 8..
1 2 3 4 5 6 7 8 9 10
Στων Ψα-ρών….την ο-λό…..μα-υρη ρά…χη
πε-ρπα-τώ… ντας η δό…ξα μο-νά…χη
με-λε-τά …τα λα-μπρά..πα-λι-κά…ρια… (Σολωμός)
Τόνος στις ανά τρία θέσεις 3, 6…
Αν δεν συμβεί η ως άνω ταύτιση, του πεζού και ποιητικού τόνου, τότε κατά την εκφώνηση (τραγούδισμα) του ποιήματος κάνουμε χασοτόνισμα ( δηλ. προφέρουμε άτονα τονιζόμενη συλλαβή ) ή παρατόνισμα ( δηλ. προφέρουμε τονισμένα άτονη συλλαβή), όπως π.χ. το παρατόνισμα στη λέξη “τρό..μερή” στην πιο κάτω στροφή του Σολωμού.
1 2 3 4 5 6 7 8
Σέ…γνωρί…ζω’από…τηνκό…ψη
τού…σπαθιού…τηντρό…μερή…
σέ..γνωρί….ζω’από….τηνό..ψη
πού.μεβιά….μετράς…τη γή… (Δ. Σολωμός).
Τόνος σε όλες τις μονές θέσεις: 1, 3, 5, 7
Σημειώνεται ότι:
1) Στην ωδική συνάμα με τους συνδυασμούς τονιζόμενων και άτονων θέσεων γίνονται και συνδυασμοί μακρών και βραχέων συλλαβών.
Μακρά συλλαβή λέγεται αυτή που εκφωνείται με παράταση των εξακολουθητικών φθόγγων της και κυρίως του φωνήεντός της.•
Βραχεία συλλαβή λέγεται αυτή που δεν εκφωνείται με παράταση των εξακολουθητικών φθόγγων της ή του φωνήεντός της.•
πεζά: Κύριε ελέησον (Ψαλμός)
ωδικά: κύ..-ύ..ύ.. ρι-ίί..ίί..-ε.. έ..έ…-λέ.. έ…
2. Οι μονοσύλλαβες λέξεις στην ωδική, αφού είναι μια συλλαβή, λαμβάνονται άλλοτε σαν τονιζόμενες συλλαβές και άλλοτε σαν άτονες, ανάλογα με το τι απαιτείται από το μέτρο, πλην του διαζευκτικού “ή” και του θαυμαστικού “ω”, αφού αυτά πάντα λέγονται πιο δυνατά από τα ομόφωνα άρθρα: ο, η.
3. Όπως στον πεζό λόγο, που έχουμε τόσες λέξεις στην πρόταση όσοι και οι τόνοι, έτσι και στην ω δ ι κ ή έχουμε τόσα μέτρα όσοι και οι ρυθμικοί τόνοι της στροφής (ποιητικής πρότασης), πρβλ:
Πεζός λόγος, φθογγικά: άστακίίφίγε. Αστακίίλιθρίνια = ορθογραφικά: ‘Αστα ‘κεί ή φύγε. Αστακοί ή λιθρίνια.
Ποίηση, ωδικά: Σε..έ/ γνωρί../ ζω’από../ τηνκό../ ψη τού/ σπαθιού/ τηντρό/ μερή…
Με άλλα λόγια στην ωδική το μέτρο («πους») είναι ένα κομμάτι (μια ενότητα) με μια τονιζόμενη συλλαβή και μια ή δυο άτονες, που άλλοτε είναι και μακρές ή βραχείες ή συνδυασμός, π.χ.: Ανπάς../ στηνκά../ λαμά../τα-αά../ καιρθείς../ μετό../ καλό../ … Σε-έ../γνωρί../ζω’από..τηνκό..ψη-ηή..ου-ού../ σπαθιού../ τηντρό../μερή..
( Περισσότερα Βλέπε στο βιβλίο “Μαθήματα Λογοτεχνίας & Ρητορικής” Α. Κρασανάκη)
γ. Ο εκφραστικός τόνος
Εκφραστικός τόνος λέγεται το δυνάμωμα (ανύψωση) ή το χαμήλωμα της φωνής που κάνουμε σε ορισμένες προτάσεις ή λέξεις του λόγου μας για έκφραση της διάθεσής μας (των συναισθηματικών μας καταστάσεων). Όταν είμαστε χαρούμενοι, μιλάμε δυνατά, όταν είμαστε νευριασμένοι ή θυμωμένοι, μιλούμε έξαλλα, όταν είμαστε λυπημένοι, μιλούμε χαμηλόφωνα…
Φυσικά, όταν λέμε “ύψωσε ή χαμήλωσε τον τόνο της φωνής σου”, δεν εννοούμε την ύψωση ή το χαμήλωμα της έντασης της προφοράς των τονιζόμενων συλλαβών του λόγου, αλλά να αυξηθεί ή να μειωθεί η όλη προφορά του λόγου, που και τότε οι τονιζόμενες συλλαβές διαφέρουν των άτονων.
δ. Ο επιτονισμός
Επιτονισμός λέγεται η προφορά με πιο δυνατή φωνή των συλλαβών των κυριοτέρων τμημάτων του λόγου για έμφαση, για να διακριθούν, για να τα προσέξει ο ακροατής. Στη γραφή το επιτονιζόμενο κομμάτι του λόγου (τμήμα λέξης, πρόταση ή προτάσεις ) σημειώνεται με υπογράμμιση ή πιο μαύρα ή πιο μεγάλα ή πιο αραιά γράμματα, π.χ.:
_Ο Γιάννης είπε απλώς και μόνο να φύγουμε.
_Δ ε ν θα πάω. Να μ η ν πάς αμέσως. Α π ό μ έ ν α για σένα.
_Να πάω τ ώ ρ α ή αύριο; Είναι δ ι κ ό ς σ ο υ;
Το αυτό γίνεται και: α) σε κατάληξη λέξης, π.χ.: Είναι στρατευ-μ έ ν ο ς, β) στην ειρωνεία – τότε τονίζουμε την τονιζόμενη συλλαβή συνάμα με παράταση του φωνήεντος: <<καλό…ς>>, <<έ…ξυπνος>>
3. Η κλίμακα τόνου, το ποιόν φωνής & το νόημα
Στον προφορικό λόγο ο φωνητικός τόνος ( = η όλη ένταση φωνής ) σε συνάρτηση με το ποιόν (χρώμα) φωνής είναι και ένα σημάδι ένδειξης σχέσης ανάμεσα σε ομιλητή και ακροατή. Σε φιλικό πρόσωπο μιλούμε χαμηλόφωνα και ήρεμα, σε εχθρικό δυνατά και νευρικά (οξυμένα)… Μια λέξη ή μια πρόταση, όταν προφέρεται πιο δυνατά ή πιο χαμηλά και συνάμα με χρώμα (ποιόν) φωνής: πένθιμο, εύθυμο, συγκινητικό, ανάλογα με το συναίσθημα που μας διακατέχει γι’ αυτό που λέμε, παίρνει και ανάλογη αξία η έκφρασή της. Άλλο το “ευχαριστώ” με χαμηλή ένταση φωνής και με ποιόν φωνής δυσάρεστο και άλλο με υψηλή ένταση. Γενικώς ύψωση φωνής σημαίνει και αύξηση νοήματος, σημαντικό γεγονός, και μείωση το αντίθετο, δηλαδή υποτόνισμα. Παράβαλε π.χ. ότι άλλο το: “Πάψε να μιλάς” με υψηλή ένταση (τόνο) φωνής = υποχρεωτικό, και άλλο το: “Πάψε να μιλάς” με χαμηλή ένταση (τόνο) φωνής = παρακλητικό. Ομοίως
Θα πάω = με υψηλή ένταση = ισχυρή υπόσχεση
Θα πάω = με χαμηλή ένταση = υποτονική υπόσχεση
Μη φύγετε = με υψηλή ένταση = ισχυρή προτροπή
Μη φύγετε = με χαμηλή ένταση = υποτονική προτροπή.
Δέν πάω = με υψηλή ένταση = ισχυρή άρνηση
Δεν πάω = με χαμηλή ένταση = υποτονική άρνηση
Έτσι ο τόνος έχει κλίμακα, που κανονίζεται από το ψυχικό πάθος και την ακουστικότητα ή την έμφαση που επιδιώκει ο ομιλητής. Χοντρικά, η κλίμακα του τόνου έχει τρεις βαθμούς με τα ανάλογα χρώματα φωνής (πένθιμα, χαρούμενα, θυμωμένα…):
Τον μ ε ί ζ ο ν α = πολύ δυνατά, τον μ έ τ ρ ι ο και τον ε λ ά σ σ ο ν α = χαμηλά, σιγά. Ο χαρμόσυνος λόγος συνήθως προφέρεται σε μείζονα βαθμό, ο πένθιμος σε ελάσσονα κ.τ.λ.
Στο διάλογο οι βαθμοί έντασης φωνής, καθώς και το ποιόν της προσδιορίζονται-υποδείχνονται με περιγραφές, όπως: “Ελάτε να φάμε”, φώναξε λυπημένα η μητέρα μου. “Ρίξτε τις βόμβες”, διέταξε με σιγανή φωνή ο Λοχίας. Χαμήλωσε τον τόνο σου, δε σε φοβούμαι. Φώναξε δυνατότερα, δε σε ακούω.
(Περισσότερα βλέπε στο βιβλίο: Το ελληνικό σύστημα γραφής, Α. Κρασανάκη)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο
ΤΑ ΜΕΡΗ ΛΟΓΟΥ
1. Έννοια και είδη των μερών λόγου
Μέρη λόγου λέγονται τα είδη των λέξεων από μορφολογικής, εννοιολογικής και συντακτικής άποψης.
Τα μέρη λόγου της ελληνικής γλώσσας είναι τα εξής δέκα: το άρθρο, το ουσιαστικό, το επίθετο, η αντωνυμία, το ρήμα, η μετοχή, το επίρρημα, η πρόθεση, ο σύνδεσμος, το επιφώνημα.
Από τα δέκα μέρη του λόγου της ελληνικής γλώσσας, τα έξι (το άρθρο, το ουσιαστικό, το επίθετο, η αντωνυμία, η μετοχή και το ρήμα) λέγονται κλιτά, επειδή κλίνονται. Δηλαδή το καθένα από αυτά παρουσιάζεται στο λόγο με διάφορες μορφές, π.χ.: ο καλός, του καλού, οι καλοί… μαγεμένος, -ου,-οι… λύνω,-εις… άλλος,-ου
Τα υπόλοιπα τέσσερα (το επίρρημα, η πρόθεση, ο σύνδεσμος και το επιφώνημα λέγονται άκλιτα), επειδή στο λόγο καθένα από αυτά παρουσιάζεται με την ίδια πάντα μορφή, π.χ.: εκεί είναι, εκεί είμαι…
2. Τα παρεπόμενα και οι τύποι των κλιτών λέξεων
Κλίση λέγεται ο ειδικός τρόπος με τον οποίον σχηματίζονται οι πτώσεις ενός πτωτικού και οι χρόνοι και τα πρόσωπα ενός ρήματος. Ο τρόπος με τον οποίον μεταβάλλονται οι κλιτές λέξεις στο λόγο.
Η κλίση γίνεται αφενός με καταλήξεις που είναι ανάλογες με το μέρος λόγου, το γένος, τον αριθμό και την πτώση ή το πρόσωπο της λέξης και αφετέρου με τη μετακίνηση τόνου σε ορισμένες πτώσεις ή πρόσωπα, καθώς και με την πρόσθεση του ε- σε ορισμένους χρόνους των συμφωνοαρκτικών ρημάτων, πρβλ π.χ.: λύσ-ω,-εις,-ει.. έ-λυσ-α,-ες,-ε… ταμεί-ο, ταμεί-ου, ταμεί-α, ταμεί-ων… & ταμί-ας… των ταμι-ών…
Τύποι (λέξεων) λέγονται οι μορφές που παίρνουν οι κλιτές λέξεις κατά τη σύνταξή τους (στο λόγο), οι πτώσεις (και τα γένη τους) στα πτωτικά και τα πρόσωπα στα ρήματα, συνεπώς οι διάφορες μορφές που παίρνουν οι κλιτές λέξεις για επιμέρους νοηματικές χρήσεις (νοηματική διαφοροποίηση).
Παρεπόμενα ή συνακόλουθα πτωτικών λέγονται με μια λέξη: το γένος, η πτώση και ο αριθμός στην κλίση ενός πτωτικού. Σχηματίζονται με την ανάλογη κατάληξη και το ανάλογο άρθρο: ο γι-ός, του γι-ού, οι γι-οί…
Παρεπόμενα ή συνακόλουθα ρήματος λέγονται με μια λέξη: η φωνή, ο χρόνος, η έγκλιση, το πρόσωπο και ο αριθμός στην κλίση ενός ρήματος. Σχηματίζονται με την ανάλογη κατάληξη του προσώπου του ρήματος, το ανάλογο ρηματικό μόριο (να, θα, ας, μη, δεν), και το πρόθεμα ε-: λύν-ω,- εις,-ει… έ-λυσ-α,-ες,-ε… να λύσ-ω,-εις …
3. Η διπλοτυπία και η διγλωσσία
Διγλωσσία λέγεται η ανάμεικτη γλώσσα, δηλαδή το να μιλούμε με λέξεις, που άλλες από αυτές να είναι π.χ. ελληνικές και άλλες λατινικές ή τούρκικες κ.τ.λ. ή το να μιλούμε με λέξεις, που άλλες να είναι της νέας ε Ελληνικής και οι άλλες της αρχαίας ή της τοπικής, π.χ.:
_Πήγαμε εις την Κρήτη και καθίσαμε στην ταβέρνα του…. (εδώ άλλοτε χρησιμοποιούμε λέξεις της καθαρεύουσας («εις την») και άλλοτε της δημοτικής, το «στην»)
_Θα πάω στην Κρήτη να φάω χοχλιούς (= λέξη τοπική, στην κοινή σαλιγκάρια).
Η διγλωσσία δεν επιτρέπεται για λόγους νοηματικούς (δεν γνωρίζουν όλοι τις ξένες ή τις ντόπιες λέξεις) και αισθητικούς (έτσι φαίνεται ή ότι δεν γνωρίζουμε καλά τη γλώσσα ή ότι την παραποιούμε), πλην μόνο όταν κάνουμε παραπομπή ή όταν μεταφέρουμε αυτούσιο πλάγιο λόγο, π.χ.:
_Ο Κύριος είπε «Αγαπάτε αλλήλους».
_Ο κύριος από την Κρήτη μας είπε: «Σύντεκνοι, θέλετε να φάμε χοχλιούς;»
Διπλοτυπία έχουμε, όταν μια λέξη λέγεται με δύο ή περισσότερες διαφορετικές μορφές, δηλαδή με δύο ή περισσότερες διαφορετικές καταλήξεις στην αυτήν πτώση ή πρόσωπο, π.χ. Ελλάς & Ελλάδα, λες & λέγεις… Η διπλοτυπία οφείλεται στην ανάμειξη αρχαίων και νέων τύπων ή στην ανάμειξη τύπων της κοινής γλώσσας με κάποιας τοπικής διαλέκτου. Η διπλοτυπία δεν επιτρέπεται για αισθητικούς κυρίως λόγους.
4. Οι πτώσεις των πτωτικών
Πτώσεις λέγονται οι μεταβολές (τύποι, μορφές) που παρουσιάζουν ή παίρνουν τα ουσιαστικά, τα επίθετα, οι μετοχές και οι αντωνυμίες στο λόγο, απ’ όπου αυτά καλούνται και πτωτικά μέρη λόγου:
Μαρί-α,-ας,-α,-α… = πτώσεις ουσιαστικού,
καλ-ός,-ού,-ό,-έ,… = πτώσεις επιθέτου
Οι πτώσεις των πτωτικών της ελληνικής γλώσσας είναι τέσσερις: η ονομαστική, η γενική, η αιτιατική και η κλητική, ενικού και πληθυντικού αριθμού.
1. Η ονομαστική φανερώνει το υποκείμενο της πρότασης (= αυτό για το οποίο λέγεται η πρόταση), καθώς και το κατηγορούμενό του (= αυτό που λέγεται για το υποκείμενο). Η πτώση που τη μεταχειριζόμαστε, για να απαντήσουμε στην ερώτηση “τι, ποιος,-α,-ο+ ρήμα πρότασης”, πρβλ π.χ.:
_Ο Γιάννης (υποκείμενο) είναι καλός μαθητής (κατηγορούμενο).
_Οι μαθήτριες (υποκείμενο) να πάνε μέσα στην αίθουσα.
2. Η γενική φανερώνει αυτό στο οποίο ανήκει ή αναφέρεται αυτό για το οποίο μιλούμε. Η πτώση που μεταχειριζόμαστε, όταν θέλουμε να δείξουμε τον κτήτορα κάποιου, άρα απαντά στην ερώτηση “όνομα ή ουσιαστικό + τίνος, ποιανού, -νής”, πρβλ π.χ.:
_Η Μαρία του Νίκου Γεωργιάδη. (Η Μαρία ποιανού;)
_Ο πίνακάς μου (Ποιανού ο πίνακας)
3. Η αιτιατική φανερώνει το αντικείμενο, καθώς και όλους τους άλλους συντακτικούς όρους (τόπο, χρόνο, ποσό κ.τ.λ.), αν δηλώνονται με κλιτή λέξη ή με εμπρόθετο συντακτικό σύνολο. Συνεπώς είναι η πτώση που μεταχειριζόμαστε, για να απαντήσουμε στα ερωτήματα: “ποιόν,-ά,-ό + ρήμα πρότασης” (για το αντικείμενο), “που/ πότε/ πώς/ πόσο/ γιατί + ρήμα πρότασης” (για τους άλλους όρους – προσδιορισμούς), πρβλ π.χ.:
_Γιώργο, ο Μηνάς (υποκ.) κτύπησε τον Αντώνη (αντικ.). Τη Δευτέρα (πότε κτύπησε; = τη Δευτέρα = ο χρόνος).
_Θα πάω με τα πόδια (πώς θα πάω; = με τα πόδια = ο τρόπος, το μέσο) στο σχολείο/ στο χωριό (πού θα πάω = στο σχολείο = ο τόπος).
_Πάω/ πήγαινε δέκα κιλά (πάω/ πήγαινε πόσο; = δέκα κιλά = η ποσότητα).
4. Η κλητική φανερώνει αυτόν που καλούμε ή προσφωνούμε, καθώς και αυτόν στον οποίο απευθύνεται η πρόταση (η απάντηση στο ερώτημα “σε ποιόν,-ά μιλάς”). Η πτώση που μεταχειριζόμαστε, όταν καλούμε κάποιον ή κάτι, π.χ.:
_Πέτρο, Ε.. Γιώργο,… αν μ’ ακούς, γύρισε αμέσως.
_Εγώ, αγαπητέ, λεω να το αφήσουμε για αύριο.
5. Οι αριθμοί των πτωτικών
Οι πτώσεις έχουν δυο αριθμούς, τον ενικό και τον πληθυντικό.
Ενικού αριθμού λέγονται οι πτώσεις που φανερώνουν ότι το σημαινόμενό τους είναι στο αριθμό ένα, ένα πράγμα ή ζώο… ή ένα σύνολο ή μέρος συνόλου:
Γιάννης, η Μαρία.. = ένα άτομο,
η τάξη/ το σχολείο/ το Υπουργείο = ένα σύνολο.
Το ένα τρίτο (1/3) της τάξης = 1 μέρος από τα τρία
Πληθυντικού αριθμού λέγονται οι τύποι που φανερώνουν ότι το σημαινόμενό τους είναι στον αριθμό πολλά ή όλο το σύνολο που μιλούμε.
Κανονικά ο ακριβής αριθμός εκείνου που μιλούμε δηλώνεται με ποσοτικό προσδιορισμό. Αν δε βάλουμε τέτοιο προσδιορισμό, τότε εννοείται το “όλος,η,ο” ή σημαίνει ότι μιλούμε για πολλά (όταν δε βάλουμε άρθρο), πρβλ π.χ.:
_Φέρε βιβλία (= πολλά). Φέρε τα βιβλία (= όλα τα συγκεκριμένα).
_Οι κουρείς των Αθηνών ( = όλοι των Αθηνών).
_Οι δέκα κουρείς που έφυγαν ( = δέκα)
6. Το γένος των πτωτικών
α. Τα είδη του γένους
Τα γένη στην ελληνική γλώσσα είναι τρία: το αρσενικό, το θηλυκό και το ουδέτερο γένος και όχι δυο που είναι τα φυσικά (αρσενικό, θηλυκό).
Τα ουσιαστικά και οι λέξεις που τα χαρακτηρίζουν (άρα όλα τα πτωτικά) λέγονται:
σε αρσενικό γένος και με το άρθρο ο, αν αυτό που φανερώνουν είναι αρσενικό, π.χ.: ο γιατρός, ο κτυπημέννος στρατιώτης, ο πατέρας, ο μαύρος (γάτος), ο γιος, ο άντρας….
σε θηλυκό γένος και με το άρθρο η, αν αυτό που φανερώνουν είναι θηλυκό, π.χ.: η μάνα, η ωραία κόρη, η μεγάλη θυγατέρα, η γάτα, η γυναίκα…
σε ουδέτερο γένος και με το άρθρο το, αν αυτό που φανερώνουν είναι ακόμη σπέρμα (άρα ακαθόριστου, αδιευκρίνιστου φύλου) ή ακόμη ανήλικο, μικρό αρσενικό ή θηλυκό, άρα μικρό σε δύναμη, εξυπνάδα, ύψος, κ.τ.λ., παρέβαλε π.χ.: το μωρό, βρέφος, κοράσιον – κορίτσι, παιδί, αγόρι, κοκόρι, πουλί, ωάριο, αυγό, σπέρμα…
Παρέβαλε και ότι λέμε π.χ. «Το μωρό/ παιδάκι…. του το έσπασε.», όταν θέλουμε να δείξουμε ότι το έκανε μικρός ή ο δράστης είναι σε ακαταλόγιστη ακόμη ηλικία κ.τ.λ. και «Ο γιος/ κανακάρης/ Δημήτρης… του το έσπασε.», όταν θέλουμε να δείξουμε ότι το έκανε ενήλικος ή μεγάλος.
Τα πτωτικά (= τα άρθρα, τα επίθετα και οι μετοχές) που προσδιορίζουν τα ουσιαστικά παίρνουν γένος, αριθμό και πτώσηίδια μ’ αυτά του ουσιαστικού που προσδιορίσουν: ο καλ-ός άνθρωπ-ος, η μεγάλ-η γυναίκ-α, το κακ-ό παιδ-ί, το μαγεμέν-ο σπίτ-ι
Το γένος των πτωτικών υποδείχνεται από το άρθρο και τις καταλήξεις. Τα άρθρα και οι καταλήξεις των πτωτικών είναι τόσων ειδών όσων είναι και τα γένη, πρβλ π.χ.:
Αρσενικές: -ας, -ος, -ης, -ες, -ους: ο παπ-άς, Μά-ης, ο καφ-ές, παππούς…
Θηλυκές: -α, -η, ος, -ω: η μάν-α, νίκ-η, Αργυρή ή Αργυρ-ώ, διάμετρος,…
Ουδέτερες: –ι/υ, ο(ν): το πόδ-ι, χωρι-ό, δάκρ-υ, ύψιλ-ο(ν)…
Ωστόσο μερικές φορές βάζουμε:
α) την ουδέτερη κατάληξη –ο (= ορθογραφικά -ω) σε λέξη που φανερώνει θηλυκό, π.χ.: η Μαρί-α > η Μαρι-ώ, η Ερατία > Ερατώ… για αντιμεγεθυντικούς (κολακευτικούς) λόγους, για να δείξουμε έτσι στα θηλυκά ότι τα θεωρούμε ακόμη μικρά σε ηλικία, όπως τα ουδέτερα.
β) τις αρσενικές καταλήξεις –ος, -ας σε λέξεις που φανερώνουν ουδέτερο για μεγεθυντικούς λόγους, για να δηλώσουμε έτσι ότι οι λέξεις αυτές μπορεί να φανερώνουν ουδέτερο (παιδί, δημιούργημα ή πλάσμα κ.τ.λ.), όμως έχουν μεγάλου πράγματος ή ζώου κ.τ.λ. ιδιότητες ή με ιδιότητες επικίνδυνες και όχι ακίνδυνες ως στα συνήθη ουδέτερα: π.χ.: το ξίφ-ος (αντί: ξιφίον ή ξιφίδιον), σκάφος (αντί: σκαφίον ή σκαφίδιον), κέρας (αντί: κέρατο ή κεράτιον), κράνος, (κρανίον),πέρας, ….
Σημειώνεται ότι:
1) Στην Κρητική διάλεκτο τα ονόματα των ανήλικων παιδιών λέγονται σε ουδέτερο γένος και με ουδετέρου γένους καταλήξεις:
το κοράσιον- κορίτσι/ Mαριό/Μαρικάκι = το ανήλικο.
ενώ: η κόρη/ Μαίρη/ Μαρία = η ενήλικη, η γυναίκα
το αγόρι/ Μανωλιό/ Γιωργιό/ το Γιωργάκι = το ανήλικο
ενώ: ο γιός/ κούρος/ Μανώλης/ Γιώργος = ο ενήλικος, ο άντρας
Αντίθετα, στην Αττική και άλλα μέρη της Ελλάδας τα ονόματα των παιδιών λέγονται σε αρσενικό ή θηλυκό γένος και συνάμα με τις χαϊδευτικές καταλήξεις -ακης, -ουλης.. -ίτσα, -ούλα……, από τις οποίες φαίνεται ότι μιλούμε για ανήλικο ή μικρό: η Μαρ-ία/ η Μαίρ-η = το ενήλικο θηλυκό, η γυναίκα & η Μαιρ-ούλα = το ανήλικο θηλυκό, το κορίτσι, ο Γιώργ-ης = ενήλικο αρσενικό, ο άντρας & ο Γιωργ-άκης = το ανήλικο αρσενικό, το αγόρι
2) Όταν αλλάζει το άρθρο ή η κατάληξη ή το γένος μιας λέξης, αλλάζει και η έννοια: η βροντή (το φυσικό φαινόμενο) & ο βρόντος (ο δυνατός κρότος), ο ένοικος (ο άντρας) & η ένοικος (η γυναίκα), σουβλί (του τσαγκάρη) ) & σούβλα (το μεγάλο σουβλί, κρεοπώλη), γάτος (το αρσ.) & γάτα (το θηλυκό), το πεύκο (το μικρό, το φυτό) & ο πεύκος (το μεγάλο)…
3) Οι προσωπικές αντωνυμίες «εγώ, εσύ» δεν έχουν γένος και δεν παίρνουν άρθρο. Γένος έχουν όλες οι υπόλοιπες αντωνυμίες και παίρνουν άρθρο, το οποίο χάνουν όταν γίνονται αόριστες ή δεικτικές: Άλλος έφυγε & ο άλλος έφυγε. Κάποιος θα πάει & Ο κάποιος ήρθε.
β. Μονογενή, διγενή και τριγενή ονόματα
Πολλά ουσιαστικά (ονόματα) είναι με δυο τύπους, ένα για το αρσενικό και ένα για το θηλυκό γένος. Στην περίπτωση αυτή το θηλυκό σχηματίζεται με τις καταλήξεις: -ισσα, -τρα, τρια, -αινα, -ίνα, -ού, -α, -η και τα ονόματα αυτά λέγονται διγενή και δικατάληκτα, όπως π.χ. τα εξής: ο ράφτης & η ράφτρα, ο μυλωνάς & η μυλωνού, ο αδελφός & η αδελφή, ο δράκος & η δράκαινα, ο θείος & η θεία, ο αράπης & η αραπίνα…
Τα άλλα έχουν: α) έναν μόνο τύπο, άρα και ένα μόνο γένος (σε αρσενικό, θηλυκό ή ουδέτερο τύπο), επειδή η ιδιότητα που εκφράζουν δε γίνεται από το άλλο γένος. Τα ουσιαστικά αυτά καλούνται μονογενή, όπως π.χ. τα εξής: το αρνί, ο πατέρας, η μητέρα, η γιαγιά, ο άνθρωπος, η γυναίκα, το παιδί,… β) ένα τύπο και για το αρσενικό και για το θηλυκό γένος, όμως με διαφορετικό άρθρο, και ως απ’ αυτό λέγονται διγενή μονοκατάληκτα σε αντίθεση προς τα διγενή και δικατάληκτα (= αυτά που έχουν ξεχωριστό τύπο και για τα δυο γένη), όπως π.χ τα εξής:
διγενή μονοκατάληκτα: ο έμπορος & η έμπορος, ο,η ένοικος, ο,η συγγραφέας…
διγενή δικατάληκτα: ο δάσκαλος & η δασκάλα, καθηγητής & καθηγήτρια.,…
Παλιά ορισμένες ιδιότητες ή επαγγέλματα ήσαν μόνο για άνδρες: ο κουρέας, παπάς, κρεοπώλης, ένοικος, ιππέας… ή μόνο για γυναίκες: η κομμώτρια, καθαρίστρια.. Σήμερα αυτό άλλαξε (τώρα ισχύει και για τα δυο φύλα) οπότε πλάθουμε άλλο τύπο για το αρσενικό και άλλο για το αρσενικό: o κρεοπώλης & η κρεοπώλισσα,… ή λέμε τον ίδιο τύπο, όμως με διαφορετικό άρθρο, π.χ.: oένοικος & η ένοικος (νοικάρης & νοικάρισσα), ο υπουργός & η υπουργός ή υπουργίνα..
γ. Τα επίκοινα (κοινού γένους) ονόματα
Επίκοινα (ή κοινού γένους) ονόματα λέγονται αυτά που έχουν ένα μόνο τύπο και για τα δυο γένη (και για το αρσενικό και για το θηλυκό) και ως απ’ αυτό από μόνα τους δεν προσδιορίζουν το γένος του σημαινόμενού τους, όπως π.χ.. πολλά ονόματα ζώων: το ζαρκάδι, ο λαγός, η καμήλα, το άλογο, η αλεπού…, πολλά ονόματα ιδιότητας: ο κάτοικος – οι κάτοικοι, ο γονέας – οι γονείς, ο έμπορας,… και πολλά ονόματα ουδετέρων: το βρέφος, το μωρό,…
Στα ως άνω ονόματα, όταν είναι ανάγκη να οριστεί το γένος τους χρησιμοποιούμε το επίθετο αρσενικός ή θηλυκός: ο αρσενικός λαγός, το θηλυκό ζαρκάδι.
Σημειώνεται ότι:
1) Για μερικά ζώα έχουμε άλλο όνομα για το αρσενικό και άλλο για το θηλυκό: ο τράγος – η γίδα, ο πετεινός – η όρνιθa ή κότα… Τα ονόματα αυτά δεν είναι επίκοινα, αφού για κάθε γένος υπάρχει και ξεχωριστό όνομα -άρθρο.
2) Όταν λέμε π.χ.: ο κριός & η προβατίνα, ο κούνελος & η κουνέλα, ο σκύλος & η σκύλα, ο γάτος & η γάτα, η φοράδα & η κατσίκα., ο ένοικος & η ένοικος…., δεν έχουμε επίκοινα ονόματα, αφού για κάθε γένος χρησιμοποιούμε ξέχωρο όνομα με ανάλογο άρθρο και ανάλογη κατάληξη γένους. Επίκοινα είναι τα: το πρόβατο, το κουνέλι, το σκυλί, το γατί ή η γάτα, η αλεπού, το άλογο.., αφού και για τα δυο γένη χρησιμοποιούμε το αυτό όνομα.
3) Τα αρχαία μονογενή ονόματα ο γιατρός, ο υπουργός… σήμερα διαπλάθονται στα δυο γένη, όπως π.χ. τα: ο γιατρός > ο γιατρός & η γιατρίνα, ο υπουργός > ο υπουργός & η υπουργίνα, ο ένοικος > ο ένοικος & η ένοικος…
δ. Το γένος στα άψυχα όντα
1. Τα ονόματα των πραγμάτων, καθώς και αυτά του τόπου, χρόνου… λέγονται σε ουδέτερο γένος, όταν φανερώνουν στοιχείο ή τμήμα, κάτι που είναι μικρό σε μήκος, βάρος, όγκο, ισχύ, ποσότητα.., κάτι όπως και τα μικρά παιδιά στα έμψυχα όντα (ανθρώπους, ζώα κ.τ.λ.), πρβλ π.χ.:
το χωριό, το ποτάμι, το λοφίο, το αέριο… = κάτι μικρό
& η χώρα, ο ποταμός, ο λόφος, ο αέρας… = κάτι μεγάλο
Σε ουδέτερο γένος λέγονται κυρίως:
α) Τα μικρά τμήματα
σώματος: το κόκαλο, πόδι, κλαδί, φύλλο, μαλλί..
χρόνου: το λεπτό, βράδυ, πρωί, μεσημέρι, απόγευμα…
τόπου: το όριο, χωριό, χωράφι, νησί, δωμάτιο..
ποσού: το δράμι, γραμμάριο, αγγείο, βαρέλι, ποτήρι..
β) προϊόντα: το γάλα, αλεύρι, αυγό,…
γ) στοιχεία: το οξυγόνο, υδρογόνο,..
δ) Τα ονόματα που φανερώνουν δημιούργημα ή πλάσμα (άσχετα με τον όγκο ή το μέγεθος τους), θεού ή ανθρώπου, επειδή είναι δημιούργημα όπως και τα παιδιά, πρβλ π.χ.: ανθρώπου: το αυτοκίνητο, μηχάνημα, ξίφος, σκάφος,, γραφείο, κουρείο…, φύσης:το βουνό, πέλαγος,, χάος, δάσος..
Τα φυσιολογικά πλάσματα ή δημιουργήματα κ.τ.λ., καθώς και αυτά με φυσικό μέγεθος, ύψος, ιδιότητες κ.τ.λ. λέγονται σε ουδέτερο τύπο και με την κατάληξη -ι, ο: το κέρατο, φυτό, βουνό, καρφί, τυρί, σακί, κλαδί, σπαθί…
Τα μη φυσιολογικά πλάσματα ή δημιουργήματα κ.τ.λ., καθώς και αυτά με υπερφυσικό μέγεθος, ύψος… λέγονται σε ουδέτερο τύπο και με την κατάληξη -ος ή -ας των αρσενικών, για να επιστήσουμε έτσι την προσοχή, πρβλ π.χ.:
το κέρατο (ζώου), κερί, πάρκο, σπαθί, καρφί … = φυσιολογικά
το κέρας (μάχης), τέρας, δάσος, πέλαγος … = μη φυσιολογικά ή τεράστια
2. Τα ονόματα των πραγμάτων, καθώς και αυτά του τόπου, χρόνου… λέγονται σε αρσενικό γένος, όταν φανερώνουν κάτι που είναι πάρα πολύ μεγάλο, σε μέγιστο βαθμό μήκους, βάρους, όγκου, …. κάτι όπως συμβαίνει στους άντρες σε σχέση προς τα παιδιά, πρβλ π.χ.:
ο ποταμός, πίνακας, βράχος, οίκος, κορμός. . = κάτι μεγάλο
& το ποτάμι, πινάκιο, βραχάκι, οίκημα, κορμί.. = κάτι μικρό
Σε αρσενικό γένος λέγονται:
α) Οι μήνες: ο Ιανουάριος, Φεβρουάριος,…
β) Τα περισσότερα ποτάμια: ο Αλφειός, Πηνειός,..
γ) Τα περισσότερα βουνά : ο Ταΰγετος, Όλυμπος… (η Δίκτη, η Γκιόνα..)
δ) Τα μεγάλα τμήματα χρόνου: ο χρόνος,, μήνας,…
3. Τα ονόματα των πραγμάτων, καθώς και αυτά του τόπου, χρόνου,… λέγονται σε θηλυκό γένος, όταν σημαίνουν κάτι που είναι μεγάλο, όμως μικρότερο απ’ ό,τι δηλώνει το αρσενικό γένος και μεγαλύτερο απ’ ό,τι δηλώνει το ουδέτερο: κορίτσι – κορίτσαρος & κοριτσάρα, κλαδί – κλάδος & κλάδα….
ο στύλος (κολώνα), χώρος, χρόνος, αιώνας = κάτι πολύ μεγάλο.
& η στήλη (η πλάκα), χώρα, μέρα, ώρα…….. = κάτι πιο μικρό
η κανάτα, κουτάλα, μάχαιρα, σφαίρα, χώρα.. = κάτι μεγάλο
το κανάτι, κουτάλι, μαχαίρι, σφαιρίδιο, χωριό.. = κάτι πιο μικρό
Σε θηλυκό γένος λέγονται:
α) Οι ημέρες (πλην «Σαββάτου»): η Δευτέρα, η Τρίτη…
β) Οι ήπειροι: η Ασία, η Αμερική, η Ευρώπη…
γ) Οι χώρες (πλην ολίγων): η Ελλάδα, Κρήτη, Θράκη, Ρόδος, Ιταλία…
δ) Τα αφηρημένα ποσά (τα λήγοντα σε –αδα & -αριά): η δεκάδα, εκατοντάδα, εικοσαριά,..
ε) Τα μεσαία τμήματα χρόνου: η ημέρα, νύκτα, βδομάδα..
Σημειώνεται ότι:
1) Οι ενέργειες, καθώς και οι ποιότητες ή ιδιότητες λέγονται σε θηλυκό γένος, επειδή παράγουν ή γενούν, κάτι όπως και τα θηλυκά όντα: η γραφή (= ενέργεια) > το γράμμα = το αποτέλεσμα, κινώ – η κίνηση (ενέργεια) > το κίνημα = το αποτέλεσμα.
η λύ-ση, πράξη, τάξη, άσκηση, κίνηση, παύση…, η μητρ-ότητα, ταχύτητα, πατρότητα, ποιότητα, καθαρότητα…, η καλ-οσύνη, αγιοσύνη, μεγαλοσύνη,…., η μαγειρ-ική, οικοκυρική..
2) Τα ονόματα των φυτών λέγονται σε θηλυκό γένος, επειδή γεννούν, είναι κάτι ως τα θηλυκά ζώα: η μηλιά, η ελιά, η κερασιά, η καρπουζιά, η αχλαδιά, η κριθή, η σίκαλη, η φακή, η φάβα, η γαριφαλιά, η ντοματιά,…
3) Τα ονόματα των καρπών, ανθών και προϊόντων λέγονται σε ουδέτερο γένος, επειδή είναι γεννήματα, κάτι όπως τα παιδιά στα ζώα: καρποί: το μήλο, κεράσι, καρπούζι, λεμόνι, στάρι, κριθάρι, κουκί.. άνθη: το άνθος, γαρίφαλο, κυκλάμινο,.. προϊόντα: το άλευρο, λάδι, ξύλο, βαμβάκι, άμυλο, ψωμί, τυρί…
4) Σε αρσενικό γένος λέγονται τα περιεκτικά: ο καλαμιώνας, ελαιώνας, σιτοβολώνας,.. και τα σπόρια: ο σπόρος/ ηλιόσπορος/ πατατόσπορος..
η ντομάτα, η πατάτα, η κουκουνάρα.. = καρπός, ενώ: η ντοματιά, η πατατιά, η κουκουναριά.. = το φυτό
η ελιά, η πιπεριά, ….. = φυτό και καρπός
ο καπνός (της φωτιάς) & τα καπνά (= τα φυτά, αλλά και τα ξεραμένα φύλλα των καπνών)
η βάτος = το φυτό & το βάτο ή βατόμουρο = το σπέρμα/ ο καρπός.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο
ΤΟ ΑΡΘΡΟ
1. Έννοια και είδη του άρθρου
Άρθρα λέγονται οι κλιτές λέξεις “ο, η, το” που μπαίνουν μπροστά από τα ουσιαστικά και γενικώς τα πτωτικά, για να δηλώσουν είτε τι είδους γένους είναι το σημαινόμενου τους είτε αν το σημαινόμενό τους είναι κάτι γνωστό ή κάτι αόριστο ή γενικό. Ειδικότερα:
1) Τα ουσιαστικά και γενικώς τα πτωτικά με:
το άρθρο ο = αρσενικού γένους: ο πατέρας, ο κακός (ένοικος,..
το άρθρο η = θηλυκού γένους: η μάνα, η κτυπημένη (πατάτα)…
το άρθρο το = ουδετέρου γένους: το κριάρι, το άτυχο (παιδί),..
Δηλαδή, βάζουμε το άρθρο “ο”, όταν το σημαινόμενο είναι αρσενικό, βάζουμε το άρθρο “η”, όταν το σημαινόμενο είναι θηλυκό, βάζουμε το άρθρο “το”, όταν το σημαινόμενο είναι ουδέτερο
2) Τα ουσιαστικά και γενικώς τα πτωτικά που λέγονται:
α) με άρθρο (με τις λέξεις “ο, η, το”) φανερώνουν κάτι συγκεκριμένο ή ορισμένο, δηλαδή που έχει διοριστεί ή που έχουν μιλήσει από πριν ή που γνωρίζει και ο ακροατής και ο ομιλητής.
β) χωρίς άρθρο (χωρίς τις λέξεις “ο, η, το”) φανερώνουν κάτι το αντίθετο από το πριν, δηλαδή κάτι μη συγκεκριμένο και μη ορισμένο, κάτι που δε γνωρίζει ή που δεν έχει κάνει συζήτηση γι αυτό ο ομιλητής στον ακροατή κ.τ.λ., άρα κάτι αόριστο ή άγνωστο, πρβλ:
_Πήρα γράμμα (= κάτι αόριστο ή γενικό) & Πήρα το γράμμα (= κάτι συγκεκριμένο, ορισμένο).
_Είμαι δικηγόρος = κάτι γενικό & Είμαι ο δικηγόρος σου = κάτι ορισμένο, συγκεκριμένο
Σημειώνεται ότι:
1) Τα άρθρα στο λόγο συντάσσονται μπροστά από τα επίθετα και τις μετοχές που χαρακτηρίζουν τα ουσιαστικά: o (καλός και έξυπνος) μαθητής, ο (κτυπημένος) στρατιώτης), η (αρχαϊκή αττική) επιγραφή..
2) Κανονικά το γένος ενός πτωτικού το δείχνει η κατάληξη: καλ-ός, Γιάνν-ης, πατέρ-ας, μάν-α, παιδ-ί. Ωστόσο αυτό μερικές φορές καταστρατηγείται για τους λόγους που θα δούμε πιο κάτω, στο ειδικό Κεφάλαιο για το γένος, οπότε μόνο το άρθρο υποδεικνύει σίγουρα το γένος: η νόσ-ος, το κράν-ος…
3) Το άρθρο δε συγκεκριμενοποιεί, αλλά και ουσιαστικοποιεί (μετατρέπει σε ονόματα) τα άλλα μέρη λόγου, καθώς και φράσεις, π.χ.: Το πώς και το γιατί θέλω να μάθω. Το πιστεύω μου είναι η αναζήτηση της αλήθειας. Το εγώ μου. Τα μπράβο μου και τα ζήτω, …
4) Το άρθρο στον ενικό αριθμό στις αποφατικές προτάσεις γενικοποιεί, δηλ. δηλώνει ολόκληρο το γένος, την κατηγορία, ή την τάξη αυτού που προσδιορίζει. Στην περίπτωση αυτή το όνομα καλείται προσηγορικό, π.χ.: Ο άνθρωπος είναι θνητός (αντί: Οι άνθρωποι είναι θνητοί). Η συκιά είναι δέντρο φυλλοβόλο (αντί: όλες οι συκιές).
5) Για συντομία λόγου, όταν ένα ουσιαστικό έχει ειπωθεί σε προηγούμενη πρότασηδεν ξαναλέγεται, πλην μόνο το άρθρο του, για να το υπονοεί. Στην περίπτωση αυτή το άρθρο λέγεται αντωνυμικό άρθρο (κατ’ άλλους αδύνατος τύπος της προσωπικής αντωνυμίας “αυτός,ή,ό”), πρβλ π.χ.: Φώναξέ τον. Αντί: Φώναξε τον (Γιάννη). Ομοίως: Τον φώναξα = Εγώ φώναξα τον (Μανώλη). Μου την λύνεις = Μου λύνεις την (άσκηση). Φώναξέ της = Φώναξε της (Άννας). Φώναξέ τους. = Φώναξε τους (αδελφούς, Μανώλη..). Φώναξέ το. = Φώναξε το (παιδί). Το πήρες; = Πήρες το (δοχείο); Του την δίδω. = Του (Μανώλη) δίδω την (καρέκλα). Φέρε μάς τα. = Φέρε μας τα (χρήματα). Φώναξέ τις/ τες. = Φώναξε τις (κοπέλες).
2. Η κλίση του άρθρου
ενικός αριθμός πληθυντικός αριθμός
αρσενικό θηλ. ουδέτερο αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο η το οι οι τα
γενική του της του των των των
αιτιατική τον την το τους τις τα
κλητική ε,ω ε,ω ε,ω ε,ω ε,ω ε,ω
Σημειώνεται ότι:
1) Κανονικά το άρθρο δεν έχει κλητική. Όταν το όνομα βρίσκεται στην κλητική, το μεταχειριζόμαστε χωρίς άρθρο: Έλα, Μαρία, να φάμε. Της κλητικής των ονομάτων κάποτε προτάσσονται τα κλητικά επιφωνήματα «ε, ω»: Ω Γιώργο, τι έκανες! Ε Γιώργο, μ’ ακούς;
2) Πολλοί (μιμούμενοι τους Αγγλοσάξονες, όπου εκεί δεν παίζει κανένα ρόλο) αποβάλουν για ευφωνικούς δήθεν λόγους το –ν του άρθρου, όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από ημίφωνο: μ, ν, λ, ρ, σ, ζ, τα δασέα φ θ χ και τα μέσα δ β γ: τη(ν) μάνα, το(ν) Νίκο, το(ν) ρήτορα… Ωστόσο αυτό είναι λάθος, γιατί στην ελληνική γλώσσα χωρίς αυτό δεν είναι δυνατόν να ξεχωρίζουν ορισμένοι ομόηχοι τύποι, παρέβαλε π.χ. ότι: άλλο: το ζυγό (νούμερο), το φωτεινό, το θείο, το βλέπω, το φωνάζεις;, το δίνεις; να το… = ουδέτερα& άλλο: τον ζυγό, τον φωτεινό, τον Θείο, τον βλέπω, τον φωνάζεις;, τον δίνεις;, να τον…. = αρσενικά … Παρέβαλε ομοίως: τι θέλει; & την θέλει; τι φωνάζεις; & την φωνάζεις; την Δράμα & τι δράμα! Φώναξέ τον & Φώναξέ το,…..
3. Το αόριστο & οριστικό άρθρο
‘Όπως είδαμε πιο πριν, όταν θέλουμε να δείξουμε ότι το ουσιαστικό για το οποίο μιλούμε είναι κάτι γνωστό (κάτι που γνωρίζει και ο ακροατής και ο ομιλητής), άρα ορισμένο, βάζουμε τις λέξεις «ο, η, το», π.χ.: Θέλω το βιβλίο. Είναι η μάνα. Στην περίπτωση αυτή οι λέξεις “ο, η, το” λέγονται οριστικό άρθρο.
Αντίθετα, όταν θέλουμε να δείξουμε ότι το ουσιαστικό για το οποίο μιλούμε δεν είναι κάτι γνωστό, αλλά κάτι το άγνωστο, άρα αόριστο, δε βάζουμε καθόλου τις λέξεις (το άρθρο) «ο, η, το», π.χ.: Θέλω βιβλία. Είναι μάνες. ή βάζουμε το αριθμητικό «ένας, μία, ένα». Στην περίπτωση αυτή το “ένας, μία, ένα” λέγεται αόριστο άρθρο: _Συνάντησα μια μάνα (= μια οποιαδήποτε) & Συνάντησα την μάνα (= την δική μας).
Κλίση αόριστου άρθρου
Ενικός αριθμός (χωρίς πληθυντικό)
αρσενικό θηλ. ουδέτερο
Ονομαστική ένας μια ένα
Γενική ενός μιας ενός
Αιτιατική έναν μια ένα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο
ΤΟ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
1. Τι είναι τα ουσιαστικά
Ουσιαστικά λέγονται οι κλιτές λέξεις που φανερώνουν κάτι που γίνεται ή μπορεί να γίνει λόγος, φυσικό ή μεταφυσικό, όπως π.χ.: Θεό, άνθρωπο, ζώο, φυτό, πράγμα, χρόνο, τόπο, ποσό, ποιότητα ή ιδιότητα, πράξη, κατάσταση κ.τ.λ., όπως π.χ. οι εξής λέξεις:
ο Ποσειδώνας, ο, Κρόνος, η, Γη, η Ρέα.. . = θεοί
o Μανώλης, η Μαρία, ο Γιάννης,… = άνθρωποι
το κουνέλι, η αλεπού, ο κόκορας.. = ζώα
η λεμονιά, η μηλιά, η αχλαδιά,… = φυτά
το κουτί, η σφαίρα, η μπάλα… = πράγματα
το δάκτυλο, το χέρι, το πόδι… = τμήματα
το οξυγόνο, το υδρογόνο, ο υδράργυρος… = στοιχεία
το γάλα, το αλεύρι, το αυγό….. = προϊόντα
η καλοσύνη, η ιεροσύνη, η αγριάδα.. = ποιότητα
η μητρότητα, η πατρότητα, η ιερότητα… = ιδιότητα
η Κρήτη, το χωριό, η Αθήνα, η Μακεδονία. = τόπος
ο Μάιος, ο Αύγουστος, η Δευτέρα, η Τρίτη… = χρόνος
ο τόνος, το κιλό, η δεκάδα, …… = ποσό
η άσκηση, η λύση, η οδήγηση… = φυσικές ενέργειες
,………….
Από τα ουσιαστικά:
α) Τα περισσότερα έχουν ένα μόνο τύπο και φανερώνουν ένα μόνο γένος: άνθρωπος, γυναίκα, παιδί… και ως απ’ αυτό αυτά λέγονται μονογενή μονοκατάληκτα.
β) Μερικά έχουν ένα μόνο τύπο, που χρησιμοποιείται όμως και για τα δυο γένη: o σύζυγος, η σύζυγος.. και ως απ’ αυτό λέγονται διγενή και μονοκατάληκτα ή ουσιαστικά κοινού γένους: το (αρσενικό) ζαρκάδι, το (θηλυκό) ζαρκάδι. (Περισσότερα βλέπε “Το γένος”.)
γ) Άλλα έχουν δυο τύπους και δυο γένη: ο μαθητής, η μαθήτρια και ως απ’ αυτό λέγονται διγενή και δικατάληκτα.
2. Κλίση ουσιαστικών
Μερικά ουσιαστικά κλίνονται και στους δυο αριθμούς και σε όλες τις πτώσεις με ίσο αριθμό συλλαβών, που λέγονται ισοσύλλαβα και άλλα με μια συλλαβή παραπάνω στον πληθυντικό (τα ανισοσύλλαβα ουδέτερα έχουν μια συλλαβή παραπάνω και στην γενική ενικού), που λέγονται ανισοσύλλαβα.
ισοσύλλαβα: ημέρα, ημέρας, ημέρες, ημερών, μήλο, μήλου,…
ανισοσύλλαβα: σφουγγαράς, σφουγγαρά-δες, σώμα, σώμα-τος,… σώμα-τα
Τα αρσενικά και τα θηλυκά ανισοσύλλαβα έχουν σε όλο τον πληθυντικό μια συλλαβή (την -δες) παραπάνω στην κατάληξη: ο βαρκάρη-ς, οι βαρκάρη-δες, των βαρκάρη-δων, η αλεπού, οι αλεπού-δες.
Τα ουδέτερα ανισοσύλλαβα έχουν μια συλλαβή παραπάνω σε όλο τον πληθυντικό (τις -τα, -των) και στην γενική ενικού (την -τος): κλάσμα, κλάσμα-τος, κλάσμα-τα, κλασμάτων, κρέας, κρέα-τος, κρέα-τα, κρεά-των, φωνή-εν, φωνήεν-τος..
Τα ισοσύλλαβα σχηματίζουν την ονομαστική, αιτιατική και κλητική του πληθυντικού σε -ες: ο ναύτης – οι ναύτες, τους ναύτες – ω ναύτες και τα ανισοσύλλαβα σε -δες:o παράς, οι παράδες, των παράδων, ω παράδες.
Τα αρσενικά τελειώνουν στην ονομαστική του ενικού σε -ς (ο αγώνας, νικητής, παππούς, ουρανός, ένοικος) και τα θηλυκά σε -α, -η, ου, δηλ. χωρίς το -ς ( η μάνα, νίκη, αλεπού), πλην τα σε -ος ( η διάμετρος, η Υπουργός, η ένοικος)
Α. ΚΛΙΣΗ ΑΡΣΕΝΙΚΩΝ
Τα αρσενικά σχηματίζουν όμοια την γενική, την αιτιατική και την κλητική του ενικού, χωρίς το -ς: ο πατέρας, του πατέρα, τον πατέρα, πατέρα..
Στον πληθυντικό έχουν τρεις πτώσεις όμοιες, την ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική: οι ναύτες, τους ναύτες, ναύτες
Δεν ακολουθούν τους παραπάνω κανόνες όσα τελειώνουν σε -ος: δρόμος, δρόμου, δρόμο, δρόμε – δρόμοι, δρόμους, δρόμοι.
Η γενική πληθυντική όλων των αρσενικών τελειώνει σε -ων: των ουρανών, νοικοκύρηδων..
1) Αρσενικά σε -ας (ισοσύλλαβα)
ενικός αριθμός πληθυντικός αριθμός
ονομαστική ο αγώνας ταμίας φύλακας οι αγώνες ταμίες φύλακες
γενική του αγώνα ταμία φύλακα των αγώνων ταμιών φυλάκων
αιτιατική τον αγώνα ταμία φύλακα τους αγώνες ταμίες φύλακες
κλητική αγώνα ταμία φύλακα αγώνες ταμίες φύλακες
Κατά το αγώνας κλίνονται τα: αγκώνας, χειμώνας, κανόνας, Μαλέας, Μαραθώνας, Αννίβας, σωλήνας…. Κατά το ταμίας κλίνονται τα: άντρας, γύπας, λοχίας, κτηματίας…Κατά το φύλακας κλίνονται τα: άμβωνας, άρχοντας, ήρωας, ρήτορας, Τσάκωνας, Μίνωας, Κύκλωπας… Τα δισύλλαβα σε -ας και όσα τελειώνουν σε -ίας τονίζονται στην γενική πληθυντικού στην λήγουσα: γύπας – γυπών, άνδρας – ανδρών, ταμίας – ταμιών… Τα προπαροξύτονα σε -ας τονίζονται στην γενική του πληθυντικού στην παραλήγουσα:πίνακας – πινάκων
2) Αρσενικά σε -ας (ανισοσύλλαβα)
ενικός αριθμός πληθυντικός αριθμός
ονομαστική ο σφουγγαράς οι σφουγγαράδες
γενική του σφουγγαρά των σφουγγαράδων
αιτιατική το(ν) σφουγγαρά τους σφουγγαράδες
κλητική σφουγγαρά σφουγγαράδες
Όμοια κλίνονται τα: βοριάς, παπάς, σκαφτιάς, αμαξάς, καστανάς, μαρμαράς, Καναδάς, ψαράς, Πειραιάς..Τα παροξύτονα και προπαροξύτονα σε -ας στον πληθυντικό αριθμό κατεβάζουν τον τόνο στην παραλήγουσα: ρήγας, ρηγάδων, μπάρμπας μπαρμπάδων.-Το αέρας κάνει στον πληθυντικό: οι αέρηδες.
3) Αρσενικά σε -ης (ισοσύλλαβα)
ενικός αριθμός πληθυντικός αριθμός
ονομαστική ο ναύτης νικητής οι ναύτες νικητές
γενική του ναύτη νικητή των ναυτών νικητών
αιτιατική το(ν) ναύτη νικητή τους ναύτες νικητές
κλητική ναύτη νικητή ναύτες νικητές
Κατά το ναύτης κλίνονται τα: επιβάτης, ράφτης, κυβερνήτης, βιβλιοπώλης, ειρηνοδίκης, ανατολίτης, Πειραιώτης, πολίτης,.. Κατά το νικητής κλίνονται τα: αγοραστής, δανειστής, εθελοντής, ζυγιστής, μαθητής, πολεμιστής, προσκυνητής…
Τα παροξύτονα σε -ης στην γενική πληθυντικού κατεβάζουν τον τόνο στη λήγουσα: επιβάτης – επιβατών.
Κλητική ευγενείας – μεγενθυτική: Κύριε Τμηματάρχα, Κυβερνήτα, Νομάρχα…. αντί: Κύριε Τμηματάρχη, Νομάρχη, Κυβερνήτη…
4) Αρσενικά σε -ης/ -ής (ανισοσύλλαβα)
ενικός αριθμός πληθυντικός αριθμός
ονομαστική ο νοικοκύρης οι νοικοκύρηδες
γενική του νοικοκύρη των νοικοκύρηδων
αιτιατική το(ν) νοικοκύρη τους νοικοκύρηδες
κλητική νοικοκύρη νοικοκύρηδες
Όμοια κλίνονται τα: γκιόνης, μανάβης, χαλίφης, βαρκάρης, Αρμένης, Αλκιβιάδης, Υψηλάντης, Μανώλης, Φλεβάρης, παπουτσής, Κοραής, καφετζής…
Τα προπαροξύτονα σε -ης κατεβάζουν τον τόνο κατά μια συλλαβή στον πληθυντικό: ο φούρναρης – οι φουρνάρηδες, των φουρνάρηδων.
5) Αρσενικά σε -τής, με διπλό πληθυντικό
ενικός αριθμός πληθυντικός αριθμός
ονομαστική ο πραματευτής οι πραματευτές ή πραματευτάδες
γενική του πραματευτή των πραματευτών ή πραματευτάδων
αιτιατική τον πραματευτή τους πραματευτές ή πραματευτάδες
κλητική πραματευτή πραματευτές ή πραματευτάδες
Όμοια κλίνονται τα: αλωνιστής, διαλαλητής, δουλευτής, τραγουδιστής, βουλευτής, αφέντης, δεσπότης,… Επίσης το: αφέντης, αφέντες – αφεντάδες
6) Αρσενικά σε -ές, -ούς (ανισοσύλλαβα)
ενικός αριθμός πληθυντικός αριθμός
ονομαστική ο καφές παππούς οι καφέδες παππούδες
γενική του καφέ παππού των καφέδων παππούδων
αιτιατική τον καφέ παππού τους καφέδες παππούδες
κλητική καφέ παππού καφέδες παππούδες
Κατά το καφές κλίνονται τα: μενεξές, μιναρές, πανσές, χασές,.. Κατά το παππούς κλίνονται τα: Ιησούς, νους…
7) Αρσενικά σε -ος/ -ός (ισοσύλλαβα )
ενικός αριθμός
ονομαστική ο ουρανός δρόμος άγγελος αντίλαλος
γενική του ουρανού δρόμου αγγέλου αντίλαλου
αιτιατική τον ουρανό δρόμο άγγελο αντίλαλο
κλητική ουρανέ δρόμε άγγελε αντίλαλε
πληθυντικός αριθμός
ονομαστική οι ουρανοί δρόμοι άγγελοι αντίλαλοι
γενική των ουρανών δρόμων αγγέλων αντίλαλων
αιτιατική τους ουρανούς δρόμους αγγέλους αντίλαλους
κλητική ουρανοί δρόμοι άγγελοι αντίλαλοι
Κατά το ουρανός κλίνονται τα: αδελφός, γιατρός, γιος, λαός, ορισμός, Δελφοί… και τα παράγωγα ουσιαστικά σε -μός: λογαριασμός, ορισμός, σεισμός… Κατά το δρόμος κλίνονται τα: γέρος, ήλιος, κάμπος, ύπνος, Βόλος, Κάλβος… Κατά το άγγελος κλίνονται τα: άνεμος, δάσκαλος, δήμαρχος, Ιούνιος Όλυμπος,.. Κατά το αντίλαλοςκλίνονται τα: ανήφορος, ανθόκηπος, αυλόγυρος…
Η κλητική:
α) H κλιτική ενικού σχηματίζεται σε -ε και σε -ο: γιατρέ, ήλιε, δήμαρχε..
β) Την σχηματίζουν σε -ο:
Τα παροξύτονα βαφτιστικά: Aλέκο, Σπύρο…, αλλά & Παύλο – Παύλε
Μερικά κοινά παροξύτονα: γέρο,, διάκο.. , αλλά & καπετάνιε – καπετάνιο..
Μερικά οξύτονα χαϊδευτικά: Γιαννακό, Δημητρό, Μανωλιό..
Μερικά παροξύτονα οικογενειακά: Παυλάκο, Γιαννάκο…
Ο τόνος:
α) Τα κύρια ονόματα σε -ος, καθώς και τα κοινά προπαροξύτονα ουσιαστικά σε -ος στην γενική ενικού και πληθυντικού κατεβάζουν μια συλλαβή τον τόνο: ο άνθρωπος – του ανθρώπου, των ανθρώπων, άγγελος, αγγέλου, αγγέλων.. Δεν το κατεβάζουν τα πολυσύλλαβα, τα σύνθετα και τα λαϊκά κοινά ουσιαστικά: του αντίκτυπου – τον αντίκτυπο – των αντίκτυπων, του ανήφορου – τον ανήφορο – των ανήφορων, του Axλαδόκαμπου – τον Αχλαδόκαμπο, του Θόδωρου – το(ν) Θόδωρο.
β) Τα παροξύτονα και οξύτονα αρσενικά σε -ος φυλάγουν τον τόνο σε όλες τις πτώσεις: όρος-όρων, χώρος-χώρων.., αλλά & χρόνος – χρόνων & χρονών
Β. ΚΛΙΣΗ ΘΗΛΥΚΩΝ
Γενικοί κανόνες:
1. Όλα τα θηλυκά σχηματίζουν την ενική γενική με την προσθήκη ενός -ς στην ονομαστική: μητέρα > μητέρας, νίκη > νίκης..
Εξαίρεση: Δεν παίρνει –ς η γενική των επωνύμων των γυναικών που προέρχονται από τη γενική του αρσενικού, π.χ.: ο Κρασανάκης > του Κρασανάκη και η κ. Κρασανάκη, της κ. Κρασανάκη …
Τα επώνυμα αυτά σε όλες τις πτώσεις είναι ίδια και δεν έχουν πληθυντικό (άρα είναι άκλιτα): ο Μελάς, του μελά > η Μελά, της Μελά, την μελά..
2. Όλα τα θηλυκά έχουν σε κάθε αριθμό τρεις πτώσεις όμοιες, την ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική:
η γυναίκα, την γυναίκα, γυναίκα,
η αλεπού, την αλεπού, αλεπού, οι αλεπούδες, τις αλεπούδες, αλεπούδες..
3. Τα αρχαιόκλιτα σε -ος δεν ακολουθούν τους παραπάνω κανόνες.
4. Η γενική πληθυντική όλων των θηλυκών τελειώνει σε -ων (όταν σχηματίζεται): των ωρών, Γιαγιάδων, νικών..
1) Θηλυκά σε -α ισοσύλλαβα
ενικός αριθμός πληθυντικός αριθμός
ονομαστική η καρδιά ώρα θάλασσα οι καρδιές ώρες θάλασσες
γενική της καρδιάς ώρας θάλασσας των καρδιών ωρών θαλασσών
αιτιατική την καρδιά ώρα θάλασσα τις καρδιές ώρες θάλασσες
κλητική καρδιά ώρα θάλασσα καρδιές ώρες θάλασσες
Κατά το καρδιά κλίνονται τα: αχλαδιά, δουλειά, ομορφιά… Κατά το ώρα κλίνονται τα: γλώσσα, ημέρα, ρίζα, χώρα, πλατεία, γυναίκα… Κατά το θάλασσα κλίνονται τα:αίθουσα, μέλισσα, μαθήτρια…
Τα θηλυκά που κλίνονται κατά το ώρα και θάλασσα κατεβάζουν τον τόνο στην γενική πληθυντικού στην λήγουσα: η χώρα – των χωρών, περιφέρεια – περιφερειών
ενικός αριθμός πληθυντικός αριθμός
ονομαστική η ελπίδα σάλπιγγα οι ελπίδες σάλπιγγες
γενική της ελπίδας σάλπιγγας των ελπίδων σαλπίγγων
αιτιατική την ελπίδα σάλπιγγα τις ελπίδες σάλπιγγες
κλητική ελπίδα σάλπιγγα ελπίδες σάλπιγγες
Κατά το ελπίδα κλίνονται τα: γοργόνα, νεράιδα, σειρήνα, θυγατέρα, ασπίδα, λαμπάδα, Γαλλίδα, Ελλάδα,, Αγγέλα , Ελευσίνα,.. Κατά το σάλπιγγα κλίνονται τα: διώρυγα, όρνιθα, σήραγγα, θερμότητα, ταχύτητα, ιδιότητα…
Τα θηλυκά σε -α που κλίνονται κατά το ελπίδα και το σάλπιγγα στην γενική του πληθυντικού τονίζονται στην παραλήγουσα: η διώρυγα – των διωρύγων, η θερμότητα – των θερμοτήτων
2) Θηλυκά σε -η/ -ή ισοσύλλαβα
ενικός αριθμός πληθυντικός αριθμός
ονομαστ. η ψυχή νίκη ζάχαρη οι ψυχές νίκες ζάχαρες
γενική της ψυχής νίκης ζάχαρης των ψυχών νικών (ζαχάρων)
αιτιατική την ψυχή νίκη ζάχαρη τις ψυχές νίκες ζάχαρες
κλητική ψυχή νίκη ζάχαρη ψυχές νίκες ζάχαρες
Κατά το ψυχή κλίνονται τα:: αδελφή, Αγνή, Αφρική… Κατά το νίκη κλίνονται τα ανάγκη, δίκη, φήμη, αγάπη, πλώρη, Ιθάκη,.. Κατά το ζάχαρη κλίνονται τα άνοιξη, κάμαρη, βάφτιση, σταύρωση…
Από τα θηλυκά σε -η τα περισσότερα οξύτονα σχηματίζουν κανονικά την γενική πληθυντική: των επιγραφών, τιμών… Από τα παροξύτονα μερικά μόνο την σχηματίζουν και κατεβάζουν τον τόνο στην λήγουσα: ανάγκη – αναγκών, τέχνη – τεχνών,… Tα προ παροξύτονα δεν την σχηματίζουν.
Τα νύφη, αδελφή, εξαδέλφη σχηματίζουν την γενική πληθυντική και νυφάδων, αδελφάδων, εξαδελφάδων. Οι τύποι αδελφών, εξαδέλφων συνηθίζονται για το αρσενικό.
3) Θηλυκά σε -η αρχαιόκλιτα
ενικός αριθμός πληθυντικός αριθμός
ονομασ. η σκέψη δύναμη οι σκέψεις δυνάμεις
γενική της σκέψης/ εως δύν-αμης/εως των σκέψεων δυνάμεων
αιτιατ. την σκέψη δύναμη τις σκέψεις δυνάμεις
κλητική σκέψη δύναμη σκέψεις δυνάμεις
Κατά το σκέψη κλίνονται τα παροξύτονα: γνώση, δύση, λύση, πόλη, ψύξη,.. Τοπωνύμια: Άνδεις, Άλπεις, Σάρδεις… Κατά το δύναμη κλίνονται τα προπαροξύτονα:αίσθηση, κίνηση, κυβέρνηση, όρεξη, συνεννόηση, σύνταξη,… Τοπωνύμία: Αλεξανδρούπολη, Κωνσταντινούπολη, Νεάπολη, Τρίπολη….
Τα προ παροξύτονα αρχαιόκλιτα σε -η κατεβάζουν τον τόνο στον πληθυντικό αριθμό κατά μια συλλαβή: δύναμη, δυνάμεις, των δυνάμεων
4) Θηλυκά σε -ω
ενικός αριθμός
ονομαστική η Φρόσω Αργυρώ
γενική της Φρόσως Αργυρώς
αιτιατική τη(ν) Φρόσω Αργυρώ
κλητική ε,ω Φρόσω Αργυρώ
Κατά το Αργυρώ κλίνονται τα: Βαγγελιώ, Ερατώ, Κρινιώ, Λενιώ,.. Κατά το Φρόσω κλίνονται τα: Δέσπω, Μέλπω…
5) Θηλυκά σε -ος ή -ός αρχαιόκλιτα
ενικός αριθμός πληθυντικός αριθμός
ονομαστική η διάμετρος Λεμεσός οι διάμετρ-οι (-ες)
γενική της διαμέτρου Λεμεσού των διαμέτρων
αιτιατική την διάμετρο Λεμεσό τις διαμέτρ-ους (-ες)
κλητική διάμετρo Λεμεσό διάμετροι
Όμοια κλίνονται τα: άβυσσος, διαγώνιος, περίμετρος, έξοδος, Αίγυπτος, Κάρπαθος, Κύπρος Κόρινθος, Δήλος, Ρόδος,….. Λεμεσός, κιβωτός, Αιδηψός,
Τα προπαροξύτονα θηλυκά σε -ος στην γενική του ενικού και του πληθυντικού, καθώς και στην πληθυντική αιτιατική σε -ους κατεβάζουν τον τόνο στην παραλήγουσα:η διάμεσος – της διαμέσου – των διαμέσων, τις διάμεσους …
6) Θηλυκά σε -ού, -ά (ανισοσύλλαβα)
ενικός αριθμός πληθυντικός αριθμός
ονομαστική η αλεπού γιαγιά οι αλεπούδες γιαγιάδες
γενική της αλεπούς γιαγιάς των αλεπούδων γιαγιάδων
αιτιατική την αλεπού γιαγιά τις αλεπούδες γιαγιάδες
κλητική αλεπού γιαγιά αλεπούδες γιαγιάδες
Κατά το γιαγιά κλίνονται, τα: μαϊμού, παραμυθού, υπναρού, Κολοκυνθού… Κατά το γιαγιά κλίνονται, τα: μαμά, φυρά.
Γ. ΚΛΙΣΗ ΟΥΔΕΤΕΡΩΝ
Όλα τα ουδέτερα έχουν στον κάθε αριθμό τρεις πτώσεις όμοιες, την ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική: το μέρος, τα μέρη, το κύμα, τα κύματα…
Η γενική πληθυντική των ουδετέρων τελειώνει σε -ων: καλών, δεσιμάτων..
Τα ανισοσύλλαβα ουδέτερα στην γενική του πληθυντικού τονίζονται όλα στην παραλήγουσα: κυμάτων, δεσιμάτων, κρεάτων, φώτων..
1) Ουδέτερα σε -ο (ισοσύλλαβα)
ενικός αριθμός
ονομαστική το βουνό πεύκο σίδερο πρόσωπο
γενική του βουνού πεύκου σίδερου προσώπου
αιτιατική το βουνό πεύκο σίδερο πρόσωπο
κλητική βουνό πεύκο σίδερο πρόσωπο
πληθυντικός αριθμός
ονομαστική τα βουνά πεύκα σίδερα πρόσωπα
γενική των βουνών πεύκων σίδερων προσώπων
αιτιατική τα βουνά πεύκα σίδερα πρόσωπα
κλητική βουνά πεύκα σίδερα πρόσωπα
Κατά το βουνό κλίνονται τα: νερό, ποσό, φτερό… Κατά το πεύκο κλίνονται τα: δέντρο, βιβλίο, θηρίο, υπουργείο,….Κατά το σίδερο κλίνονται τα: αμύγδαλο, δάχτυλο, σέλινο, Λιτόχωρο,…Κατά το πρόσωπο, που κατεβάζει στην γενική ενικού και πληθυντικού τον τόνο της ονομαστικής, κλίνονται τα: άλογο, άτομο…
Μερικά προπαροξύτονα τονίζονται και κατά το πρόσωπο και κατά το σίδερο, όπως τα: το βούτυρο, του βουτύρου ή βούτυρου…, ομοίως: το γόνατο, πρόβατο, ατμόπλοιο…
Οι τρισύλλαβες τοπωνυμίες σχηματίζονται συνήθως κατά το πρόσωπο: του Μετσόβου
2) Ουδέτερα σε -ι, -υ
ενικός αριθμός πληθυντικός αριθμός
ονομαστική το παιδί τραγούδι τα παιδιά τραγούδια
γενική του παιδιού τραγουδιού των παιδιών τραγουδιών
αιτιατική το παιδί τραγούδι τα παιδιά τραγούδια
κλητική παιδί τραγούδι παιδιά τραγούδια
Κατά το παιδί κλίνονται, τα: αρνί, σκοινί, σφυρί, ψωμί… Κατά το τραγούδι κλίνονται, τα: αηδόνι, θυμάρι, ασπράδι, βαρίδι,…, καθώς και τα τα παράγωγα σε -αδι, -ίδι, -άρι: ασπράδι, βαρίδι, βλαστάρι…,
Τα υποκοριστικά σε -άκι, -ούλι: αρνάκι, μικρούλι… δε σχηματίζουν συνήθως γενική. Δε λέμε π.χ. το γατάκι – του γατακιού. Θα πούμε: το γατί – του γατιού, το αρνάκι- το αρνί – του αρνιού…
Όλα τα ουδέτερα σε -ι τονίζονται στην γενική του ενικού και του πληθυντικού στην λήγουσα: τραγουδιού – τραγουδιών
Τα ουδέτερα σε -ι γράφονται με ι, πλην των: βράδυ, δόρυ, δάκρυ, δίχτυ, στάχυ… Το βράδυ κλίνεται όπως το τραγούδι και στην γενική ενικού και σε όλον τον πληθυντικό γράφεται με -ι: βραδιού, βράδια
Τα σε -αϊ στην γενική ενικού και πληθυντικού αποκτούν το γ: φαί – φαγιού, φαγιά…
3) Ουδέτερα σε -ος
ενικός αριθμός πληθυντικός αριθμός
ονομαστική το μέρος έδαφος τα μέρη εδάφη
γενική του μέρους εδάφους των μερών εδαφών
αιτιατική το μέρος έδαφος τα μέρη εδάφη
κλητική μέρος έδαφος μέρη εδάφη
Κατά το μέρος κλίνονται, τα: άλσος, δάσος, βάρος, βέλος, βρέφος, Άστρος… Κατά το έδαφος κλίνονται, τα: έλεος, μέγεθος, πέλαγος, στέλεχος…
Τα ουδέτερα σε -ος κατεβάζουν τον τόνο στην γενική πληθυντικού στην λήγουσα: μέρος – μερών, έδαφος – εδαφών…
Τα προπαροξύτονα ουδέτερα σε -ος κατεβάζουν τον τόνο στην παραλήγουσα στην γενική του ενικού και στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική του πληθυντικού: το μέγεθος – του μεγέθους – τα μεγέθη
4) Ουδέτερα σε -μα (ανισοσύλλαβα)
ενικός αριθμός πληθυντικός αριθμός
ονομαστική το κύμα όνομα τα κύματα ονόματα
γενική του κύματος ονόματος των κυμάτων ονομάτων
αιτιατική το κύμα όνομα τα κύματα ονόματα
κλητική κύμα όνομα κύματα ονόματα
Κατά το κύμα κλίνονται, τα: αίμα, άρμα, βήμα, γράμμα, δέρμα, κλάμα, σύρμα,.. Κατά το όνομα κλίνονται, τα: άγαλμα, άθροισμα, μάθημα, μπάλωμα, πήδημα…Τα ουδέτερα σε -μα κατεβάζουν τον τόνο στην γενική του πληθυντικού στην παραλήγουσα: των κυμάτων, ονομάτων Τα προ παροξύτονα ουδέτερα σε -μα κατεβάζουν τον τόνο στην γενική του ενικού τον τόνο, λόγω της αύξησης των συλλαβών: του ονόματος Μερικά ουδέτερα σε -μα συνηθίζονται μόνο στον πληθυντικό: γεράματα, άρματα, τρεχάματα..
5) Ουδέτερα σε -σιμο/ξιμο/ψιμο (ανισοσύλλαβα)
ενικός αριθμός πληθυντικός αριθμός
ονομαστική το δέσιμο τα δεσίματα
γενική του δεσίματος των δεσιμάτων
αιτιατική το δέσιμο τα δεσίματα
κλητική δέσιμο δεσίματα
Όμοια κλίνονται τα: βάψιμο, γνέψιμο, κλέψιμο, ντύσιμο, πλέξιμο, φταίξιμο, τάξιμο… Τα ουδέτερα αυτά τονίζονται στην γενική πληθυντικού, στις σπάνιες περιπτώσεις που την σχηματίζουν, στην παραλήγουσα: των δεσιμάτων
6) Ουδέτερα σε -ας, -ως /-ος (ανισοσύλλαβα)
ενικός αριθμός πληθυντικός αριθμός
ονομαστική το κρέας φως τα κρέατα φώτα
γενική του κρέατος φωτός των κρεάτων φώτων
αιτιατική το κρέας φως τα κρέατα φώτα
κλητική κρέας φως κρέατα φώτα
Κατά το κρέας κλίνονται, τα: πέρας, τέρας Όμοια με το φως σχηματίζονται, τα: καθεστώς, γεγονός, με την διαφορά πως αυτά στην γενική του ενικού τονίζονται στην παραλήγουσα: του καθεστώτος, του γεγονότος.
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΕΝΟΣ ΑΡΙΘΜΟΥ
Πολλά ονόματα συνηθίζονται μόνο στον ένα αριθμό.
I. Συνηθίζονται μόνο στο ενικό αριθμό ονόματα που σημαίνουν έννοιες μοναδικές. Τέτοια ονόματα είναι:
1) Από τα κύρια ονόματα:
α) Τα ονόματα των εορτών: το Πάσχα, η Λαμπρή, Πρωτοχρονιά..
Εκτός και μιλούμε διαχρονικά: Τις Πρωτοχρονιές μου τις περνώ στο χωριό.
β) Τα τοπωνύμια: η Αθήνα, η Λάρισα, Η Ιταλία, Η Ελλάδα, το Λαύριο..
Εκτός και υπάρχει και άλλο με ίδιο όνομα: Η Ελλάδα έχει 5 Όλυμπους)
γ) Τα ονόματα των ανθρώπων: O Γιάννης, η Μαρία…
Εκτός και μιλούμε αθροιστικά ή μεταφορικά: Να έρθουν οι Γιάννηδες και οι Μαρίες. Εξαντλήθηκαν οι Πακτωλοί.
Από τα κοινά ονόματα:
α) όσα σημαίνουν έννοια μοναδική, όπως μερικά συγκεκριμένα, πολλά περιληπτικά και πολλά αφηρημένα: αστροφεγγιά, παράδεισος, οικουμένη, χριστιανισμός, – συγγενολόι – ξενιτιά, δικαιοσύνη, πίστη κ.α.
β) τα των μετάλλων, στοιχείων, ορυκτών: ασήμι, ράδιο, υδρογόνο, οξυγόνο, κοκκινόχωμα κ.α.
II. Συνηθίζονται μόνο στον πληθυντικό:
1) Από τα κοινά ονόματα:
α) τα περιληπτικά: τα ασημικά, γυαλικά, ζυμαρικά, χορταρικά κ.α.
β) όσα σημαίνουν μια γλώσσα: τα ελληνικά, αρβανίτικα, γαλλικά κ.α.
γ) όσα εκφράζουν διπλό αντικείμενο: τα κιάλια, γυαλιά, γυναικόπαιδα, αμπελο- χώραφα κ.α.
δ) όσα σημαίνουν αμοιβή για εργασία: τα διόδια, κόμιστρα, ψηστικά, εργατικά…
ε) όσα σημαίνουν σύνολο ή πλήθος: τα άρματα, άμφια, γένια, περίχωρα, πολεμοφόδια, σωθικά, τρεχάματα, χαιρετίσματα, εννιάμερα, κ.α. και τα: γεράματα, εγκαίνια, κάλαντα, μάγια, μεσάνυκτα κ.α.
Από τα κύρια ονόματα:
α) ορισμένα ονόματα εορτών: τα Χριστούγεννα, Φώτα, Παναθήναια κ.α.
β) ορισμένα τοπωνύμια: τα Σφακιά, Χανιά, Καλάβρυτα, Ουράλια, Πυρηναία….
Τα ονόματα που λέγονται στον πληθυντικό αριθμό είναι συνήθως ουδετέρου γένους: τα Νικολοβάρβαρα, τα έγκατα,..,,, αλλά και: οι Σέρρες, οι Σπέτσες, οι Δελφοί κ.α.
ΑΝΩΜΑΛΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ
Α. ΑΚΛΙΤΑ
Άκλιτα ουσιαστικά λέγονται αυτά που δε μεταβάλλονται στο λόγο, αυτά που φυλάγουν σε όλες τις πτώσεις την ίδια κατάληξη. Η πτώση τους φαίνεται από το άρθρο που τα συνοδεύει: η μάχη του Κιλκίς.
Άκλιτα είναι:
Οι ξένες λέξεις: το ζενίθ, το μάννα, το ναδίρ, το ρεκόρ,
& τα: Πάσχα, Ιερουσαλήμ, Σινά, Θαβώρ, Δαβίδ, Μωάμεθ….
Τα προτακτικά Aγια-, Αϊ-, θεια-, γερο-, κυρα-, μαστρο-, μπαρμπα- , καπετάν, κυρ, πάτερ: Ο καπετάν Κρασαναδάμης, ο πάτερ Χριστόφορος, της Αγια-Βαρβάρας, την Αγια-Σωτήρα, ο μαστρο-Πέτρος, του γερο-λυκου, της κυρα-Ρήνης, του κυρ Γιώργη, του πάτερ Σωφρόνιου, του Αϊ-Δημήτρη
Tα επώνυμα των γυναικών που σχηματίζονται από την γενική του αρσενικού: η κυρία Μελά, της κυρίας Μελά
Τα επώνυμα των αντρών σε πτώση γενική: o Γεωργίου, Νικολάου..
Τα γράμματα του αλφάβητου: άλφα, βήτα, γάμα,..: το άλφα, του άλφα…
Β. ΕΛΛΕΙΠΤΙΚΑ
Ελλειπτικά ουσιαστικά λέγονται αυτά που συνηθίζονται μόνο σε ορισμένες πτώσεις του ενικού ή του πληθυντικού, τα περισσότερα στην ονομαστική και την αιτιατική, όπως π.χ. τα:
το δείλι ( οι άλλες πτώσεις αναπληρώνονται από το δειλινό ).
τα ήπατα ( μου κόπηκαν τα ήπατα) ,
το όφελος ( τι το όφελος) ,
πρωί (οι άλλες πτώσεις αναπληρώνονται από το πρωινό ),
σέβας ( πληθυντικός: τα σέβη , τα σεβάσματα) ,
σέλας ( βόρειο σέλας) ,
συγκαλά ( ήρθε στα συγκαλά του),
τάραχος ( έπαθε των παθών του τον τάραχο ), προάλλες ( τις προάλλες)
Στην γενική μόνο συνηθίζονται οι λέξεις: του θανατά ( έπεσε του θανατά ) – του κάκου, λογής (τι λογής), λογιών, πολλών λογιών, λογιών-λογιών
Δε σχηματίζουν γενική πληθυντικού:
α) τα θηλυκά ουσιαστικά σε -(ι)ση (παράγονται από αόριστο των ρημάτων) ή αυτά που κλίνονται κατά το ζάχαρη: άνοιξη, αντάμωση, βάφτιση, θύμηση..
β) τα υποκοριστικά σε -ακι (αυτά δε σχηματίζουν ούτε την γενική ενικού),
γ) μερικά θηλυκά σε -α, όπως τα: δίψα, πάπια, σκάλα, τρύπα…
Γ. ΙΔΙΟΚΛΙΤΑ
Ιδιόκλιτα λέγονται τα ουσιαστικά που ακολουθούν δικό τους σχηματισμό, όπως τα εξής:
α) Μερικά αρσενικά σε -εας.
Ενικός αριθμός πληθυντικός αριθμός
ονομαστική ο δεκανέας οι δεκανείς
γενική του δεκανέα των δεκανέων
αιτιατική το(ν) δεκανέα τους δεκανείς
κλητική δεκανέα δεκανείς
Όμοια κλίνονται τα: γραμματέας, γραφέας, νομέας, εισαγγελέας, κουρέας..
β) Τα ουδέτερα λήγοντα σε: -ον, -αν, -εν, -υ:
ενικός αριθμός
ονομ. το ον καθήκον παν σύμπαν οξύ δόρυ φωνήεν
γεν. του όντος καθήκοντος παντός σύμπαντος οξέος δόρατος φωνήεντος
αιτ. το ον καθήκον παν σύμπαν οξύ δόρυ φωνήεν
κλητ. ον καθήκον αν σύμπαν οξύ δόρυ φωνήεν
πληθυντικός αριθμός
ονομ. τα όντα καθήκοντα πάντα σύμπαντα οξέα δόρατα φωνήεντα
γεν. των όντων καθηκόντων πάντων συμπάντων οξέων δοράτων φωνηέντων
αιτ. τα όντα καθήκοντα πάντα σύμπαντα οξέα δόρατα φωνήεντα
κλητ. όντα καθήκοντα πάντα σύμπαντα οξέα δόρατα φωνήεντα
Κατά το ον κλίνονται, τα: παρόν, παρελθόν, προϊόν Κατά το καθήκον κλίνονται, τα: ενδιαφέρον, μέλλον Κατά το παν κλίνεται, το σύμπαν
Το μηδέν κλίνεται: το μηδέν, του μηδενός, το μηδέν, μηδέν και δεν έχει πληθυντικό. Όταν γίνεται λόγος για το αριθμητικό ψηφίο ή για βαθμό, σχηματίζουμε τον πληθυντικό από την λέξη το μηδενικό – τα μηδενικά
Δ. ΔΙΠΛΟΜΟΡΦΑ
Διπλόμορφα λέγονται μερικά ουσιαστικά που έχουν δυο τύπους, τον ένα με μια συλλαβή λιγότερη: γέρος ή γέροντας
Διπλόμορφα και στους δυο αριθμούς: γέρος – γέροντας, γέροι – γέροντες, δράκος – δράκοντας, δράκοι – δράκοντες,..
Διπλόμορφα μόνο στον ενικό:
α) Αρσενικά: γίγαντας – γίγας, Αίας – Αίαντας, χάρος – χάροντας, ελέφας – ελέφαντας, Οιδίπους – Οιδίποδας
Ο πληθυντικός σχηματίζεται από τους πολυσυλλαβικότερους τύπους: οι γίγαντες, οι ελέφαντες, οι Αίαντες,..
β) Θηλυκά: Αρτέμιδα – ‘Αρτεμη, Θέτη – Θέτιδα
Το δεσποινίδα ως τίτλος έχει στην ενική ονομαστική και κλητική και τον τύπο δεσποινίς (η)
Ε. ΔΙΠΛΟΚΛΙΤΑ
Διπλόκλιτα λέγονται τα ουσιαστικά που σχηματίζουν το πληθυντικό σε ουδέτερο γένος: ο πλούτος – τα πλούτη ή σχηματίζουν εκτός από τον κανονικό και δεύτερο πληθυντικό σε ουδέτερο γένος: ο βράχος, οι βράχοι & τα βράχια
Οι δυο τύποι του πληθυντικού διαφέρουν συνήθως και στην σημασία.
ο καπνός – οι καπνοί (φωτιάς) & τα καπνά (τα φυτά)
ο λόγος – οι λόγοι (ομιλίες) & τα λόγια (οι λέξεις)
ο σταθμός – οι σταθμοί (δρόμου) & τα σταθμά (οι μονάδες)
ο χρόνος – οι χρόνοι (τα έτη) & τα χρόνια (η ηλικία)
το γυαλί – τα γυαλιά (τζάμια) & τα γυαλιά (ματογυάλια)
ο ναύλος – oι ναύλοι (εισιτήριο) & τα ναύλα (τα διόδια)
ο λαιμός – οι λαιμοί & τα λαιμά (στην ιατρική)
ο σανός, τα σανά
ο τάρταρος (ο Άδης) τα τάρταρα
η νιότη τα νιάτα
ο βάτος, οι βάτοι, τα βάτα
ο βράχος, οι βράχοι, τα βράχια
ο δεσμός, οι δεσμοί, τα δεσμά
ο ουρανός, οι ουρανοί, τα ουράνια
ο αδελφός, οι αδελφοί, τα αδέλφια
ο (ε)ξάδελφος, οι (ε)ξάδελφοι, τα (ε)ξαδέλφια
ΣΤ. ΔΙΠΛΟΚΛΙΤΑ
Διπλοκατάληκτα λέγονται τα ουσιαστικά που σχηματίζουν στον ενικό ή στον πληθυντικό δυο τύπους, όπως τα:
Στον ενικό:
αρσενικά: μάγειρας – μάγειρος, μάστορης – μάστορας,
θηλυκά: ανεμών(α) -ανεμώνη, άκρια – άκρη…
ουδέτερα: χείλι – χείλος, δάκρυο (δακρύου) – δάκρυ
Στον πληθυντικό:
ο γονιός – οι γονιοί & οι γονείς,
ο φούρναρης – οι φουρνάρηδες & οι φουρναραίοι,
ο νοικοκύρης – οι νοικοκύρηδες & οι νοικοκυραίοι
το στήθος – τα στήθη & τα στήθια…
Μερικά ουσιαστικά έχουν διπλοκατάληκτο πληθυντικό με διαφορετικές σημασίες: δεσπότης – δεσποτάδες (οι αρχιερείς) & δεσπότες (οι άρχοντες), κορφή – κορφές (οι κορυφές) & κορφάδες (στα χόρτα)
ΚΛΙΣΗ ΤΩΝ ΞΕΝΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
Τα γλωσσικά δάνεια (ξένες λέξεις) κλίνονται, ως εξής:
α) Τα μη εξελληνισμένα (όσα δεν έχουν πάρει ελληνική κατάληξη) μόνο με την κλίση του άρθρου, π.χ.: το βίντεο (video), του βίντεο, τα βίντεο – το κονιάκ, του κονιάκ….
β) Τα εξελληνισμένα (όσα έχουν πάρει ελληνική κατάληξη, άρα ελληνική λεξική μορφή). όπως τα ελληνικά που έχουν τις ίδιες καταλήξεις, π.χ.: ο Αλφρέδος (alfed), του Αλφρέδου…, ο Μανώλης (Manuel), του Μανώλη .. η Ρώμ-η, της Ρώμης, …
Πηγή: www.neoastro.gr
Συντάκτης: Στέλιος Νικολαΐδης
Η καλύτερη μεσημεριανο-απογευματινή παρέα με σύγχρονες ελληνικές επιτυχίες... με την Άννα-Μαρία Νικολαΐδου
close
με την Φαία Στάινερ
18:00 - 20:00
Κάθε Πέμπτη
21:00 - 23:00
Δευτέρα - Παρασκευή
23:00 - 23:59
Δευτέρα - Παρασκευή
15:00 - 18:00
με την Φαία Στάινερ
18:00 - 20:00
COPYRIGHT 2020. NGRADIO
Σχολιάστε το άρθρο (0)