Γλωσσικά τινα (ΡΜΣΤ’): τα ομόηχα ρήματα κλείνω και κλίνω
Το ρήμα κλείνω σημαίνει κυρίως πως φέρνω μια πόρτα, ένα φύλλο παραθύρου, ένα σκέπασμα κ.λπ. σε τέτοια θέση, ώστε να μη μένει ελεύθερη η δίοδος (είσοδος ή έξοδος) ή να καλύπτεται το εσωτερικό επίπλου ή συσκευής: κλείνω την πόρτα / το παράθυρο / τη ντουλάπα / το ψυγείο κ.ά. Όπως και με άλλα ρήματα (δίνω – δίδω, λύνω – λύω, στέλνω – στέλλω κ.λπ.), τα περισσότερα σύνθετα διατηρούν τον αρχικό […]