Γλωσσικά τινα (ΣΚΓ’): το πολυσήμαντο ουσιαστικό «νάρκη»
Η λέξη νάρκη σημαίνει τα εξής: την προσωρινή ελάττωση ή απώλεια των αισθήσεων και της κινητικής ικανότητας, την πρόσκαιρη παράλυση που προκαλείται από έντονο φόβο ή άλλο ισχυρό συναίσθημα, την αποπληξία κ.λπ. την έντονη τάση προς ύπνο, την κατάσταση βαθέος ύπνου ή ληθάργου (γύρισα κατάκοπος στο σπίτι κι αμέσως βυθίστηκα σε νάρκη) την κατάσταση μειωμένης δραστηριότητας του μεταβολισμού, στην οποία πέφτουν πολλοί οργανισμοί, όταν οι περιβάλλοντικές συνθήκες γίνονται αντίξοες: χειμερία […]
Σχολιάστε το άρθρο (0)