Ορθογραφικά (ΝΔ’): οι ομόηχες λέξεις «κήτος» και «κύτος»
Η λέξη κήτος σημαίνει: 1. το υδρόβιο θηλαστικό μεγάλων διαστάσεων, π.χ. η φάλαινα, το δελφίνι κ.ά. 2. (μτφ.-μειωτ.) αυτόν που είναι πολύ παχύς και δυσκίνητος (π.χ. η Κάτια έχει καταντήσει τελευταία κανονικό κήτος). Η λέξη κύτος σημαίνει: 1. την κοιλότητα που σχηματίζεται σε αγγείο, σκεύος ή σε οποιαδήποτε άλλη επιφάνεια (π.χ. κύτος λέβητα) 2. το κοίλο μέρος του σκάφους κάτω από το κατάστρωμα, το αμπάρι 3. κοιλότητα του σώματος που […]