Ορθογραφικά (ΟΒ’): τα ομόηχα ουσιαστικά «φύλλο» και «φύλο»
Το φύλλο σημαίνει: 1. καθένα από τα συνήθως πράσινα, πεπλατυσμένα και λεπτά όργανα διαπνοής των φυτών, τα οποία εκφύονται στους βλαστούς και στα κλαδιά τους (π.χ. το χώμα ήταν καλυμμένο από ξερά φύλλα) 2. ΒΟΤ. καθένα από τα πέταλα και τα σέπαλα ή τους στήμονες του άνθους (π.χ. τα φύλλα του τριαντάφυλλου) 3. (συνεκδοχικά) οτιδήποτε λεπτό και πλατύ σαν φύλλο δέντρου (π.χ. φύλλα χρυσού / αλουμινίου) 4. στη μαγειρική […]
Σχολιάστε το άρθρο (0)