NG Συνεντεύξεις

Οι Steams σε μία μεγάλη συνέντευξη για τον δίσκο Mild Conquest

today9 Ιουλίου, 2022 118 3

Background
share close
  • cover play_arrow

    Οι Steams σε μία μεγάλη συνέντευξη για τον δίσκο Mild Conquest New Generation Radio

Τους είχαμε αφήσει το 2018 με την κυκλοφορία του πρώτου τους δίσκου (“Wild Ferment” 2018) και ύστερα με τη σειρά συναυλιών σε όλη την Ελλάδα.
Επέστρεψαν τέσσερα χρόνια μετά, με το δεύτερο άλμπουμ “Mild Conquest”.
Τo τι συνέβη όλο αυτό το διάστημα των τεσσάρων χρόνων στο συγκρότημα, θα το διαβάσετε εδώ, στη συνέντευξη που μου παραχώρησε  ο Πάνος Δημητρόπουλος και ο Άλεξ Μπόλμπασης.  

Αυτά που πρέπει να γνωρίζετε για να διαβάσετε άνετα τη συνέντευξη είναι:

Ο Πάνος Δημητρόπουλος είναι ιδρυτικό μέλος του σχήματος, στιχουργός, κιθαρίστας και τραγουδιστής.
Ο Ανδρέας Κοκοβίκας είναι επίσης ιδρυτικό μέλος και κιθαρίστας.
Ο Άλεξ Μπόλμπασης είναι ο παραγωγός και των δύο δίσκων και μπασίστας του δεύτερου δίσκου (και των live που προηγήθηκαν αυτού).
Ο Gustav Penka είναι ο ντράμερ που παίζει και στα δύο άλμπουμ. Αποχώρησε από το σχήμα μετά την ολοκλήρωση των ηχογραφήσεων του δεύτερου.
Ο Νικόλας Μαμάσης είναι ο τωρινός ντράμερ των Steams.

Όσοι αγαπάτε τις μουσικές ιστορίες, συνεχίστε την ανάγνωση.

Βρισκόμαστε στο Suono Studio, τον επαγγελματικό χώρο εργασίας του Άλεξ στον οποίο και γράψαμε τον δεύτερο δίσκο. Θεωρήσαμε ιδανικό το σημείο για να βρεθούμε και να τα πούμε. Είναι και ο χώρος που κάνουμε πρόβες και που έχουμε όλα μας τα πράγματα.

“Mild Conquest”, το άλμπουμ.

Άλεξ: Πατήσαμε πάνω στον «ήχο» των Steams που είχαμε φτιάξει από τον πρώτο δίσκο και προσθέσαμε τα νέα μουσικά στοιχεία. Στον Mild Conquest πραγματικά υπάρχει ειλικρίνεια, είναι δηλαδή αναφορικός δίσκος όντως των Steams.
Δεν προσπαθήσαμε να μοιάσουμε σε κάτι ή να ακουγόμαστε όπως κάποιον. Προσπαθούμε να ακουγόμαστε όπως εμείς, το οποίο έχει εξελιχθεί με βάση το πώς η μπάντα έστησε τον ήχο στον πρώτο δίσκο και από εκεί και πέρα πάνω σ’ αυτό εξελισσόμαστε. Η ταυτότητα μας έχει παραμείνει αναλλοίωτη.

Πάνος: Το “Wild Ferment” ήταν ένας δίσκος πιο βηματικός και ίσως λίγο πιο συγκεκριμένος, όσον αφορά στον ήχο του. Το “Mild Conquest” έσπασε κάποια φράγματα τα οποία έθεσε ο πρώτος δίσκος κάτι που το θέλαμε να γίνει, διότι τότε ήμασταν άλλοι άνθρωποι, είχαμε άλλες επιρροές .
Αφότου τον παίξαμε πάρα πολύ σε πάρα πολλά live –  είναι ένας δίσκος που πραγματικά μέσα σε ενάμιση χρόνο κάναμε πενήντα live αν θυμάμαι καλά – είχαμε φτάσει σε ένα σημείο που μπορώ να πω ότι είχαμε κουραστεί, όχι από το ότι παίζαμε τα ίδια, απλά ήμασταν έτοιμοι να γράψουμε κάτι άλλο. Ήμασταν έτοιμοι να «σπάσουμε» αυτό που παίζαμε με κάτι που αφορά στο τώρα, στο σήμερα, το δικό μας σήμερα, οπότε και κάπως έτσι κινηθήκαμε αβίαστα.

Άλεξ: Και με βασικό κριτήριο του τι αρέσει σε εμάς, τι θέλουμε εμείς να παίξουμε. Δεν υπήρχε κάποιο όριο στο τι περιμένει κάποιος να ακούσει ή πώς μπορεί να φανεί σε σχέση με το προηγούμενο. Ήτανε ξεκάθαρα το τί θέλουμε εμείς να πούμε και αν κάποιος ακολουθήσει, θα ακολουθήσει.

Suono Studio. Από αριστερά, Πάνος Δημητρόπουλος, Ανδρέας Κοκοβίκας, Άλεξ Μπόλμπασης, Νικόλας Μαμάσης

Πάνος: Αμέσως μετά το πρώτο δικό μας εγχώριο tour με το “Wild Ferment”, τον Νοέμβρη του ’18, πέρασα μια φάση απομόνωσης που ξεκίνησα να φέρνω κάποιες ιδέες που εντέλει συνετέλεσε στο να γίνουνε οι βάσεις από κάποια κομμάτια του δεύτερου δίσκου, όπως το “Ladies in the North”. Πολλές από αυτές τις ιδέες ήρθανε στο στούντιο. Φέρανε και οι υπόλοιποι τις δικές τους. Ο Ανδρέας έφερε δικά του πράγματα, δουλέψαμε το υλικό που προέκυψε από ένα τζαμάρισμα με τον Άλεξ που έγινε σε ένα sound check (!) κατά τη διάρκεια του tour, από το οποίο βγήκε η βάση για το “Horror”

Είχαμε κάνει δύο στούντιο lockdown, πριν το lockdown. Είχαμε κλειστεί μία ολόκληρη μέρα και ακόμη μία με διαφορά ενός μήνα και κάναμε μακροσκελή sessions. Είχαμε μαζευτεί, είχαμε μαγειρέψει … περάσαμε κάτι πολύ ιδιαίτερο μεταξύ μας. Φροντίσαμε να υπάρχει το κατάλληλο vibe τέλος πάντων  για να μπούμε σε ένα δημιουργικό mood.
Τα sessions αυτά ο Gustav, ο οποίος έχει γράψει-παίξει τα drums για τον δίσκο, τα ονόμασε ”THE MEGA MAGIC SESSIONS“!

Υπήρχε συνεχές recording. Ηχογραφήσαμε με σκοπό να τα ξεσκαρτάρουμε μετά, με αποτέλεσμα να υπάρχουν κομμάτια τα οποία ενωθήκαν μεταξύ τους, κομμάτια που κρατήσαμε κάποιες ιδέες και τις βάλαμε κάπου αλλού, όπως και τα κομμάτια τα οποία στα sessions τα συγκεκριμένα είπαμε ώπα! Το “Crown”, η αλήθεια είναι, ότι έτσι όπως γράφτηκε σε αυτό το session έτσι ακριβώς αποτυπώθηκε και στο τέλος.

Και πώς γεννιούνται οι στίχοι σε σχέση με το τζάμιν;

Πάνος: Στιχουργικά, επάνω στο τζαμάρισμα  κάνω freestyle και με αυτό το τρόπο υπάρχει ένα πηγαίο vibe, μέσα στο οποίο εκείνη την ώρα θα πω το πρώτο πράγμα που θα περάσει απ’ το μυαλό μου χρησιμοποιώντας τη φωνή σαν όργανο. Υπάρχουνε στιγμές που βασίζω περισσότερο την προσοχή μου σε μελωδικά μοτίβα και μελωδικές γραμμές και πολλές φορές μέσα στους στίχους που λέγονται live εκείνη την ώρα, μένουνε πράγματα τα οποία εντέλει μετά θα αποτελέσουν τη βάση για τον τελικό στίχο.

Υπάρχουν δύο κομμάτια στο δίσκο των οποίων οι στίχοι γράφτηκαν την ίδια μέρα. Το ένα είναι το Crown. Δηλαδή με το που γράφτηκε το κομμάτι, γράφτηκαν οι στίχοι. Με το που κάναμε το session και αγκαλιαστήκαμε και γυρίσαμε σπίτια μας, το είχα βάλει στο ριπίτ στο σαλόνι μου. Δεν ήθελα να ακούσω τίποτα άλλο. Κάθισα και καθαρόγραψα όλους τους στίχους απ’ την αρχή ως το τέλος. Κάτι παρόμοιο συνέβη και με το “Algerian Eyes”. Είχα γράψει το βασικό κιθαριστικό μέρος κι ύστερα έκατσα και έγραψα όλους τους στίχους. Ήταν δηλαδή τα δύο κομμάτια τα οποία ολοκληρώθηκαν στιχουργικά μέσα στην ίδια μέρα.

Το τραγούδι “The Crown”είναι το τελευταίο τρακ του άλμπουμ και τελειώνει με τη φράση “what you hide”. Το πρώτο κομμάτι του δίσκου, το“Entrance” αρχίζει με τον ίδιο ακριβώς στίχο “what you hide”. Κάτι για το οποίο νιώθω πολύ υπερήφανος, καθώς το ένα τραγούδι έρχεται σαν συνέχεια ή ως απάντηση στο άλλο.

Είναι μία πολύ καλή ευκαιρία λοιπόν, να μπείτε να διαβάσετε τους στίχους στο link αυτό https://genius.com/albums/The-steams-rock-band/Mild-conquest .

Όταν παίζουμε μουσική, μου δημιουργούνται εικόνες με έναν σχεδόν συναισθησιακό τρόπο, οπότε ο στίχος για μένα είναι οι εικόνες που βλέπω. Κάπως κολλάνε, γίνονται κείμενο και μπαίνουν σε ένα κομμάτι ώστε να περιγράψουν, να πουν μια ιστορία, να βγάλουν κάποιο απωθημένο, κάποιο πολύ έντονο συναίσθημα, κάτι το οποίο με έχει απασχολήσει ας πούμε ή μας έχει απασχολήσει. Μπορεί να είναι κοινωνικό, μπορεί να είναι κάτι τελείως πραγματικό, μπορεί να είναι κάτι τελείως ρομαντικό, αλλά είναι κατά βάση αλληγορικοί οι στίχοι.

Με εξαίρεση την ιστορία στο τραγούδι “The Union”.

Πάνος: Εμπνεύστηκε από την ιστορία μίας απεργίας που εξελίχθηκε σε εξέγερση, η οποία έγινε στη Σέριφο το 1916 από τους μεταλλωρύχους που δούλευαν για την εταιρία «Σέριφος Σπηλιαζέζα». Δούλευαν σε πραγματικά άθλιες συνθήκες. Το μόνο τους ρεπό ήταν η Κυριακή, εξού και ο στίχος “since their sun only rises on Sundays”, γιατί ο δικός τους ήλιος τότε ανέτειλε …ήταν η μόνη μέρα που είχαν ρεπό. Τις υπόλοιπες μέρες δε βλέπανε ήλιο, πηγαίνανε ξημερώματα και φεύγανε μετά τη δύση. Ήτανε άθλιες οι συνθήκες, είχανε χαθεί πολλές ζωές: “for the bones of those fallen in galleries”, όπου galleries είναι οι υπόγειοι διάδρομοι. Είχε πέσει στα χέρια μου ένα έντυπο, το οποίο είχα βρει στη Σέριφο, σε ένα ταβερνάκι κάπως ξεχασμένο, όταν είχα πάει το καλοκαίρι του ’18. Ουσιαστικά έγραφε όλη την ιστορία όπως την είχε διηγηθεί κάποιος, για το πώς έγινε, το πώς στάλθηκε βασιλικό στράτευμα τότε από την Κέα και πώς, αντί να λύσουν την απεργία με έναν πιο ήπιο τρόπο, άνοιξαν πυρ και σκοτώθηκαν τέσσερεις εργάτες εκείνη την ώρα εν ψυχρώ. Οπότε μετά από αυτό, οι γυναίκες, οι μανάδες, όλοι όσοι ήταν εκεί μαζεμένοι στηρίζοντας τους εργάτες, ενεπλάκησαν και έπαιξε τρομερό ξύλο. Χύθηκε αίμα δηλαδή ανάμεσα στο στράτευμα, το «Gendarmerie», όπως το λέγανε τότε, το οποίο στάλθηκε από την Κέα για να λύσει την απεργία με υποστήριξη της εταιρίας και της τότε κυβέρνησης.
Με έκανε να αισθανθώ δέος και ουσιαστικά είναι – αν θυμάμαι καλά – η εξέγερση η οποία κατάφερε να καθιερώσει το εργατικό οχτάωρο στην Ελλάδα. Δηλαδή μετά από αυτό και λόγω του σάλου που δημιουργήθηκε, αποφασίστηκε η οχτάωρη εργασία. Μπορεί να κάνω λάθος αλλά θυμάμαι να υπάρχει αυτό σαν αποτέλεσμα ή εν πάση περιπτώσει έθεσε τους πυλώνες για να καθιερωθεί το εργατικό οκτάωρο.
Είχα μπει σε αυτές τις στοές μέχρι ένα σημείο! Υπάρχουνε και μάλιστα μπορείς να διασχίσεις έναν τύπου λόφο για κάποια χιλιόμετρα και να βγεις στην άλλη άκρη που είναι μια κρυφή παραλία.
Το Union λοιπόν είναι ένα κομμάτι το οποίο είναι καθαρά οργισμένο. Όταν το γράψαμε στο στούντιο σε ένα από αυτά τα mega magic sessions , δε ξέραμε τι μας γίνεται ακριβώς. Όταν τελείωσε ήμασταν σε μία φάση «τί έγινε;» … Δεν είναι η μουσική που … δεν είχε ένα ρου το τζαμ αυτό το οποίο ήτανε στα κλασικά Steams όπως τα βλέπουμε εμείς. Ήτανε πολύ διαφορετικό, πολύ θυμωμένο, ήτανε όλο ένα ξέσπασμα. Δεν είναι ότι είναι σαν τα κομμάτια που έχει ένα ήρεμο εισαγωγικό μέρος και μετά μπαίνει όπως στον “Wild Ferment” (σ.σ τον προηγούμενο δίσκο δλδ). Σαν να νιώθαμε αυτή τη βία. Αλλά βάση αυτού γεννήθηκαν και οι στίχοι, τους οποίους δεν είχα γράψει, αλλά είχα σκεφτεί το κόνσεπτ. Οπότε υπήρχε το “ινσέψιον” από το καλοκαίρι του ’18 το οποίο δεν είχα προσπαθήσει ποτέ να το εκφράσω. Kαι σε εκείνο το τζαμάρισμα, που θα το θυμόμαστε όλοι πάρα πολύ καλά, εκείνη την ώρα βγήκε.

Ο λόγος που ακούμε τον ορισμό της τραγωδίας (όπως τον δίνει ο Αριστοτέλης), στο τραγούδι Lament.

Πάνος: Για μένα το “MildConquest” έχει τραγικά στοιχεία και όταν γεννήθηκε η ιδέα για να γίνει η απαγγελία του ορισμού της τραγωδίας, θα έπρεπε να είναι κάπου νωρίς στον δίσκο. Δεν θέλαμε να τον βάλουμε στο ξεκίνημα, αλλά το ξεκίνημα ούτως ή άλλως σε μια τραγωδία λέγεται πάροδος.  Η πάροδος σε ελεύθερη μετάφραση στα αγγλικά μεταφράζεται σε entrance, δηλαδή η είσοδος του χορού όπου θα πουν το χορικό και μετά θα ξεκινήσει ουσιαστικά το έργο. Οπότε το “Entranceείναι η γέφυρα μεταξύ του “Wild Ferment”και του “Mild Conquest”.
Mάλλον είναι το κομμάτι εκείνο το οποίο συνδέεται περισσότερο με τον πρώτο δίσκο από κάθε άλλο του “Mild Conquest”, όπου άμα τελειώναμε με το “Black Sand” τον πρώτο, ξεκινάμε με το “Entrance” τον δεύτερο, έχοντας πάντα έναν ήχο που είναι κοντά στο πρώτο πόνημα. Oπότε ο ορισμός της τραγωδίας ήτανε να μπει νωρίς στο δίσκο. Κι έτσι μπαίνει στο “Lament” που είναι το δεύτερο κομμάτι. Στιχουργικά το “Lament”, για μένα, είναι ένα φυσιολατρικό κομμάτι το οποίο ασχολείται με το πώς ο άνθρωπος έχει λεηλατήσει φυσικά τοπία στο όνομα της «ενέργειας», του χρήματος, της ανάπτυξης σε πολλά εισαγωγικά.
Οπότε για μένα είναι ένα μοιρολόι που αφορά εντέλει στο δικό μας είδος και ταίριαζε να μπει ο ορισμός της τραγωδίας αμέσως μετά την πάροδο, αμέσως μετά το “Entrance”. Oπότε γι’ αυτό και μπήκε εκεί, δίνοντας ουσιαστικά κάπως την πληροφορία ότι ο δίσκος αφορά σε κάτι που θα μπορούσε να θυμίζει μια μοντέρνα τραγωδία.

Από το «θέλω τον Γιώργο Μαζωνάκη να απαγγείλει τον ορισμό» έως την υλοποίηση.

Πάνος: Θεωρώ τον Γιώργο Μαζωνάκη τον μεγαλύτερο ροκ σταρ αυτή τη στιγμή στο ελληνικό πεντάγραμμο. Είναι ένας άνθρωπος που , πέρα από το γεγονός ότι είναι καταπληκτικός σαν άνθρωπος με πάρα πολλές πράξεις, το προσυπογράφω αυτό, στα live του, μπορείς να βάλεις μπροστά το hashtag μπουζούκια, όμως είναι εντελώς προσωπικό το πως θα τα χαρακτηρίσεις. Είναι εκρηκτικά! Ο άνθρωπος καταθέτει την ψυχή του, έχει πάρα πολύ χιούμορ, έχει πάρα πολλές ευαισθησίες. Στα κομμάτια του το βγάζει αυτό, σε αυτά που του γράφουνε, όπως αυτό που του έχει γράψει για παράδειγμα ο Γιάννης Πάριος, (σ.σ. «Ποτέ, ποτέ» ) φαίνεται το vibe το οποίο βγάζει, στο οποίο βάζει πάρα πολύ πόνο. Για μένα είναι από τους πιο αληθινούς!

Άλεξ: Δεν φοβάται καθόλου να ρισκάρει, συνέχεια δοκιμάζει καινούρια πράγματα, δηλαδή ο δίσκος μας βγήκε μόλις είχε γυρίσει από τις Κάννες έτσι;!

Πάνος: Βραβεύτηκε η ταινία μικρού μήκους της Εύης Καλογεροπούλου «Στον θρόνο του Ξέρξη», η οποία ήτανε το έναυσμα της ιδέας, του να γίνει δηλαδή η απαγγελία από τον Γιώργο Μαζωνάκη. Όταν πέρυσι στο Πεδίον του Άρεως γινόταν η έκθεση “You and AI” που είχε κάνει η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, είχα παρακολουθήσει τη ταινία. Μια δεκαπεντάλεπτη ταινία αυτή της Εύης Καλογεροπούλου, με πρωταγωνιστή τον Γιώργο Μαζωνάκη. Όταν τον είδα να παίζει στη θέση του ηθοποιού και τον άκουσα να απαγγέλει, ενώ γνωρίζω τη φωνή του γιατί είναι άκρως χαρακτηριστική, εκεί κάπου έκανα τη σύνδεση. Τον σκέφτηκα να απαγγέλει τον ορισμό της τραγωδίας, ο οποίος ορισμός υπήρχε ήδη σαν κόνσεπτ για τον δίσκο και πάνω στην αναζήτηση του κατάλληλου ανθρώπου, εκείνο το βράδυ στην έκθεση στο Πεδίον του Άρεως, για μένα ήτανε εκεί, ήταν αυτό! Αυτός ο άνθρωπος ήταν ξεκάθαρο ότι είναι ο άνθρωπος που θα ήθελα να το απαγγείλει στον δίσκο.

Άλεξ: Και ταυτόχρονα συζητήθηκε και όλοι τον σεβόμαστε για τις επιλογές που έχει κάνει. Δηλαδή όλοι συμφωνήσαμε ότι οκ ναι, αν δεχότανε να το κάνει. Είναι ένας άνθρωπος που πραγματικά τολμάει και έχει πραγματική καλλιτεχνική υπόσταση, πέρα από το πώς τον γνωρίζει ο περισσότερος κόσμος σαν ερμηνευτή.

Πάνος: Ήτανε ένα πολύ ενδιαφέρον ταξίδι για το πώς ξεκίνησε η ιδέα μέχρι να βρεθεί μία επαφή, γιατί δεν είναι ότι στείλαμε στον ίδιο τον Μαζωνάκη, δεν είχαμε κάποια στοιχεία επικοινωνίας. Θέλω να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Γιώργο Μοσχόπουλο ο οποίος είναι φίλος σκηνοθέτης και είναι ένας άνθρωπος που ζει στις πίστες κατά κάποιον τρόπο. Ήταν ο πρώτος εκτός μπάντας με τον οποίο μοιράστηκα την ιδέα, καθώς ήταν κάτι που δε θέλαμε να αποκαλύψουμε ούτε σαν ιδέα, ούτε σαν κόνσεπτ ακόμα. Και ο φίλος Γιώργος (σ.σ. Μοσχόπουλος) ήτανε 100% μέσα σε αυτό. Δηλαδή προσπάθησε στο να γίνει. Βρήκε ένα mail το οποίο εντέλει κατέληξε στον μάνατζερ του κύριου Μαζωνάκη τον οποίο επίσης ευχαριστώ, (τον Αλέξανδρο). Έτσι ξεκίνησε ένας διάλογος επικοινωνίας μέσω mail που αρχικά του εξήγησα τί περίπου θέλουμε. Προωθήθηκε η δουλειά μας στον Γιώργο Μαζωνάκη, άκουσε τα κομμάτια – και το “Entrance”και το “Lament”– και αφού τα άκουσε, πήραμε θετική απάντηση! Μπήκαμε λοιπόν σιγά σιγά στη διαδικασία  ώστε να πραγματοποιηθεί.
Ο κύριος Μαζωνάκης τότε ετοίμαζε το επόμενο άλμπουμ του στο Black Rock Studio στη Σαντορίνη υπό την αιγίδα του παραγωγού Κώστα Καλημέρη. Έχοντας εγώ μια μικρή σχέση με Σαντορίνη και γνωρίζοντας και τον κύριο Καλημέρη, ήρθαμε σε άμεση επικοινωνία. Υπήρξε μια σχετική καθοδήγηση όσον αφορά στην απαγγελία, οπότε ήτανε θέμα χρόνου να πάρουμε το τελικό αρχείο, το οποίο από τη πρώτη ακρόαση μας άρεσε. Το δέσαμε στο κομμάτι, το στείλαμε στο Γιώργο Μαζωνάκη, ο οποίος τηλεφωνικώς μας πρότεινε να βάλουμε ένα χαλί κάτω από τον λόγο. Εντέλει καταλήξαμε στο τελικό αποτέλεσμα όπου είναι και αυτό που ακούγεται στο δίσκο. Ήτανε η τελευταία πινελιά που προστέθηκε ακριβώς πριν φύγει για μάστεριν, μιλάμε για το παραπέντε! Είμαστε ευγνώμονες που αυτή η τελευταία προσθήκη ήταν να προλογίζει το κομμάτι μας αυτός ο μοναδικός καλλιτέχνης.

Ο ερχομός του Νικόλα Μαμάση στο συγκρότημα.

Ο Gustav Penka αποχώρησε από το συγκρότημα λίγο μετά την ολοκλήρωση των ηχογραφήσεων. Εντάξει, ήταν μια περίοδος που ούτως ή άλλως για όλους μας ήτανε περίεργη. Κάπου μέσα στο καλοκαίρι του 2020 γνωρίζοντας καλύτερα τον Νικόλα, του πρότεινα μαζί με τον Ανδρέα, να δοκιμάσουμε να παίξει και να δούμε πως αυτό μπορεί να πάει. Και τελικά μερικούς μήνες μετά, μπήκε και επίσημα στους Steams. Είναι φυσικά ένα ισότιμο μέλος της μπάντας και μέλος της οικογένειας 100%.

Νικόλας Μαμάσης στα drums.

Η φωτογράφηση για το εξώφυλλο του δίσκου.

Πάνος: Θα ήθελα πολύ να ήταν εδώ ο Ανδρέας για να μιλήσει ο ίδιος για την εμπειρία που είχαμε σαν οικογένεια βγάζοντας αυτή τη φωτογραφία με τον φωτογράφο Sebastien Zanella (Σεμπαστιάν Ζανελά).
Αυτή η φωτογραφία σηματοδοτεί για μένα ένα τεράστιο φως στο τέλος του τούνελ της παράνοιας των lockdown και της όλης φάσης με τον κόβιντ του 2021. Κάποιοι από εμάς περάσαμε πολύ δύσκολα και τον Ιούλιο έτυχε να γνωρίσω τον Σεμπαστιάν στο Λαύριο.
Ο Σεμπαστιάν είναι Γάλλος φωτογράφος και κινηματογραφιστής. Έχει κάνει κάποιες ταινίες μικρού μήκους, έχει συνεργαστεί με πάρα πολύ γνωστές εταιρείες όπως η Billabong, Louis Vuitton και μάλιστα είναι πολύ γνωστός από το Desillusion Magazine το οποίο και τρέχει. Ειδικεύεται  στον κόσμο του σκέιτ και του σερφ καθώς επίσης έχει κάνει κάποιες δουλειές με μοτοσικλετιστές. Ταξιδεύει συνέχεια και είναι μια πολύ ρομαντική ψυχή.
Όταν λοιπόν τον Ιούλιο γνώρισα τον Σεμπαστιάν μαζί με έναν φίλο του (τον Αμερικάνο φωτογράφο Τζέϊκ Άϊνζ), καταλήξαμε να τρώμε ένα δείπνο στο ξενοδοχείο που μένανε στην Αθήνα. Εκεί του εκμυστηρεύτηκα την ιδέα μου για το πιθανό εξώφυλλο του δίσκου, που ουσιαστικά είναι δύο φιγούρες σε στάση μεταξύ πάλης και χορού.
H φωτογραφία αφορά και σε προσωπικά βιώματα δικά μου και του Ανδρέα. Βιώματα μεταξύ του διαστήματος των δύο δίσκων, το πως εξελιχθήκαμε σαν άνθρωποι από την τριβή που υπήρξε, με όμορφες στιγμές και δύσκολες στιγμές.
Όταν ξεκινήσαμε για τη φωτογράφιση, πήγαμε στο Καβούρι (σ.σ στη περιοχή Βουλιαγμένη – Αττική) σε μια βραχώδη ακτή και ο Ζανελά με το που φτάσαμε έβαλε μαγιό, έβαλε την κάμερά του σε υποβρύχια θήκη και βούτηξε. Μας είπε ξεκινάω, στηθείτε εκεί. Αλλάξαμε διάφορες στάσεις και μία από τις λήψεις είναι αυτή που υπάρχει στο εξώφυλλο.
Πραγματικά στο τέλος αυτής της μέρας, δεν το πιστεύαμε αυτό που είχε γίνει. Ήτανε μία εμπειρία ζωής και για τους δυο μας. Επί μιάμιση ώρα χορεύαμε, ιδρωμένοι, με το αλάτι της θάλασσας πάνω μας, μέχρι τη δύση του ηλίου.
Επίσης θεωρούμε ότι αυτό το εξώφυλλο έχει μεγάλη σύνδεση με αυτό του πρώτου δίσκου. Υπάρχει η φύση, υπάρχει ο άνθρωπος. Εικονίζεται ένας άνθρωπος στη φύση, στον δεύτερο δύο άνθρωποι.

Ο Σεμπαστιάν έχει βγάλει πολλές λήψεις όπως και κάποιες υποθαλάσσιες! Μέρος των λήψεων θα υπάρχει στο artwork του βινυλίου το οποίο θα είναι σε μορφή gatefold.

Η συνέντευξη έκλεισε με «μία μεγάλη αγκαλιά» και πολλές ευχαριστίες στην Χριστιάννα Φινέ που έκανε όλη την επικοινωνία μέσω της Goodheart Productionsκαι The Hubstersπου ανέλαβαν και την ψηφιακή κυκλοφορία του δίσκου.


ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ ΝΕΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ STEAMS ΠΟΥ ΣΕ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΝ

– Ο δίσκος σε μορφή βινυλίου θα κυκλοφορήσει μέσα στον Νοέμβρη ή τον Δεκέμβρη του 2022.
– Το επόμενο προγραμματισμένο live των Steams θα είναι στις 18 Αυγούστου στη Σαντορίνη.
– Σιγά σιγά στήνεται ευρωπαϊκό τουρ για μετά το καλοκαίρι, καθώς επίσης υπάρχουν συζητήσεις για περιοδεία στη Μ. Βρετανία.

Κλείνοντας:

Ο Άλεξ και ο Πάνος αναφέρθηκαν με έμφαση στην ενεργή συμμετοχή του Γιώργου Μαζωνάκη στην κοινωνική κουζίνα “Ο Άλλος Άνθρωπος” του Κωνσταντίνου Πολυχρονόπουλου, όπου κατα καιρούς μαγειρεύει και εκείνος φαγητό σε δημόσιους χώρους για απόρους, άστεγους και όσους έχουν ανάγκη. Το “σπίτι του Άλλου Ανθρώπου” βρίσκεται ακριβώς δίπλα στο Suono Studio… τυχαίο;

φωτογραφία Στράτος Καπετανάς

Ακόμα μία λήψη “χορού” από τον Πάνο και τον Ανδρέα, αυτή τη φορά επί σκηνής:

Στον πρώτο δίσκο, ο Πάνος Δημητρόπουλος θέλησε ολόψυχα τη συμμετοχή του Ψαραντώνη. Και τα κατάφερε. Όπως τα κατάφερε και με τον Γιώργο Μαζωνάκη. Μέσα στα γέλια και από τους δύο, ο Άλεξ λέει:
“Αυτό είναι πραγματικά κλασική περίπτωση! Είναι πάντα: ο Πάνος έχει μια ιδέα, εγώ πάντα λέω εντάξει οκ, ναι, το ακούω… Αλλά νομίζω ότι Πάνο θα είναι λίγο δύσκολο αυτό να υλοποιηθεί, παρ’ όλα αυτά οκ, ναι… μπορείς να προσπαθήσεις, ας προσπαθήσουμε… Και ο Πάνος πάντα το καταφέρνει”.

Ο Ψαραντώνης κρατάει τον δίσκο Wild Ferment στον οποίο και συμμετέχει

Ευχαριστώ από καρδιάς την οικογένεια των Steams για τη μουσική τους και για αυτή τη συνέντευξη.

Χαρούλα Νικολαΐδου

Ακολουθήστε τους Steams:

Youtube || Instagram || Facebook || Bandcamp || Spotify

Συντάκτης: New Generation Radio

Rate it

Σχολιάστε το άρθρο (0)

Αφήστε το σχόλιό σας

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *


[wpens_easy_newsletter firstname="no" lastname="no" button_text="Εγγραφή"]

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

0%