Κείμενα

Γλωσσικά τινα (ΝΒ’): η λέξη “δικλίδα”

today1 Αυγούστου, 2013

Background
share close

      Δικλίδα ονομάζουμε τη βαλβίδα που ρυθμίζει την κίνηση υγρών ή αερίων πρός μία κατεύθυνση, χωρίς να τους επιτρέπει να αντιστρέφουν την πορεία τους. Γνωστός είναι ο όρος ασφαλιστική δικλίδα ή δικλίδα ασφαλείας που αναφέρεται στη βαλβίδα η οποία ρυθμίζει την  ασφαλή και βαθμιαία  έξοδο του ατμού από κάποιο λέβητα και μεταφορικά λέγεται για καθετί που προστατεύει από κίνδυνο ή από δυσάρεστες εξελίξεις: η σωματική άσκηση είναι ασφαλιστική δικλίδα για τη συσσωρευμένη ένταση των ζωηρών εφήβων.
     Η λέξη “δικλίδα” ανάγεται ετυμολογικά στην αρχαία λέξη δικλίς, -ίδος, που συνδέεται με το ρήμα κλίνω και σημαίνει τη «δίφυλλη πόρτα», άρα τη στερεή, την απαραβίαστη θύρα. Επειδή δεν έχει καμία σχέση με το ρήμα κλείνω, γι’ αυτό και γράφεται με ιώτα. Ο Ιπποκράτης μάς έχει βέβαια παραδώσει τη λέξη “δίκλεις” που σημαίνει τον «διπλοκλεισμένο». Η λέξη αυτή όμως θα μάς έδινε  τον τύπο  δίκλειδα, με τον τόνο δηλαδή στην προπαραλήγουσα.
Φοίβος Ι. Πιομπίνος

Συντάκτης: Φοίβος Πιομπίνος

Rate it

Σχολιάστε το άρθρο (0)

Αφήστε το σχόλιό σας

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *


[wpens_easy_newsletter firstname="no" lastname="no" button_text="Εγγραφή"]

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

0%