Γλωσσικά τινα (ΙZ’): η χρήση των ρημάτων «έλκω» και «ελκύω»
Το αρχαίο ρήμα έλκω σημαίνει: 1) σέρνω, τραβώ κοντά μου, όπως π.χ. Η ατμομηχανή έλκει τους συρμούς της αμαξοστοιχίας και 2) (φυσ.) ασκώ έλξη, όπως π.χ. Ο μαγνήτης έλκει το σίδηρο – Τα ετερώνυμα ηλεκτρικά φορτία έλκονται, τα ομώνυμα απωθούνται – Κάτι τον έλκει προς το μοναχισμό. Λέμε επίσης και τις φράσεις: έλκω το γένος / την καταγωγή / τις ρίζες μου από με την έννοια του κατάγομαι από. Στις […]







