Κείμενα

Γλωσσικά τινα (ΡIΘ’): η σημασία των ρημάτων «ασκώ» και «εξασκώ»

today23 Αυγούστου, 2013

Background
share close

Το ρήμα ασκώ σημαίνει: 1. υποβάλλω κάποιον ή κάτι σε άσκηση, ώστε να αποκτήσει ικανότητα σε κάτι, γυμνάζω, εκπαιδεύω (λ.χ. ο αδελφός μου ασκεί συστηματικά το σώμα του / με την πάροδο των χρόνων πρέπει ο καθένας μας να ασκεί το μυαλό του) 2. έχω ως επάγγελμα (λ.χ. άσκησε επί είκοσι χρόνια τη δικηγορία προτού να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη ζωγραφική) 3. κάνω χρήση δικαιώματος, δύναμης ή εξουσίας (λ.χ. η Ελλάδα άφησε να διαρρεύσει πως θα ασκήσει βέτο στην είσοδο των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ).

Το ρήμα εξασκώ σημαίνει ό,τι και το ασκώ, όμως τα δύο αυτά ρήματα δεν συμπίπτουν σε όλο το εύρος της σημασίας και της χρήσης τους. Το ρήμα ασκώ έχει ευρύτερη χρήση κι επομένως χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις , όπου δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί το σχεδόν συνώνυμό του ρήμα εξασκώ. Αυτές είναι: (α) ασκώ = κάνω, ενεργώ, πράττω, εφαρμόζω [λ.χ. ασκεί (και όχι εξασκεί) καθήκοντα γενικού γραμματέα του συλλόγου μας] (β) ασκώ = απολεξικοποιημένο ρήμα, δηλαδή ρήμα που μεταβάλλει την πρωταρχική του σημασία και παίρνει τη σημασία άλλου ρήματος, που εκφέρεται περιφραστικά ως ουσιαστικό μαζί με το ασκώ (ασκώ πίεση αντί του πιέζω, ασκώ επίδραση αντί του επιδρώ, ασκώ κριτική αντί του κρίνω, ασκώ τη δικηγορία αντί του δικηγορώ, ασκώ πολιτική αντί του πολιτεύομαι κ.λπ.). Στις παραπάνω περιπτώσεις αποκλείεται η χρήση του ρήματος εξασκώ.

 

Φοίβος Ι. Πιομπίνος  piombinos blogspot.gr

Συντάκτης: Φοίβος Πιομπίνος

Rate it

Σχολιάστε το άρθρο (0)

Αφήστε το σχόλιό σας

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *


[wpens_easy_newsletter firstname="no" lastname="no" button_text="Εγγραφή"]

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

0%