Γλωσσικά τινα (ΣΝ’): τα ρήματα στοιχειώνω, στουμπώνω, στουπώνω, στραβοπατάω, στρογγυλεύω, συγκλίνω, συμβαίνει, συμφέρει και συντάσσομαι
Η παθητική φωνή στοιχειώνομαι του ρήματος στοιχειώνω είναι σπάνια. Η μετοχή στοιχειωμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο υπό την έννοια κάποιου μέρους που κατοικείται από στοιχειά (π.χ. στοιχειωμένος πύργος / στοιχειωμένη έπαυλη / στοιχειωμένο δάσος). Το ρήμα στουμπώνω σημαίνει: 1. γεμίζω κάτι υπερβολικά (π.χ. στούμπωσε τη βαλίτσα του με ρούχα και τώρα δεν κλείνει) 2. φράζω, βουλώνω (π.χ. με τα σκουπίδια που έριξες, στούμπωσες το νεροχύτη) 3. δίνω σε κάποιον ή […]